Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)

Μνημόσυνον Μάρκου Φλαμπουριάρου

Τα Χρόνια

Εις ανάμνησιν της 22 Ιουλίου 1861

«Πάρε, παπά, το θυμιατό, φόρεσε πετραχήλι κι έλα μ’ εμέ σιγά σιγά να ρίξομε τρισάγιο. Έκλεισε χρόνος που ’ρθα εδώ, θαλασσοπινιμένος και σὄφερα στην εκκλησιά, θυμάσαι, το παιδί μου. 5 Έρχομαι πάλε να το ιδώ. Δε θέλω ψαλμωδίες… Δε θέλω κόσμου χλαλοή… Οι ξένοι λησμονούνε… Θέλω να μείνω μοναχός… σκοτάδι κι ερημία»…

Και γονατίζει καταγής, στην άφωνη την πλάκα το έρμο μέτωπο χτυπά και τέτοια λόγια ρίχνει:

10 «Παιδί μου, ξύπνα μια στιγμή. Τα γαλανά σου μάτια που ’ταν για μένα ουρανός, που ’ταν για με το φως μου, ξεσφράγισέ τα να τα ιδώ. Πριν σου τα κλείσει ο Χάρος, έτρεξα ο μαύρος, έτρεξα. Ολονυκτίς το κύμα το παρακάλεσα θερμά για με να ζωντανέψει 15 και να με πάρει στον αφρό κι εκειό δε μ’ ελυπήθη. Έφτασα ο δύστυχος αργά, τα ’βρα μισοσβημένα.

»Ξύπνα παιδί μου, δεν ακούς; Χίλιες φωνές τριγύρω αντιβοούν τρομαχτικά… Λες κι είναι συντελεία. Ο κόσμος πὄπεφτε νεκρός κι έλιωνε χαλασμένος, 20 μεμιάς ταράζεται, ξυπνά. Τώρα στα γερατειά του γυρεύει νιότα και ζωή, γυρεύει παλικάρια, κι εγώ, πατέρας ορφανός και ξεθεμελιωμένος, εγώ τί θα του δώσω;»…

Κι ο τάφος έμενε βουβός. Επάνω από την πλάκα 25 φεύγει το δάκρυ εδώ κι εκεί. Καρδιά δεν έχει ο Χάρος. Σβει κι ο παπάς το θυμιατό. Τα λόγια τα στερνά του μες στον καπνό του λιβανιού φωλιάζουνε και φεύγουν. Πού φεύγουν;… πού θα φθάσουνε;… Πατέρ’ ακλούθησέ τα, αν θες μια μέρα το παιδί να βρεις στην αγκαλιά σου. 30 Δε χάνετ’ η σταλαματιά στον κόρφο του πελάου, δε χάνεται κι η προσευχή μες στ’ ουρανού τα βάθη.

«Πάμε, παιδί μου, κι είν’ αργά», λέγει ο παπάς κλαμένος. «Δεν είν’ αυτού παρηγοριά. Στρέψε τα βλέμματά σου από το μνήμα το ψυχρό στον κόσμο που διαβαίνει. 35 Εδώ τη σάρκα τη νεκρή μάς τρώγει το σκουλήκι, κι εκεί μάς βόσκει την ψυχή. Κοίταξε δεν το βλέπεις; Αν είν’ ο θάνατος πικρός, είν’ η ζωή φαρμάκι».

[Βενετία, 11 Ιουλίου 1862] *