Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)
Στιχούργημα Δ΄
Ο κατάδικος *
Έτριζ’ η πύλη της ειρκτής επάνω στους μοχλούς της· πώς ενθυμούμαι τους φρικτούς εκείνους ορυγμούς της. Εμβήκα μέσα κι έκλεισαν οπίσω μου τας θύρας, τας θύρας όπου έκαμαν στον κόσμον τόσας χήρας! 5 Έμειν’ ακίνητος ευθύς και έστρεφα το βλέμμα μήπως χωρίσω κάτι τι στην άβυσσον εκείνην· βαρεία με προσέβαλεν οσμή ως από αίμα· εις μίαν άκραν είδον τι που ομοίαζεν εις κλίνην. Τόσον βαθύς την φυλακήν ζόφος κατασκοτίζει, 10 που λέγεις απ’ τους τοίχους της ότ’ ίσως αναβλύζει. Μέσα εδώ είν’ προ πολλού κλεισμένος ο Ηλίας χωρίς ελπίδος πιθανής καμίας σωτηρίας· ο δεσμοφύλαξ άναψεν ένα ισχνόν κηρίον και τότε υπήγα προς αυτόν έμφοβος και δακρύων· 15 Θεέ μου! πώς σ’ εγνώρισα, ω δυστυχή Ηλία, και πώς σε βλέπω τώρα εδώ! Το πυρ των οφθαλμών του το είχε σβέσει της ειρκτής η άκρα υγρασία. Έχει δεσμά βαρύτατα τριγύρω των ποδών του. Έτρεμ’ εκεί στην κλίνην του και τους οδόντας τρίζει, 20 τόσον το ψύχος το πολύ τα μέλη του κλονίζει. Αν έβλεπες το ένδυμα και το νεκρόν του βλέμμα, τα χείλη κατακόκκινα από πηγμένον αίμα, κι έν κάτι τι που εβρίσκεται πάντοτ’ εις ένα πτώμα, ήθελ’ ειπείς, τον έφαγε του μνήματος το χώμα. 25 Μόλις με είδ’ εκάθισε στον μαύρον κράβατόν του, και με πνιγμένην την φωνήν μού λέγει: «Το γνωρίζω· τον θάνατόν μου έφερες». Και κάμνων τον σταυρόν του κι αναστενάζων έκραξε: «Στο μνήμα τώρα εγγίζω· Θεέ μου, σε ευχαριστώ· συ μ’ ελυπήθης μόνον, 30 αφού στον τάφον μ’ έθεσαν σήμερα ένα χρόνον. »Εγώ είμ’ ήδη ασθενής. Τα χείλη μου τα βλέπεις; Θεώρησέ τα και αλλαχού τα βλέμματα μη τρέπεις· αυτό το αίμα, που επ’ αυτών είν’ ήδη πεπηγμένον, το είδες σ’ άλλον πώποτε εδώ φυλακωμένον; 35 Αχ! μ’ έφαγεν η φυλακή, μ’ έφαγ’ η ερημία! Θαμμένος πάντοτε εδώ ως νυκτερίς στο σκότος άλλος δεν σου είναι σύντροφος, ω δυστυχή Ηλία, παρά αυτών σου των δεσμών ο φρικαλέος κρότος. Τους οφθαλμούς μου ολονυκτώς ποτέ μου δεν τους κλείω, 40 διότι αίμα και χολήν ακαταπαύστως πτύω. »Βλέπεις εκεί στην σκοτεινήν της φυλακής γωνίαν; Ένας σκορπίος έκτισεν εκεί την κατοικίαν. Κάθε εσπέρας ότ’ εγώ το αίμα μου εξέμω και ότε απ’ τον πυρετόν συστρέφομαι και τρέμω, 45 τότε αυτός εξέρχεται από της φωλεάς του, και έρχεται να με ιδεί, με αίμα να γεμίσει. Στα αιματωμένα χείλη μου πολλάκις της ουράς του ησθάνθην τα κεντίσματα. Ίσως να με φιλήσει επιθυμεί ο δυστυχής, διότι εδώ κλεισμένον, 50 τον έχω με το αίμα μου ώς τώρα χορτασμένον. »Ακούεις ποίοι έρχονται εδώ να μ’ ασπασθώσι; Τί βλέπω; Οι δυο σου οφθαλμοί πικρώς δακρυρροώσι. Τα δάκρυά σου φύλαξε, δεν ήνοιξα ακόμα στας άλλας δυστυχίας μου το νεκρικόν μου στόμα. 55 Όταν ακούσεις πώς εδώ την νύκτα ο Ηλίας διάγει έρμος μοναχός στη φυλακής τα βύθη και ποίαι έρχονται σκιαί εν μέσω της σκοτίας να μου πατούν τα ασθενή και ασθμαίνοντά μου στήθη, αχ! τότε πόσα δάκρυα ποταμηδόν θα χύσεις; 60 Ψυχρόν αν είσαι μάρμαρον και πέτρα θα δακρύσεις». Κλείει το στόμα μίαν στιγμήν, κι έπειτ’ αναστενάζει, το βαρυμένον στήθος του ογκούται και κοχλάζει. Φαίνεται ότι ήρχιζαν εις την στιγμήν εκείνην να καταβαίνουν αι σκιαί στην θολεράν του μνήμην. 65 Καθώς εν νέφος σκοτεινόν κοράκων πεινασμένων κρημνίζονται με θόρυβον επάνω των πτωμάτων, μαύρα καθώς τα φάσματα κακούργων κολασμένων τ’ άγρια ρύγχη των κτυπούν, ταράττουν τα πτερά των, ξεθάπτουν και ξεσχίζουσι μετά σκληρών οδόντων 70 τα νεύρα και τα κρέατα σαπρών αποθανόντων. Οι οφθαλμοί του έγιναν σκληροί και αιματώδεις, ομοίαζον εις δυο πληγάς βαθείας, τερατώδεις, οπού ανοίγει ξίφος τι πλατύ φαρμακευμένον. Αφού τον είδα τρέμοντα και τόσον ταραγμένον, 75 ηθέλησα μιαν στιγμήν να τον καθησυχάσω, κι εκείνος εις τους λόγους μου ιδού πώς μ’ απεκρίθη: «Αν ό,τι έχω εδώ στον νουν να σε το είπω, φθάσω και αν όσα σε διηγηθώ δεν σε φανώσι μύθοι, προσπάθησε, αν ημπορείς, και συ να μη δακρύσεις, 80 προσπάθησε, αν ημπορείς, να με παρηγορήσεις. »Στου τάφου μου τα σκοτεινά τα σπλάχνα εδώ χωμένος προχθές το μεσονύκτιον ήμην εξαπλωμένος εις τον ξηρόν μου κράβατον, εις την στερνήν μου κλίνην. Αχ! τρέμω ενθυμούμενος την ώραν μου εκείνην! 85 Μακρόθεν οι αλέκτορες ήρχισαν να φωνώσι και τας φωνάς των άγρυπνος μόνος μου αριθμούσα. Κάθε φωνήν που ήκουα σκληρώς να παραιτώσι ως μίαν πληγήν εις την καρδιάν τρέμων την εμετρούσα. Εδώ μ’ αυτήν την χλαίναν μου όλος τετυλιγμένος 90 τους οφθαλμούς μου έκλεια ως να ’μην κοιμισμένος. »Κρυφά, κρυφά τα βλέμματα έριπτα στην θυρίδα κι εκοίταζα τον λύχνον μου, την μόνην μου ελπίδα. Κι ενώ εκοίταζα εκεί κρύος καθώς το χώμα, μ’ εφάνη εις την θυρίδα μου ένα πυρώδες στόμα 95 οπού εφύσα κι ήθελε τον λύχνον μου να σβήσει. Στα πράσινα τα χείλη του έβλεπα κρεμασμένους τους σκώληκας του μνήματος που είχε παραιτήσει· τους μιαρούς οδόντας του, όλους σεσαπρωμένους, τους έρριπτεν επάνω μου με κάθε φύσημά του. 100 Εσβέσθη ο λύχνος κι έμεινε μόνον το κάπνισμά του. »Εκοίταζα μίαν στιγμήν τον λύχνον εσβεσμένον και τον καπνόν που ανέβαινε με βλέμμα τρομασμένον. Έτριζαν έξω κεραυνοί, έτριζ’ η φυλακή μου, ενόμιζα ότ’ έφθασεν η ώρα η στερνή μου! 105 Τριγύρω μου δεν έβλεπα παρά βαθύ το σκότος και μες στο σκότος έλαμπον φασμάτων λεγεώνες. Δεν ήτον ό,τι ήκουα των κεραυνών ο κρότος, ούτε ανέμων φύσημα, ούτε βροχής σταγόνες. Αλλ’ ήτο μείγμα τρομερόν ήχων συγκεχυμένων, 110 και λόγοι ακατάληπτοι στομάτων νεκρωμένων. "Ξύπνα", μου εφώναζαν πολλοί, "εγέρθητι, Ηλία", και με εμάστιζαν σκληρά με ράβδους και σχοινία. Εστράφην και εκοίταξα και είδον πόσα πλήθη σκιών εκαταβάρυναν τα ασθμαίνοντά μου στήθη. 115 Φέρουν τινές εις τον λαιμόν ακόμη κρεμασμένον τον βρόγχον που τους έπνιξεν· οι μαύροι οφθαλμοί των από έν νεύρον κρέμονται λεπτόν και σαπημένον, το στόμα των είν’ ανοικτόν, πνιγμένη η φωνή των. Στα τανυσμένα μέλη των εφαίνοντο ακόμη 120 του τρομερού θανάτου των και οι σπασμοί κι οι τρόμοι. "Αφήτε με, σκληραί σκιαί, αφήτε με ακόμα", εις μάτην τους εκραύγαζε το νεκρικόν μου στόμα. "Αφήτε με, το στήθος μου ακόμη αναπνέει, ο άγρυπνός μου οφθαλμός, κοιτάξτε, ακόμη κλαίει". 125 Ήσαν κωφαί… δεν μ’ ήκουαν… Το χώμα των μνημάτων είχε σφραγίσει των σκιών εκείνων τα ωτία. Θεέ μου, πώς μ’ εφλόγιζαν σκληρά τα βλέμματά των! Πώς των καυμένων σπλάχνων των μ’ έπνιγ’ η δυσωδία! Τοιουτοτρόπως έζησα ώς την αυγήν εκείνην· 130 τότε μ’ αφήκαν αι σκιαί στην έρημήν μου κλίνην». ✳
Έτριζε πάλιν της ειρκτής η τρομερά η θύρα στου κρύου δεσμοφύλακος την ρωμαλέαν χείρα. Μόλις εμβήκα ήκουσα εις την μικράν θυρίδα τον δυστυχή να μας ζητεί ύδατος μιαν ρανίδα. 135 Η γλώσσα του ήτο ξηρά, ο λάρυγξ του καυμένος, και μολοντούτο ο ιδρώς ρέει στο μέτωπόν του. Ο δυστυχής κατάδικος τόσ’ ήτον διψασμένος, ώστ’ έγλειφε τα δάκρυα των μαύρων οφθαλμών του, και επροσπάθει να τα πιει. Η δίψα του θανάτου 140 ήτον εκείνη που έτρωγε τον μαύρον λάρυγγά του. ✳
Και μίαν αυγήν, πρωί πρωί, δεν έφεγγεν ακόμα κι εις ένα ξύλον κρέμεται έν παγωμένον πτώμα. Το εκινούσε ο άνεμος και όταν το εκινούσε, ήκουε τις μονότονα να τρίζει το σχοινίον, 145 νομίζεις ότι ο νεκρός τον χρόνον εμετρούσε. Το τέκνον του ανήλικον και τρυφερόν παιδίον, πικρά εθρήνει κι ήθελε να ασπασθεί το πτώμα· αλλ’ αχ! το παίρνει ο άνεμος απ’ το μικρόν του στόμα. ✳
Μακράν εκεί παράμερα σιωπηλά τον θάπτουν 150 και ούτε καν εις σάβανον το πτώμα του δεν ράπτουν… Ο λίβανος στο μνήμα του ποτέ δεν θα καπνίσει, δε θα φυτρώσει επάνω του κυπάρισσος μεγάλη με την βαρείαν την σκιάν ποτέ να τον δροσίσει. Θέλει τον δέρνει ο άνεμος, βροχή κι ανεμοζάλη, 155 άγρια χόρτα κι ερπετά το μνήμα του θα εκβάζει και σύντροφός του μία γλαυξ επάνω του θα κράζει. |