ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
- Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης: Συζητήσεις για τη διαμόρφωση εθνικής γλώσσας στους κόλπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού (2007)
- Κατάλογος συνδέσμων
ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
- Κιτρομηλίδης, Π.Μ. 2000. Γλωσσικός αρχαϊσμός και φιλοσοφική ανανέωση. (σελ. 222-223)
- Κιτρομηλίδης, Π.Μ. 2000. Γλωσσικός αρχαϊσμός και φιλοσοφική ανανέωση. (σελ. 223)
- Κιτρομηλίδης, Π. 2000. Νεοελληνικός Διαφωτισμός: Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες. (σελ. 61-63)
- Κιτρομηλίδης, Π. 2000. Νεοελληνικός Διαφωτισμός: Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες (σελ. 61-63)
- Κιτρομηλίδης Π. 2004. Νεοελληνικός Διαφωτισμός: Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες (σελ. 205-208)
- Κιτρομηλίδης Π. 2004. Εισαγωγή στο Ιώσηπος Μοισιόδαξ: Οι συντεταγμένες της βαλκανικής σκέψης τον 18ο αιώνα (σελ. κθ΄-λβ΄)
- Κιτρομηλίδης, Π. 2000. Νεοελληνικός Διαφωτισμός: Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες (σελ. 152-154)
- Κιτρομηλίδης, Π. 2000. Νεοελληνικός Διαφωτισμός: Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες (σελ. 112-113)
- Κιτρομηλίδης, Π. 2000. Νεοελληνικός Διαφωτισμός: Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες (σελ. 387-398)
- Κιτρομηλίδης, Π. 2000. Νεοελληνικός Διαφωτισμός: Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες (σελ. 398-399 και 400-402)
- Κιτρομηλίδης, Π. 2000. Νεοελληνικός Διαφωτισμός: Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες (σελ. 399-400)
- Κιτρομηλίδης, Π. 2000. Νεοελληνικός Διαφωτισμός: Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες (σελ.
398-399 και 400-402) - Κιτρομηλίδης, Π. 2000. Νεοελληνικός Διαφωτισμός: Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες (σελ. 444-446)
Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας
Συζητήσεις για τη διαμόρφωση εθνικής γλώσσας στους κόλπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού
Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης (2007)
Κιτρομηλίδης, Π. 2000. Νεοελληνικός Διαφωτισμός: Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες
3η έκδ. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σελ. 61-63. © Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής ΤραπέζηςΜια άλλη πηγή εσωτερικής έντασης στη σκέψη του Βούλγαρη αποτελούσε η στάση του στο γλωσσικό ζήτημα. Το πρόβλημα της γλώσσας της ελληνικής παιδευτικής αναμόρφωσης αποτελούσε ένα από τα αμφιλεγόμενα ζητήματα που αντιμετώπιζε το κίνημα του Διαφωτισμού. Η καταγωγή του γλωσσικού ζητήματος μπορεί να αναζητηθεί στη διγλωσσία που είχε εμφανισθεί ήδη στα βυζαντινά χρόνια. Η επίσημη γλώσσα του κράτους, της Εκκλησίας και της λόγιας πνευματικής ζωής, μετά τον γλωσσικό και εθνικό εξελληνισμό της αυτοκρατορίας, παρέμεινε προσκολλημένη στη χρήση της αττικής ελληνικής, μακριά από τη μεταβαλλόμενη γλώσσα του λαού, στην οποία είχε επικρατήσει η χρήση του νεοελληνικού ιδιώματος, ήδη από τον δέκατο αιώνα. Το νέο ιδίωμα ήταν η γλώσσα της δημώδους επικής ποίησης και της αφηγηματικής λογοτεχνίας της υστεροβυζαντινής περιόδου. Η προτίμηση για την αττική διάλεκτο, ωστόσο, ήταν το σημείο όπου τέμνονταν οι απόψεις των φορέων των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων την εποχή της Άλωσης. Η αρχαία ελληνική εξακολούθησε να παραμένει η επίσημη γλώσσα της Εκκλησίας μετά την Άλωση και πρόσφερε επίσης το γλωσσικό όργανο της κορυδαλικής φιλοσοφίας. Οι πρώτοι Φαναριώτες ήταν εκ πεποιθήσεως αρχαϊστές. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος στα συγγράμματα και στις επιστολές του χρησιμοποιούσε την αρχαία ελληνική και προέτρεπε τους γιους του να τελειοποιήσουν τη γνώση τους της αρχαίας γλώσσας. Ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος παρέμεινε πιστός στο παράδειγμα του πατέρα του και χρησιμοποίησε την αρχαία γλώσσα ακόμη και για να αποτιμήσει θετικά τη σύγχρονη σκέψη στο έργο του Φιλοθέου Πάρεργα.
Τη μόνη εξαίρεση σ'αυτή τη γενικευμένη χρήση της αρχαίας ελληνικής στους ηγετικούς κύκλους του γένους αποτελούσε η αξιοπρόσεκτη παράδοση της εκκλησιαστικής ρητορικής, η οποία χρησιμοποιούσε απλοποιημένη αλλά εύχυμη γλώσσα, κατανοητή από τον λαό. Σε μεγάλο βαθμό η επιλογή αυτή υπαγορεύθηκε από την πρόκληση της καθολικής προπαγάνδας που χρησιμοποιούσε πάντοτε το λαϊκό ιδίωμα, με σκοπό να κάνει το κήρυγμά της πιο αποτελεσματικό. Η χρήση της δημώδους ελληνικής αποτελούσε μια από τις πιο εποικοδομητικές όψεις του θρησκευτικού ουμανισμού, μεταξύ των εκπροσώπων του οποίου συγκαταλέγονταν μερικοί από τους πιο διακεκριμένους και μορφωμένους ορθόδοξους Έλληνες κληρικούς. Το ρεύμα αυτό ξεκίνησε από τα τέλη του δέκατου έκτου αιώνα και έφτασε στην κορύφωσή του στη γεμάτη χάρη ευγλωττία του Ηλία Μηνιάτη, στο μεταίχμιο μεταξύ του δέκατου έβδομου και δέκατου όγδοου αιώνα. Ο Βούλγαρης, ο οποίος έδωσε στον ορισμό της παράδοσης του θρησκευτικού ανθρωπισμού τη μεγαλύτερη δυνατή ευρύτητα και οδήγησε την παράδοση αυτή στην αποδοχή του Διαφωτισμού, κατά περίεργο τρόπο υπαναχώρησε στο γλωσσικό ζήτημα. Πίστευε ότι η νεότερη δημώδης γλώσσα δεν είχε καλλιεργηθεί αρκετά ώστε να μπορέσει να εκφράσει τα υψηλά νοήματα της φιλοσοφίας. Γι' αυτό διακηρύσσει στη Λογική «εκσυρικτέον άρα τα χυδαϊστί φιλοσοφείν επαγγελλόμενα βιβλιδάρια». Με τη στάση του αυτή ο Βούλγαρης οπωσδήποτε οπισθοδρομούσε σε σύγκριση με τις θέσεις του Κατήφορου και ιδιαίτερα του Δαμοδού. Η επιμονή του στη χρήση της αρχαίας ελληνικής στη φιλοσοφία ήταν ίσως επηρεασμένη και από το παράδειγμα του Wolff, ο οποίος χρησιμοποιούσε τη λατινική στη συγγραφή των έργων του.
Τα επιχειρήματα του Wolff για τις απαιτήσεις της ακριβολογίας στη γλώσσα της φιλοσοφίας, οι οποίες έκαναν αναγκαία τη διατήρηση ορισμένων όρων και γλωσσικών ιδιοτυπιών της αρχαίας φιλοσοφίας, είναι πιθανό να επηρέασαν τον Βούλγαρη στην επιλογή του αρχαϊσμού. Αλλά, ενώ βρήκε αυτό το μεθοδολογικό επιχείρημα για να στηρίξει τον αρχαϊσμό του, ο Βούλγαρης αγνόησε την προειδοποίηση του Wolff, ότι ο μόνος στόχος του φιλοσοφικού ύφους ήταν να κάνει σαφείς τις έννοιες του φιλοσόφου στο νου των άλλων. Με την εκζήτηση του τεχνητού γλωσσικού αρχαϊσμού ο Ευγένιος δεν κατάφερε να επιτύχει τη σαφήνεια που απαιτεί το γνήσιο φιλοσοφικό ύφος. Η στάση του στο γλωσσικό ζήτημα προσέδωσε στον Διαφωτισμό του Βούλγαρη έναν ιδιότυπο αριστοκρατικό χαρακτήρα, για τον οποίο έμελλε αργότερα να επικριθεί αυστηρά από τους διαδόχους του στην ηγεσία του ελληνικού Διαφωτισμού.