ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
- Thomason, S. G. 2001. Language Contact: An Introduction.
- Beekes, R. S. P. 2004. Εισαγωγή στη συγκριτική ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία (σελ. 103-104, 107-108)
- Beekes, R. S. P. 2004. Εισαγωγή στη συγκριτική ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία (σελ. 105-106)
- Beekes, R. S. P. 2004. Εισαγωγή στη συγκριτική ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία (σελ. 150-151, 152, 155)
- Beekes, R. S. P. 2004, Εισαγωγή στη συγκριτική ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία (σελ. 126-130)
- Beekes, R. S. P. 2004, Εισαγωγή στη συγκριτική ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία (σελ. 142-144)
- Beekes, R. S. P. 2004, Εισαγωγή στη συγκριτική ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία (σελ. 144-149. )
- Clackson, J. 2001. Η διαμόρφωση της ελληνικής γλώσσας. Στο Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα
Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας
Γλωσσική αλλαγή: Η ιστορική εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας
Γιώργος Παπαναστασίου (2007)
Beekes, R. S. P. 2004. Εισαγωγή στη συγκριτική ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία. Μτφρ. Γ. Παπαναστασίου & Σ. Τσολακίδης. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], σελ. 103-104, 107-108.
© Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]Φωνητική αλλαγή
4.1 Ο Φωνητικός νόμος: Η κανονικότητα των φωνητικών νόμων
Η φωνητική αλλαγή αποτελεί έναν από τους κυριότερους τρόπους γλωσσικής αλλαγής. Συχνά οδηγεί σε μορφολογικές αλλαγές (αλλαγές στους τύπους…). Τη δεκαετία του 1860 οι γλωσσολόγοι διαπίστωσαν για πρώτη φορά ότι οι φωνητικές αλλαγές σε μια γλώσσα δεν συμβαίνουν τυχαία αλλά βάσει σταθερών κανόνων. Ο σλαβολόγος August Leskien ήταν ένας από τους πρώτους που έδωσαν έμφαση στην κανονικότητα των φωνητικών νόμων (γερμ. Ausnahmlosigheit der Lautgesetze). Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστούμε ότι αυτή η παρατήρηση, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, έθεσε τις βάσεις της συγκριτικής γλωσσολογίας όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Όπως θα δούμε, δεν έχουμε κατορθώσει να αποδείξουμε ότι παρόμοια κανονικότητα παρατηρείται και στις μορφολογικές, στις σημασιολογικές ή στις συντακτικές αλλαγές. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι φωνητικές αλλαγές αποτελούν το θεμέλιο και τη βασική υπόθεση πάνω στην οποία οικοδομείται η συγκριτική γλωσσολογία. Πράγματι, επειδή οι φωνητικοί νόμοι βασίζονται σε κανόνες και δεν επιδέχονται εξαιρέσεις, μόνο με βάση αυτούς είναι δυνατό να αποδειχθεί ότι μια ερμηνεία δεν μπορεί να είναι σωστή.
Παρατηρήθηκε ότι συγκεκριμένοι φθόγγοι της σανσκριτικής αντιστοιχούν σε κάποιους, του ίδιους πάντοτε, της αρχαίας ελληνικής, της γοτθικής κτλ. Η συγκριτική γλωσσολογία, στην πραγματικότητα, βασίζεται στην κανονικότητα αυτών των αντιστοιχιών. «Δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από αντιστοιχίες», σύμφωνα με τον Meillet· τα υπόλοιπα είναι θεωρία. Η κανονικότητα αυτών των αντιστοιχιών οδήγησε στο συμπέρασμα ότι οι φωνητικές αλλαγές διέπονται από αυστηρούς κανόνες. Έτσι, ένα ο της αρχαίας ελληνικής αντιστοιχεί πάντοτε σε ένα α της σανσκριτικής:
α.ελλ. νέφος - σανσ. nábhas 'σύννεφο'
α.ελλ. ὀστέον - σανσ. ásthi 'κόκαλο'
Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ο τρέπεται σε α ή το αντίθετο, ή ότι και οι δύο φθόγγοι προέρχονται από έναν τρίτο· η ουσία όμως είναι ότι το φαινόμενο συμβαίνει πάντοτε με τον ίδιο τρόπο.
Την πεποίθηση αυτή φάνηκε να την επιβεβαιώνει το γεγονός ότι οι φαινομενικές εξαιρέσεις αυτού του κανόνα διέπονται και αυτές από κανόνες. Π.χ. η αντιστοιχία
α. ελλ. γόνυ - σανσ. 'γόνατο'
αποτελεί εξαίρεση, επειδή εδώ το α.ελλ. ο αντιστοιχεί σε ένα μακρό a της σανσκριτικής. Αλλά αυτή η εξαίρεση αποδείχθηκε ότι διέπεται από έναν άλλο κανόνα με γενική ισχύ, διότι παρατηρήθηκε ότι ένα α.ελλ. ο που βρίσκεται στο τέλος συλλαβής αντιστοιχεί πάντοτε σε σανσ. a (νόμος του Brugmann). Η εξαίρεση στον αρχικό κανόνα διέπεται από έναν άλλο κανόνα που δεν έχει εξαιρέσεις. Ας συγκρίνουμε τα παρακάτω:
σανσ. | α΄εν. πρκ. | tatána | πρβ. α.ελλ. | τέτονα | 'τέντωσα' |
γ΄ εν. | τέτονε |
Στον πρώτο τύπο θα περιμέναμε η σανσκριτική να έχει ᾱ. Το πρόβλημα λύθηκε όταν αποδείχθηκε ότι το -α του α΄ εν. προήλθε από *h2e[-ʔe], δηλαδή από ένα "λαρυγγικό" σύμφωνο που ακολουθείται από e. Οπότε στο α΄ εν. *te\ton\h2e δεν υπήρχε αρχικά ο στο τέλος της συλλαβής.
Επειδή οι εξαιρέσεις μπορούσαν να ερμηνευθούν στο σύνολό τους, και συνήθως με πολύ απλό τρόπο, άρχισε να εδραιώνεται η πεποίθηση ότι όλες οι φωνητικές αλλαγές διέπονται από νόμους, ότι μπορούμε να μιλάμε για "φωνητικούς νόμους".
[…]
Ένας φωνητικός νόμος περιορίζεται πάντοτε σε μια συγκεκριμένη περιοχή, είτε αυτή περιλαμβάνει όλους τους ομιλητές μιας γλώσσας είτε μόνο ορισμένους από αυτούς. Η δεύτερη περίπτωση εξηγεί πώς αναπτύσσονται οι διάλεκτοι· το όριο μεταξύ διαφορετικών διαλέκτων, η νοητή γραμμή πέρα από την οποία ένας συγκεκριμένος φωνητικός νόμος δεν ισχύει, ονομάζεται «ισόγλωσσο». Συχνά ένα ισόγλωσσο ακολουθεί ένα φυσικό σύνορο, π.χ. ένα ποτάμι ή μια οροσειρά· μερικές φορές, επίσης, ένας αριθμός διαφορετικών ισογλώσσων ακολουθεί παράλληλη πορεία και όλα μαζί οριοθετούν, όπως είπαμε, μία ή περισσότερες διαλέκτους. Ωστόσο, δεν είναι συνηθισμένο τα ισόγλωσσα να κινούνται εντελώς παράλληλα και γι' αυτό τον λόγο μεταξύ διαλέκτων εμφανίζονται συχνά μεταβατικές περιοχές κατά μήκος των συνόρων τους. Την εποχή όμως που οι μελετητές της συγκριτικής γλωσσολογίας άρχισαν να ενδιαφέρονται για τις μεταβατικές περιοχές, αυτές είχαν ήδη σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί.
Η εφαρμογή ενός φωνητικού νόμου περιορίζεται σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, γεγονός που μας δίνει τη δυνατότητα να επιλύουμε φαινομενικά προβλήματα με τα οποία μερικές φορές ερχόμαστε αντιμέτωποι. Για παράδειγμα, στην αρχαία ελληνική, το μεσοφωνηεντικό -σ- αποβλήθηκε (αφού πρώτα τράπηκε σε h), π.χ. στη
γεν. εν. μένε-ος < ΠΙΕ *ménes-os, πρβ. σανσ. mánas-as
Πώς όμως είναι δυνατό να υπάρχουν λέξεις όπως τίσις 'εκδίκηση', όπου υπάρχει μεσοφωνηεντικό -σ-; Η εξήγηση είναι ότι το -σ- στην περίπτωση αυτή εμφανίστηκε ύστερα από την περίοδο που ίσχυσε ο σχετικός φωνητικός νόμος: η λέξη τίσις προήλθε από τύπο *kwi-ti-s, πρβ. σανσ. cí-ti-. Μπορούμε λοιπόν να προβούμε στην ακόλουθη (σχετική) χρονολόγηση, για να εξηγήσουμε τι συνέβη:
1. σ. [s] > Ø μεταξύ φωνηέντων·
2. τ. [t] > σ [s] (πριν από ι [i]…).
Μπορεί, βέβαια, οι δύο αυτές αλλαγές να συνέβησαν ταυτόχρονα, τότε όμως θα πρέπει να έγιναν με τέτοιο τρόπο που τα αποτελέσματά τους να μην ήταν πανομοιότυπα στο ίδιο χρονικό διάστημα.
4.4 Ο φωνητικός νόμος: συνθήκες
Οι φωνητικές αλλαγές συχνά εξαρτώνται από την παρουσία συγκεκριμένου "φωνητικού περιβάλλοντος". Στην αρχαία ελληνική η τροπή τ > σ συνέβη μόνο πριν από ι και ποτέ από σ. Πρβ. ἔσ-τι 'είναι' αλλά φη-σί 'λέει'.
Κάθε εξέλιξη συμβαίνει με ιδιαίτερο τρόπο στην κάθε γλώσσα. Έτσι, στη δυτική τευτονική ένα βραχύ φωνήεν αποβλήθηκε (το φαινόμενο ονομάζεται «συγκοπή»), όταν βρισκόταν στη δεύτερη συλλαβή ύστερα από μία μακρά, ενώ αργότερα στην παλαιά νορβηγική το ίδιο φαινόμενο συνέβη και ύστερα από βραχεία συλλαβή:
γοτθ. hausida 'άκουσα', π.άν.γερμ. hōrta, π.νορβ. heyrpa
γοτθ. nasida 'έσωσα', π.άν. γερμ. nerita, αλλά π.νορβ. talpa (< *talipa)
Αλλαγές αυτού του είδους ονομάζονται «εξαρτημένες».
Οι περισσότερες αλλαγές ανήκουν στην κατηγορία εξαρτημένων αλλαγών, υπάρχουν όμως και μη εξαρτημένες. Στην πρωτευτονική κάθε ΠΙΕ *ο τρέπεται σε α: γοτθ. gasts 'ξένος, φιλοξενούμενος' - λατ. hostis 'εχθρός', π.σλαβ. gostb· ΠΙΕ *ghostis. Αυτή η εξέλιξη δεν υπόκειται σε κανέναν περιορισμό.
Ορισμένοι γλωσσολόγοι δέχονται ότι ένας φωνητικός νόμος είναι δυνατό να εξαρτάται από τις μορφολογικές συνθήκες: ένας φωνητικός νόμος λειτουργεί (ή δεν λειτουργεί) μόνο σε ορισμένη γραμματική κατηγορία. Έτσι, π.χ., ερμηνεύουν το γεγονός ότι στην αφαιρετική ενικού της λατινικής το -i δεν αποβάλλεται, αυτή η ερμηνεία όμως δεν είναι σωστή. Στην πραγματικότητα, αυτό που μάλλον συμβαίνει και σε αυτή την περίπτωση είναι μία ακόμη εφαρμογή του φαινομένου που ονομάζεται "αναλογία"∙ ίσως, μάλιστα, να εμπλέκονται και άλλοι παράγοντες που δεν τους γνωρίζουμε. Ένας φωνητικός νόμος μπορεί να εξαρτάται μόνο από φθογγικά, δηλαδή φωνητικά, στοιχεία.
Από αυτή την άποψη η θέση ενός φθόγγου σε μια λέξη, καθώς και κάποια όρια μορφημάτων, πρέπει να θεωρούνται φωνητικοί παράγοντες….