Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)
Η πρωτομαρτιά ή Το χελιδόνι
Καλώς μάς ήλθες, άκακο πουλί χαριτωμένο καλώς μάς ήλθες, του Μαρτιού πρωτόλουβο λουλούδι! Με πόση, να ’ξερες, κρυφή λαχτάρα περιμένω ν’ ακούσω μες στα σύγνεφα το πρώτο σου τραγούδι! 5 Τόσο συνήθισα ο φτωχός να βλέπω κάθε μέρα χαρές κι ελπίδες να πετούν, να πνίγονται στο ρέμα του χρόνου τ’ ανυπόταχτου, π’ ακόμ’ ακόμα ψέμα μου φαίνετ’ ότι σε θωρώ να σχίζεις τον αιθέρα με τα σπαθάτα σου φτερά… Γλυκό μου χελιδόνι, 10 μας έφερες καλοκαιριά;… Όψιμο θά ’λθει χιόνι;… Μας έπιασε λιγοψυχιά, πουλί ξενιτεμένο, και νύκτα κι αποκάρωμα… Κανείς μας δεν ακούει του γείτονα τ’ απόφωνα… το αίμα πετρωμένο στην κλειδωμένη μας καρδιά, πουλάκι μου, δεν κρούει… 15 Πόθος κανείς, ούτ’ όνειρα… Δε νείρεται η ψυχή μας παρά καθάριους ουρανούς, αστροφεγγιές και κύματα χωρίς αφρούς να ξεψυχούν σε περιγιάλια μνήματα! Καθώς η νεκροθάλασσα κι η άκαρπ’ η ζωή μας έχει βουβό παραδαρμό… Για μια στιγμή φουσκώνει, 20 ξερνά τα φύκη τα νεκρά κι ύστερα μαρμαρώνει. Πέτα, πουλάκι μου, γοργά, μη βαρεθείς το δρόμο, κι αν εύρεις σκέπη φτωχική και πλούσιο παραθύρι, κλειστό, σα μάτι βάρυπνο, δίπλωσ’ ευθύς στον ώμο τα χρυσοπράσινα φτερά και γίνου ξυπνητήρι… 25 Και πες ότ’ ήλθ’ η άνοιξη, κι ότ’ άνοιξη δεν είναι να κελαδούν οι πέρδικοι σιμά στη σαστικιά τους, ούτε να νανουρίζουνε τ’ αηδόνια τη φωλιά τους· δεν είναι γάργαρα νερά, όχι, πουλί, δεν είναι ούτε φλογέρα πιστικού, ούτε χλωρά τριφύλλια… 30 Πες ότ’ εδώ την άνοιξη τη φέρνουν καριοφίλια… Κι αν στη φωνή σου τη γλυκιά δε σηκωθούν οι ευνούχοι, πάρε, πουλάκι μου, φτερό, να βρεις παλιά λημέρια. Σύρε να ιδείς τον Όλυμπο, τη Γκιώνα, το Βελούχι· χαιρέτησε τη Λιάκουρα και φώναξ’ ώς τ’ αστέρια. 35 Κι αν μείν’ η Κιάφα ακίνητη κι ο βράχος του Ζαλόγγου δε θυμηθεί το ζωντανό, τον άγριο καταρράχτη, που επάνωθέ του εμούγκρισε… αν μες στο Κούγκι η στάχτη του Σαμουήλ δε θερμανθεί κι αν τα κλαριά του λόγγου δε φορτωθούν με φλάμπουρα και δε σεισθεί η Χιμάρα, 40 φύγε, πουλί μου, γρήγορα, κι είναι Θεού κατάρα. Και το πουλί ανυπόμονο, γοργό σαν την ελπίδα αρπάζει από τον ήλιο μας μια λάμψη, μιαν αχτίδα για να την έχει συντροφιά στο σκοτεινό του δρόμο, και χάνεται μισουρανίς… Πες μου, γιατί με τρόμο 45 το γύρισμά σου καρτερώ, γλυκό μου χελιδόνι;… Θα να ’χομε καλοκαιριά;… Όψιμο θά ’λθει χιόνι;… Έγραφον εν Αθήναις τῃ α΄ Μαρτίου 1876 *
|
Ακριβέ μου φίλε κ. Π. Χιώτη, Έβαλα το χέρι μέσα εις το φτωχικό ποιητικό μου ταμείον και εξήγαγον εκείθεν κάτι τι, το οποίον επιγράφεται «Η Πρωτομαρτιά ή το Χελιδόνι». Αν ήναι νόμισμα αργυρούν, αν ήναι χρυσούν ή αν ήναι χάλκινον, μά την αλήθειαν, δεν ηξεύρω. Ηξεύρω μόνον ότι εβγήκεν εις το φως διά σε και δέξου το με την συνειθισμένην σου προς εμέ φιλοφροσύνην· εγράφη δε εν Αθήναις τη α΄ Μαρτίου 1876. Όλος ο κόσμος γνωρίζει ότι ο ελληνικός λαός δίδει εις την επάνοδον των χελιδόνων σημασίαν πολύ σπουδαιοτέραν εκείνης, την οποίαν συνήθως δίδουσιν οι Ευρωπαίοι. Το χαριέστατον τούτο πτηνόν δεν ήτο μόνο διά τον Έλληνα ο πρόδρομος του έαρος, ο άγγελος της χαράς, ο παλαιός οικογενειακός φίλος, αλλ΄ ήτο και το σύνθημα της ενάρξεως των εχθροπραξιών κατά των προαιωνίων εχθρών μας. Διά τούτο η δημοτική ποίησις εξύμνησε την επάνοδον των χελιδόνων περιπαθέστατα, διά τούτο το γλυκύφωνον πτηνόν εθεωρείτο και θεωρείται ως ιερόν, αφήνεται δε ελεύθερον να κτίζη την φωλεάν του είτε εν τοις ναοίς είτε εν ταις οικίαις, χωρίς ποτέ να παρενοχλήται παρ’ ουδενός, διά τούτο ο εν πολέμω πίπτων μαχητής διέταττε τους συμμαχητάς ν’ αφήνωσι θυρίδα ανοικτήν εις τον τάφον του, όπως εκείθεν ελευθέρως εισέρχεται η φίλη χελιδών και αναγγέλη εις τον υπέρ πατρίδος πεσόντα την έλευσιν της ανοίξεως και μετά της ανοίξεως το κελάδημα των κλέφτικων πυροβόλων και την κλαγγήν των εθνικών όπλων. Όλα ταύτα τα γνωρίζεις, φίλτατε Χιώτη, και δεν προσμένεις βεβαίως να μάθης παρ’ εμού. Ηθέλησα μόνον να σου είπω διατί το χελιδόνι μοι ενέπνευσε την ωδήν, την οποία σου αποστέλλω, και διατί, εν ταις σημεριναίς του Έθνους περιστάσεσι, το παρέστησα ως αγγελιαφόρον των εγκαρδίων πόθων μας. Σε ασπάζομαι ολοψύχως Ως αδελφός ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ |