Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ελληνόγλωσσο έργο του |
Διονύσιος Σολωμός (1798-1857)
Η τρελή μάνα
[ή]
Το κοιμητήριο
ΤΡΑΓΟΥΔΙ |
[19]1 Τώρα που η ξάστερη νύχτα μονάχους μας ηύρε απάντεχα, και εκεί στους βράχους 5 σχίζεται η θάλασσα σιγαλινά. 2
Τώρα που ανοίγεται κάθε καρδία στη λύπη, ακούσετε 10 μίαν ιστορία, που την αισθάνονται τα σωθικά. 3
Σε κοιμητήριο είναι στημένα 15 δύο κυπαρίσσια αδελφωμένα που πρασινίζουνε μες στους σταυρούς. 4
Όταν μεσάνυχτα 20 καταβουίζουν οι ανέμοι, αν τα ’βλεπες πώς κυματίζουν, έλεες πως κράζουνε τους ζωντανούς. 5
25 Δύο αδέλφια δύστυχα κοιμούνται κάτου τον ανεξύπνητον ύπνον θανάτου, κι έχασε η μάνα τους 30 τα λογικά. 6
Τα μαύρα! επαίζανε εκεί όπου στέκει ο πύργος, κι έπεσε τ’ αστροπελέκι, 35 κι άψυχα τ’ άφησε τα θλιβερά. 7
Ροδοστεφάνωτα, ασπροεντυμένα, τα κατεβάσανε 40 αγκαλιασμένα μέσα εις την ύστερη αλησμονιά. 8
Δεν άκουες βάβισμα χαμένου σκύλου· 45 πουλιού δεν άκουες λάλημα, ή χείλου, ή κλωνοφλίφλισμα να πνέει τερπνά. 9
Νερομουρμούρισμα 50 οπού αναβρύζει και τσ’ επιτύμβιες πέτρες δροσίζει μόλις αντίσκοβε τη σιγαλιά. 10
55 Θανής δεν έμνεσκαν άλλα σημεία πάρεξ του λίβανου η μυρωδία οπού εχυνότουνε 60 στην ερημιά. |
(Η δύστυχη μητέρα έρχεται εκεί τρέχοντας) * |
11
Στέκει, μυρίζεται εις τον αέρα, και συλλογίζεται —μαύρη μητέρα!— 65 σαν κάτι να ’θελε να θυμηθεί. 12
Στον τοίχο σύρριζα σκύφτει, κοιτάει, γλυκολυπούμενη 70 χαμογελάει κατά τα εντάφια χόρτα πικρά. 13
Κατά τα σύγνεφα, κατά τ’ αστέρια, 75 τρεμομανιάζοντας ρίχτει τα χέρια, και κλαίει και ρυάζεται τρομαχτικά. 14
Της πέφτουν έπειτα, 80 και ληθαργίζει, και πάλε αρχίναε να τριγυρίζει το περιτείχισμα πασπατευτά. 15
85 Γύριζε, γύριζε, τέλος εμπαίνει στο σημαντρήριο και τ’ ανεβαίνει τα ίχνη αλλάζοντας 90 σπουδαχτικά. 16
Ήτον στην άλαλη τη μοναξία στρογγυλοφέγγαρη φωτοχυσία, 95 σαν τη λαμπρόπλαστη πρωτονυχτιά· 17
όμως η δύστυχη, ξεφρενωμένη, κοιτάζει ολόγυρα 100 τετρομασμένη, πράχνει τα σήμαντρα, κράζει σφιχτά. 18
«Γλήγορα ας φύγουνε απ’ τα λαγκάδια 105 κεια τα φριχτότατα πυκνά σκοτάδια· αχ! με πλακώνουνε μες στην καρδιά. 19
»Γλήγορα ας φύγουνε, 110 δεν τα πομένω, μοιάζουνε, μοιάζουνε με το σχισμένο ρούχο που σκέπασε τα δύο παιδιά.» 20
115 τα σήμαντρατης εκκλησίας, οι αντίλαλοιτης ερημίας αποκρινόντανε 120 φριχτά φριχτά. 21
«Από την έρημη Αναφωνήτρα, που ’ναι εις τους δύστυχους παρηγορήτρα, 125 είχαν δυο ξέμετρα τα δυο παιδιά· 22
»τα ’χω στον κόρφο μου και τα φυλάω· με αυτά τα ξέμετρα 130 θε να μετράω τα δυο τους μνήματα καθημερνά.» 23
τα σήμαντρατης εκκλησίας, 135 οι αντίλαλοιτης ερημίας αποκρινόντανε φριχτά, φριχτά. 24
«Βραχνό το ψάλσιμο· 140 τα κεριά αχνίζουν· του νεκροκρέβατου τα ξύλα τρίζουν· αργά τα σήμαντρα και τρομερά. 25
145 «Ναι, ναι, απεθάνανε· μέσα στο σκότο τα κατεβάσανε —ακούω τον κρότο— τα κατεβάσανε 150 βαθιά, βαθιά.» 26
τα σήμαντρατης εκκλησίας οι αντίλαλοιτης ερημίας 155 αποκρινόντανε φριχτά φριχτά. 27
«Γιατί τινάζετε πάνω τους χώματα; Μη, μη σκεπάζετε 160 τα μικρά σώματα που αποκοιμήθηκαν γλυκά, γλυκά. 28
»Αύριο θα κόψουμε κάτι λουλούδια, 165 αύριο θα ψάλουμε κάτι τραγούδια, εις την πολύανθη Πρωτομαγιά.» 29
τα σήμαντρα170 της εκκλησίας, οι αντίλαλοιτης ερημίας αποκρινόντανε φριχτά φριχτά· 30
175 παράδερνεμε τα γλωσσίδια, κι εματαρχίναε, κι έλεε τα ίδια, ώς οπού εβράχνιασε 180 θανατερά. * * *
31
Νά, που δροσόβολη αύρα ξυπνάει και ψιθυρίζοντας μοσχοβολάει 185 από τα αρώματα τα αυγερινά· 32
στα φύλλα επέρναε και της καρδίας, σαν τα κινήματα 190 της φαντασίας, που ζωγραφίζουνε την ευτυχιά· 33
εκείν’ η δύστυχη τραβάει την άχνα, 195 βαθιά τα αισθάνθηκε μέσα στα σπλάχνα αχ! κι εκατέβηκε στην ερημιά. * * *
34
Με λύπη εγκάρδια 200 εθεωρούσε όλα τα μνήματα και τα μετρούσε με τ’ αργό κίνημα της κεφαλής. * * *
|
___ |
στ. 29-30
|
κι έμεινε η μάνα τους
στη συφορά. |
στ. 36 |
ελεεινά. |
στροφή 7 |
Κατόπι αυτής της στροφής ευρίσκεται σβημένη η εξής:* |
Σιωπή τα σήμαντρα
οπού τα κλάψαν, σιωπή τα σύνεργα οπού τα θάψαν, σιωπή τα ψάλματα τα λυπηρά. |
στροφή 14 |
Νά μπει, αλλά μάταια—
πισθοδρομίζει, και παίρνει απέξωθε, και τριγυρίζει το περιτείχισμα πασπατευτά. |
στροφή 17 |
στ. 97-98 |
Και αυτή από λύπηση
Τετυφλωμένη |
στροφή 24 |
Βραχνό το ψάλσιμο
του καλογήρου, αχνά τα εντάφια κεριά τριγύρου· αργά τα σήμαντρα και τρομερά. |