Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ελληνόγλωσσο έργο του |
Διονύσιος Σολωμός (1798-1857)
[Το ξεμυστήρευμα]
[20] |
Αφού έπαυσε η Μαρία να τραγουδήσει επιστρέφει ο Λάμπρος από τη λίμνη όπου είχε καταποντισθεί η θυγατέρα τους. Η Μαρία τού λέγει:* |
Λάμπρε, δεν εστοχαζόμουν να έρθεις τόσο γλήγορα· εγώ ετραγουδούσα· αλλά τί έχεις; * |
Η μιλιά σου βραχνή, θαμπό το βλέμμα κι έχεις θωριά σαν να μην είχες αίμα. |
Ο Λάμπρος, δίχως να προφέρει λόγο, της ρίχνει την πλεξίδα, και εκείνη παίρνοντάς της από χάμου «Α!» φωνάζει. «Τι; την ηύρες απεθαμένη εις εκείνη την ερμιά τη θυγατέρα μας; Ή της είδες να της κυματίζει εις το λαιμό τούτη η πλεξίδα, ενώ σου άπλωνε το χέρι ψωμοζητώντας; Της είδες το σταυρό εις την παλάμη; |
»Α! μά τη σημερνή, πες μου τα όλα.» |
Και ο Λάμπρος:
|
«Συφορά και μαυρίλα! Άκου τρομάρα που του ανθρώπου η ψυχή δεν απομένει· ω! του Θεού μ’ εχτύπησε η κατάρα 5 σ’ έναν τρόπο!» Και μία στιγμή σωπαίνει· κι έπειτα αργά, και με φωνής τρομάρα, «άκου» πάλι της λέει, «δυστυχισμένη, πράμα φριχτό που κανενού δεν το ’πα· να σου το πω;» Κι εκείνη τού λέει: «Σώπα.» |
Αλλά ο Λάμπρος τής φανερώνει ότι είχε κάμει, χωρίς να τη γνωρίζει, γυναίκα την εδική του κόρη. Τότε μένουν άφωνοι και οι δύο· τέλος τους ετάραξε ο ήχος των σημάντρων, επειδή χαράζει η ημέρα της Λαμπρής· και τότε εσίμωσαν τα χείλη να δώσουν το φιλί του Πάσχα, και δεν το έδωσαν. |
___
|
στ. 1-2 |
Θαμπογυρίζει εδώ κι εκεί το βλέμμα
και την όψη θωρώ σαν δίχως αίμα |
στ. 3 |
Μίλειε, Λάμπρε, και πες μου ό,τι κι αν είναι. |
στ. 6 |
Α! του Θεού μ’ επλάκωσε η κατάρα |