Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)
Στιχούργημα Γ΄
Ο Λευκάτας
Τα θολωμένα κύματα οι άνεμοι ξεσχίζουν, οι κεραυνοί γογγύζουσι και σβήνονται και τρίβουν, * ο νεφελώδης ουρανός την φύσιν όλην θάπτει· και μ’ όλον τούτο τ’ είν’ εκεί που φαίνετ’ ότε αστράπτει; 5 Δεν είναι τάχα οι αφροί κυμάτων οργισμένων κατά σκοπέλων και πετρών σκληρώς συντριβομένων; Είν’ ο Λευκάτας κάτασπρος από τα γηρατεία, είν’ ο Λευκάτας σοβαρός ως είν’ η ερημία. Εις τα γυμνά τα στήθη του το φως αντανακλάται 10 της αστραπής, αλλά αυτός νεκρός ήδη κοιμάται. Τα κύματα συντρίβονται, γογγύζουν αφρισμένα, απ’ τα ξηρά του τα πλευρά φεύγουσι συντριμμένα, φέροντα πάντοτε μαζί την κόνιν των οστών του, και ο Λευκάτας ούτε καν ταράττει τον λαιμόν του. 15 Στο φαλακρόν του μέτωπον αι χείρες των αιώνων την ιστορίαν έγραψαν αναριθμήτων χρόνων. Αλλά το ύδωρ των ναών, * η μαύρη τρικυμία, αι χάλαζαι και η χιών, η άσπλαχνος δουλεία την κυρτωμένην ράχιν του ήρχισαν να ραπίζουν 20 και με ρυτίδας και πληγάς σκληρώς να στιγματίζουν το κατηφές του μέτωπον. Εσβέσθη η πνοή του· το ιερόν του έπεσεν· έκλιν’ η κεφαλή του. Πώς; δεν εκάθησ’ επί σου ο Ζευς ερωτευμένος με τας φλογώδεις του αετού πτέρυγας ενδυμένος; 25 Και τώρα, τώρα επάνω σου κάθηνται τυλιγμένοι ποιμένες εις τας χλαίνας των, πτωχοί και πεινασμένοι. Την πολιάν δεν έστρεψαν άλλοτε κορυφήν σου πολίχνη και ναός θεού; και τώρα εις την γην σου τί άλλο παρά σκόπελοι φαίνονται και θαμνίσκοι; 30 Λοιπόν κι η δόξα είναι θνητή, κι η δόξα αποθνήσκει! Ο ναύτης όταν έπλεε στα μαύρα κύματά σου, μόλις σε έβλεπε μακράν στ’ αχόρταγα νερά σου, επρόσφερε γονυπετής δεήσεις και θυσίαν και συ σκληρός σ’ ανταμοιβήν έπεμπες τρικυμίαν. * 35 Τώρα επέρασ’ ο καιρός, ο ναύτης δεν τρομάζει, κι όταν περνά πλησίον σου σχεδόν δεν σε κοιτάζει. Ματαίως συ ταράττεσαι, θολώνεσαι, αφρίζεις, ματαίως τον αιθέρα σου ταράττεις και σκοτίζεις τα κύματά σου θολερά, ψυχρά και πεινασμένα 40 επάνω σου κρημνίζονται, σε τρώγουν λυσσασμένα. Ο ναύτης φεύγων μειδιά, δεν σε τρομάζει πλέον, γνωρίζει ότ’ εγήρασεν ο άγριος ο λέων. Ότ’ η ποιήτρια Σαπφώ έπεσε προ ποδών σου, από συμπάθειαν και συ έκλινες τον λαιμόν σου, 45 και έκτοτε εφύλαξες το μέτωπον σκυμμένον, * τα ύδατά σου θεωρών με όμμα δακρυσμένον, τα ύδατά σου τα σκληρά, που ίσως οργισμένα γλείφουν ακόμη με χαράν οστά ερωτευμένα. Αχ, τώρα πλέον δεν πατεί κανείς τα χώματά σου, 50 κανείς πλέον δεν σέβεται τα ιερά νερά σου. Στην κορυφήν σου, όπ’ άλλοτε ηκούοντο γλυκείαι των ιερέων σου αι φωναί, περιστεραί αγρίαι ενίοτε ακούονται να κλαίουσι, να τρίζουν. Λευκάτα! ώς και τα πτηνά στον τάφο σου γογγύζουν! 55 Κοιμήσου τώρα ήσυχος· ίσως θα έλθει η ώρα αγέρωχος να υψωθεί η δυστυχής σου χώρα· κι αντί ν’ ακούσεις τους κλαυθμούς περιστεράς αγρίας, ίσως θ’ ακούσεις άσματα, φωνάς ελευθερίας. |