Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

[Υπόθεση *]

Ο Λάμπρος απάτησε τη Μαρία, δεκαπέντε χρονών κόρη, τάζοντάς της να τη στεφανωθεί, κι έλαβε μ’ αυτή τέσσερα τέκνα, μία θυγατέρα και τρία αρσενικά, και τα έριξε εις ορφανοτροφείο. Δεκαπέντε χρόνοι είχαν περάσει, κι εζούσε η Μαρία εις το σπίτι του Λάμπρου αστεφάνωτη, και την εμάραινε η ατιμία της και, ακοίμητη μέριμνα, η άγνωστη τύχη των παιδιών της. Εις αυτό εφαίνετο αδιάφορος ο Λάμπρος και αναίσθητος εις τον πόνο της δυστυχισμένης μητρός· και εις εκείνες τες ημέρες, τούτος ο κακοήθης αλλά μεγαλόψυχος άνδρας, ενωμένος με τους Έλληνες επολεμούσε τον Αλή Πασά, παρακινούμενος και από τα δίκαια των Ελλήνων και από την επιθυμία να εκδικήσει τον θάνατο ενός ιερομονάχου, αδελφού της Μαρίας, τον οποίον είχε κάψει ζωντανόν ο τύραννος της Ηπείρου. (Εδώθεν ο ποιητής ελάβαινε αφορμή —είτε επεισοδικώς είτε αλλέως αγνοώ— να παραστήσει τον άγιον άνδρα, οπού μέσα εις το μαρτύριο έβλεπε θεία οράματα κι επροφήτευε την αναγέννηση της Ελλάδας). Εις το στρατόπεδο, όπου ήταν ο Λάμπρος, κι ενώ αυτός με τη φυσική δύναμη του λόγου του ενθουσίαζε τους συντρόφους του, παρουσιάζεται ένας νέος Τούρκος, και τους ειδοποιεί ότι οι Τούρκοι ετοιμάζονται, εις έναν διορισμένον καιρό και τόπο να τους στήσουν καρτέρι για να τους καταστρέψουν. Μετά ταύτα ο νέος δείχνει ότι κάτι άλλο έχει να φανερώσει μυστικά του Λάμπρου, του οποίου μιλεί άφοβα, επειδή εκείνος τον εφύλαξε από την οργή των άλλων πολεμιστάδων όταν επαρουσιάσθηκε εις το στρατόπεδο· του ξεσκεπάζεται ότι είναι κόρη και ότι εμίσησε τους ομογενείς της αφού τους είδε να θυσιάσουν μία Χριστιανή φιλενάδα της, αγάπησε τους Χριστιανούς μόλις είδε πόσον ήσυχα εκείνη η νέα επήγαινε εις τον θάνατο, και ενθυμούμενη πόσα αυτή τής έλεγε για τη δύναμη του Σταυρού, παρακαλεί τον Λάμπρο, για το καλό που τους έκαμε εκείνη την ημέρα, να τη βαφτίσει. Η ωραιότης της κόρης και η ευαισθησία της εμπνέουν του Λάμπρου σφοδρότατον έρωτα· και γλήγορα κατορθώνει να πλανέσει το αδύνατο και αισθαντικό κοράσι, καθώς είχε απατήσει πολλές άλλες η μαγευτική χάρη του τρόπου και της ομιλίας του. Ποτέ όμως, μέσα εις καμίαν άλλη αγκαλιά, δεν είχε αισθανθεί ο Λάμπρος τόσο βαθιά να ταραχθεί η συνείδησή του· και μίαν ημέρα, ενώ εκοίταζε τα χαριτωμένα κινήματα της κόρης οπού εμιλούσε, ξανοίγει εις τη δεξιά της παλάμη αιματώδη σταυρό, και εις το λαιμό της πλεξίδα, τα ίδια γνωρίσματα τα οποία είχε κάμει της θυγατρός της η Μαρία, όταν αυτός έμελλε να την αρπάξει για πάντα από την μητρική αγκάλη. Σέρνει ο Λάμπρος φωνή φρίκης, και η δυστυχισμένη νέα από το στόμα του πατρός της μαθαίνει την ανέκφραστη συμφορά της. Ευρίσκεται ο Λάμπρος μόνος με τη θυγατέρα του εις μία βάρκα εις τη μέση της λίμνης· είναι φεγγάρι· αυτή, καθισμένη εις την πρύμνη, μακριά από τον πατέρα της, μη λάχει και τον εγγίξει, και με ξέπλεκα τα μαλλιά αφημένα εις το πρόσωπό της, να φυλαχθεί από το φως, όλη μαζωμένη μελετάει τη συμφορά της. Λάμνει ο Λάμπρος και δεν την κοιτάζει· έξαφνα ακούει βρόντο· γυρίζει· — η κόρη ερίχθηκε εις τη λίμνη. Θα πάει να τη γλιτώσει; ή, καλύτερα, θα την αφήσει; Ενίκησε εις την ψυχή του το δεύτερο. Απομακραίνεται με βία, να εβγεί από τη λίμνη οπού σκεπάζει το κορμί της θυγατρός του. Εις αυτή την ίδια νυχτιά, παραμονή του Πάσχα, η Μαρία, της οποίας ήταν άγνωστα τα πάντα, έστεκε μονάχη εις το παραθύρι περιμένοντας τον Λάμπρο, και μ’ όλον ότι εκόντευε να ξημερώσει η Λαμπρή, όμως αυτή ετραγουδούσε λυπητερά τραγούδια. Φθάνει εκείνος και την ξαφνίζει με την τρομασμένην όψη του· και στενεμένος από τες ερώτησες της γυναικός, ζαλισμένος από τον τρόμο, της ξεμυστηρεύεται ό,τι του συνέβηκε. Το εσπέρας της Λαμπρής η δυστυχής Μαρία δέεται με συντριβή καρδίας και με άκρα ταπείνωση· ο Λάμπρος ευρισκόμενος εις την εκκλησία, όπου είχε προσφύγει να εύρει παρηγορία εις την απελπισία του, απιστεί τέλος πάντων εις τη δύναμη της μετάνοιας, και ενώ προσπαθεί να πνίξει, καθώς είχε κάμει πάντοτε, τη φωνή της συνείδησης και να φύγει από την εκκλησία, ιδού, η Θεία Δίκη του στέλνει από το μνήμα τα τρία αρσενικά παιδιά του οπού τον κυνηγούν και δεν τον αφήνουν να φύγει από τον ναό του Θεού πριν του φιλήσουν στανικώς το στόμα. Της Μαρίας επάρθη ο νους, αδύνατος να υπομείνει το βάρος τόσης συμφοράς· και εις την τρέλα της η δύστυχη, μεταξύ εις τ’ άλλα, ζητάει να στεφανωθεί με τον Λάμπρο· και τούτος για να την ησυχάσει διορίζει να ετοιμασθεί τάχα ο γάμος. Ο Λάμπρος απελπισμένος γκρεμίζεται από ένα βράχο και πέφτει εκεί όπου είχε καταποντισθεί η θυγατέρα του. Τέλος αυτού φθάνει και η Μαρία, τρελή, θαρρώντας ότι τα βάθη της λίμνης, όπου μέσα έβλεπε απαράλλακτα τον ουρανό, τα δέντρα και την πρασινάδα, ήταν άλλος κόσμος, και ελπίζοντας να ζήσει εις εκείνον ησυχότερα, ρίχνεται με χαρά εκεί μέσα και πνίγεται.