ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
- Thomason, S. G. 2001. Language Contact: An Introduction.
- Beekes, R. S. P. 2004. Εισαγωγή στη συγκριτική ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία (σελ. 103-104, 107-108)
- Beekes, R. S. P. 2004. Εισαγωγή στη συγκριτική ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία (σελ. 105-106)
- Beekes, R. S. P. 2004. Εισαγωγή στη συγκριτική ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία (σελ. 150-151, 152, 155)
- Beekes, R. S. P. 2004, Εισαγωγή στη συγκριτική ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία (σελ. 126-130)
- Beekes, R. S. P. 2004, Εισαγωγή στη συγκριτική ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία (σελ. 142-144)
- Beekes, R. S. P. 2004, Εισαγωγή στη συγκριτική ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία (σελ. 144-149. )
- Clackson, J. 2001. Η διαμόρφωση της ελληνικής γλώσσας. Στο Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα
Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας
Γλωσσική αλλαγή: Η ιστορική εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας
Γιώργος Παπαναστασίου (2007)
Beekes, R. S. P. 2004, Εισαγωγή στη συγκριτική ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία.
Μτφρ. Γ. Παπαναστασίου & Σ. Τσολακίδης. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], σελ. 126-130.© Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]5. Αναλογία
5.1 Εισαγωγή
Μαζί με τη φωνητική αλλαγή, η αναλογία είναι ο σημαντικότερος παράγοντας που προκαλεί αλλαγές στις γλώσσες. Αναλογία είναι η αλλαγή που γίνεται κατά το πρότυπο άλλων λέξεων ή τύπων. Μπορούμε να διακρίνουμε τη συμμετρική από τη μη συμμετρική αναλογία. Η συμμετρική αναλογία έχει τη μορφή α : β = γ : χ, όπου χ είναι ο νέος τύπος που πρέπει να ερμηνεύσουμε. Αυτό το είδος αναλογίας είναι η αναλογία με τη στενή έννοια· θα την εξετάσουμε πρώτη (5.2) και στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με τη μη συμμετρική αναλογία (5.3). Στο 5.4 θα μελετήσουμε τις ειδικές επιπτώσεις της αναλογίας.
[…]
5.2 Συμμετρική αναλογία
Είδαμε ότι συμμετρική αναλογία έχουμε όταν ισχύει η εξίσωση α : β = γ : χ, όπου χ είναι ο νέος τύπος.
Στη γοτθική η λέξη 'πόδι' είναι ένα θέμα σε u (δηλαδή με επίθημα u), ενώ αρχικά ήταν ένα ριζικό ουσιαστικό (δηλαδή χωρίς κανένα επίθημα), πρβ. λατ. pēs, γεν. ped-is, α.ελλ. (δωρ.) πώς, ποδ-ός, σανσ. pad-ás. Η εξήγηση είναι ότι η κατάληξη -m της αιτιατικής τράπηκε σε φωνήεν (-ṃ) ύστερα από σύμφωνο και στην τευτονική εξελίχθηκε σε *-um. Στη συνέχεια, με βάση αυτό τον τύπο και σύμφωνα με το πρότυπο των θεμάτων σε u, σχηματίστηκε η ονομαστική σε -us, και αυτό μπορεί να διατυπωθεί ως εξής:
sūnum: sūnus= fotum: χ, όπου χ = fotus
Θα μπορούσε επίσης να πει κανείς ότι το fot-umεπαναναλύθηκε ως fotu-m κατά το πρότυπο του sūnu-m.Και με βάση αυτούς τους δύο τύπους, όλοι οι τύποι της λέξης 'πόδι' σχηματίζονται με επίθημα u. Κάτι παρόμοιο συνέβη στη σλαβική. Εκεί το -om, κατάληξη της αιτιατικής των θεμάτων σε ο, τράπηκε σε -um. Με βάση αυτή την αλλαγή η κατάληξη της ονομαστικής *-os αντικαταστάθηκε από -us. Και οι δύο τύποι εξελίχθηκαν σε -Ъ, π.χ. π.σλαβ. bogЪ 'θεός'. Στη βαλτοσλαβική η κατάληξη -ṃ της αιτιατικής τράπηκε σε -im (ύστερα από σύμφωνο) και αυτό αποτέλεσε τη βάση για τον μετασχηματισμό των ριζικών ουσιαστικών σε θέματα σε -i, π.χ. λιθ. pilìs 'φρούριο' σε σχέση με το σανσ. 'πόλη', αιτ. púr-am. Στη σανσκριτική η λέξη 'νύχτα' απέκτησε νέα ονομαστική náktam με βάση την αιτιατική náktam, αναλογικά προς ουδέτερα που σχημάτιζαν την ονομαστική και την αιτιατική με την κατάληξη -am, π.χ. yugám 'ζυγός (ζώου)'. Παλαιότερα η ονομαστική ήταν nák< *nokwt-s, πρβ. λατ. nox, noct-is, α.ελλ. νύξ, νυκτ-ός, γοτθ. nahts. Με αυτό τον τρόπο το σανσ. náktam εξελίχθηκε σε θέμα σε ο και, επιπλέον, τράπηκε σε ουδέτερο ενώ αρχικά ήταν θηλυκό. Ο λόγος για τον οποίο έγινε η αλλαγή ήταν ότι το nák, αιτ. nák-tam ήταν η μοναδική λέξη της σανσκριτικής που κλινόταν με αυτό τον τρόπο.
Στην σανσκριτική ο αόριστος του kṛ- 'φτιάχνω' ήταν: α΄ εν. á-kar-am, β΄ εν. á-kar, γ΄ εν. á-kar. Οι δύο τελευταίοι τύποι αντικαταστάθηκαν από τα á-kar-as, á-kar-at, αναλογικά προς αορίστους όπως á-voc-am, -as, -at. Η αλλαγή αυτή συνέβη, επειδή οι τύποι του β΄ και του γ΄ εν. ákar ήταν ασαφείς: όχι μόνο ταυτίζονταν το β΄ και το γ΄ εν. αλλά επιπλέον κανένας από τους δύο δεν είχε κατάληξη, ενώ η σανσκριτική είχε σαφή κατάληξη σχεδόν για όλα τα πρόσωπα.
5.3 Μη συμμετρική αναλογία: "(γλωσσική) εξομάλυνση"
Υπάρχουν, επίσης, παραδείγματα αλλαγής σύμφωνα με το πρότυπο άλλων τύπων όπου δεν μπορούμε να δούμε ή να βρούμε κάποια συμμετρία ή όπου φαίνεται ότι δεν αξίζει τον κόπο να το επιχειρήσουμε. Στην αρχαία ελληνική η κλίση του ρήματος ἕπομαι 'ακολουθώ' είναι: α΄εν. ἕπομαι, β΄εν. ἕπῃ, γ΄εν. ἕπεται κτλ. Με βάση τους φωνητικούς νόμους οι δύο τελευταίοι τύποι θα έπρεπε να είναι *ἕτῃ, *ἕτεται, με τ < kw πριν από ε (το -ῃ προέρχεται από *-εσαι). Το π, που προήλθε από kw πριν από ο, εξαπλώθηκε σε όλο το κλιτικό παράδειγμα (το φαινόμενο ονομάζεται "(γλωσσική) εξομάλυνση" (αγγλ. levelling, γερμ. Ausgleich). Ο λόγος, φυσικά, είναι ότι η εναλλαγή π/τ είναι περίεργη. Θα μπορούσαμε βέβαια να υποστηρίξουμε ότι η αλλαγή συνέβη αναλογικά, π.χ., προς το ἕρπ-(ω), που σε όλους τους τύπους του διατηρεί το ΠΙΕ *p, όμως κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο. Το ουσιώδες είναι ότι η εναλλαγή π/τ καθιστά τους τύπους που εξετάζουμε λιγότερο σαφείς. Γι' αυτό τον λόγο η ποικιλία με τ "απομακρύνθηκε". Κάτι παρόμοιο συνέβη στη λατινική, όπου στο sequor, -eris, -itur ο πρώτος τύπος θα έπρεπε, σύμφωνα με τους φωνητικούς νόμους, να ήταν *secor (πρβ. secundus 'δεύτερος' < 'επόμενος'· η λέξη αυτή δεν συνδέθηκε άμεσα με το ρήμα και γι' αυτό τον λόγο δεν αντικαταστάθηκε από τύπο *sequundus).
Η αρχαία ελληνική λέξη ποιμήν εμφανίζει στις υπόλοιπες πτώσεις το θέμα ποιμεν-, εκτός από τη δοτ. πληθ. όπου έχουμε ποιμέ-σι. Ο τύπος αυτός πρέπει να προήλθε από *poi-mṇ-si (με φωνηεντικό ṇ), το οποίο κανονικά θα έπρεπε να εξελιχθεί σε *ποιμάσι. Στην περίπτωση αυτή βλέπουμε ότι το ααντικαταστάθηκε από το εαναλογικά προς τους τύπους με -μεν-· ο φωνηεντισμός ε γενικεύθηκε. (Το ότι αυτό είναι σωστό φαίνεται από το γεγονός ότι στην περίπτωση της λέξης φρήν 'διάφραγμα, νους' απαντούν τόσο ο τύπος της δοτ. πληθ. φρασί όσο και ο τύπος φρεσί.)
Η κανονική εξέλιξη της κατάληξης της αιτ. -ṃ στη σανσκριτική, σύμφωνα με τους φωνητικούς νόμους, είναι -α, πρβ. saptá 'επτά' < *septṃ, α.ελλ. 'επτά', λατ. septem. Εμφανίζεται, ωστόσο, ως -am, π.χ. στο pádam 'πόδι' (α.ελλ. πόδ-α). Το -m προστίθεται αναλογικά προς τα θέματα που λήγουν σε φωνήεν, -a-m, -i-m, -u-m. Στην περίπτωση αυτή η συμμετρική αναλογία είναι δυνατή.
Πολλές αλλαγές αυτού του είδους μπορούν να ερμηνευθούν με βάση την αρχή "μία σημασία, ένας τύπος", δηλαδή ότι η γλώσσα στοχεύει προς μια κατάσταση όπου κάθε σημασία αντιπροσωπεύεται από έναν μόνο τύπο· αυτή η κατάσταση είναι η σαφέστερη και η πιο οικονομική. Έτσι, κατάληξη της αιτιατικής θεωρήθηκε το -m· η ρίζα του 'ακολουθώ' είναι ἑπ- κτλ.
Στη σανσκριτική η κατάληξη της οργανικής πληθυντικού είναι -bhis. Στην αρχαία ελληνική συναντούμε την ίδια κατάληξη με τη μορφή -φι, πρβ. σανσ. náu-bhis, α.ελλ. ναῦ-φι 'με τα πλοία'. Αν και θεωρητικά δεν είναι αδύνατο το -s να αποβλήθηκε στην αρχαία ελληνική (σύμφωνα με τους φωνητικούς νόμους, θα έπρεπε να έχει διατηρηθεί), είναι πολύ πιθανότερο ότι το -sπροστέθηκε στη σανσκριτική. Αυτό μπορεί να συνέβη αναλογικά προς την κατάληξη της ονομαστικής και της αιτιατικής -as και της δοτικής -bhyas. Συνεπώς, το -s γινόταν αντιληπτό ως χαρακτηριστικό γνώρισμα του πληθυντικού. Η αρμένικη έχει -bk '< bhis στον πληθυντικό, ενώ η παλαιά κατάληξη -b < *-bhi(χωρίς -s) χρησιμοποιείται για τον ενικό (η κατάληξη του ενικού αρχικά ήταν εντελώς διαφορετική): aram-b 'με τον άντρα', πληθ. aram-bk'.
Η μετάπτωση (εναλλαγή φωνηέντων) έχει σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί από τις περισσότερες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Ας συγκρίνουμε τα ακόλουθα κλιτικά παραδείγματα από την αρχαία ελληνική και τη λατινική:
α.ελλ. | λατ. | ||||
ονομ. | πα-τήρ | ῥή-τωρ | κρᾱ-τήρ | pa-ter | orā-tor |
αιτ. | πα-τέρ-α | ῥή-τορ-α | κρᾱ-τῆρα | pa-tr-em | orā-tōr-em |
γεν. | πα-τρ-ός | ῥή-τορ-ος | κρᾱ-τῆρος | pa-tr-is | orā-tōr-is |
Το πρώτο κλιτικό παράδειγμα είναι το παλαιότερο. Εδώ βλέπουμε ότι στο επίθημα άλλοτε υπάρχει μακρό φωνήεν (-τήρ), άλλοτε βραχύ (-τέρ-) και άλλοτε δεν υπάρχει φωνήεν (-τρ-). Το δεύτερο παράδειγμα προέρχεται από ένα παράλληλο σύστημα με -τωρ, -τορ-, -τρ-. Εδώ βλέπουμε ότι οι τύποι χωρίς φωνήεν (-τρ-) έχουν αντικατασταθεί από τύπους με βραχύ φωνήεν (-τορ-). Στο α.ελλ. κρᾱτήρ όλοι οι τύποι έχουν μακρό φωνήεν. Στην κλίση του λατ. pater διατηρούνται μόνο δύο μορφές: με (αρχικό) μακρό φωνήεν (το -tēr τρέπεται σε -ter, σύμφωνα με έναν φωνητικό νόμο) και χωρίς φωνήεν. Τέλος, στη λέξη orā-tor το μακρό φωνήεν έχει επεκταθεί παντού (με εξαίρεση την ονομ. -tor< -tōr). Μπορούμε να υποθέσουμε ότι εδώ λειτούργησε η συμμετρική αναλογία, όμως αυτό που συνέβη στην πραγματικότητα είναι ότι οι εναλλαγές μεταξύ μακρού φωνήεντος, βραχέος φωνήεντος και απουσίας φωνήεντος είτε ελαττώθηκαν είτε εξαλείφθηκαν εντελώς ως περιττές, αφού οι καταλήξεις ήταν από μόνες τους αρκετά σαφείς. Και μία μορφή του επιθήματος αποδείχθηκε ότι είναι απλούστερη και ταυτόχρονα σαφέστερη.
Με την αναλογία το μήκος των επιθημάτων γίνεται όλο και μεγαλύτερο. Το ΠΙΕ επίθημα -no-, λατ. -nus χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό επιθέτων, π.χ. domi-nus 'κύριος'(< '(αυτός) του σπιτιού'). Το ίδιο επίθημα εμφανιζόταν ύστερα από ρίζα που έληγε σε -ā, π.χ. silvā-nus 'των δασών'. Έτσι προέκυψε η επεκταμένη μορφή -ānus που εμφανίζεται στα urb-ānus 'της πόλης' και hum-ānus'ανθρώπινος'. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το silvānus αναλύθηκε εσφαλμένα. Από τύπους όπως > λατ. aēnus 'χάλκινος' προήλθε το επίθημα -ēnus, π.χ. ali-ēnus 'ξένος'. Με τον ίδιο τρόπο προήλθαν τα -iānus (christiānus), -inus (από το dominus), -tinus και -īnus (vic-īnus 'κοντινός') Η αναλογία εδώ συνίσταται στο ότι ένα στοιχείο λαμβάνεται από μια άλλη λέξη, ακόμη και αν αυτό είναι ιστορικά αδύνατο: από ιστορική άποψη το -ānus είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης ανάλυσης.
5.4 Αντικατάσταση, δευτερογενής λειτουργία και διάσπαση
Στα παραδείγματα που εξετάσαμε ως τώρα ένας τύπος έχει απλώς αντικαταστήσει έναν άλλο: το ἕπεται αντικατέστησε το *ἕτεται, το ῥή-τορ-ος αντικατέστησε το *ρῆ-τρ-ος κτλ. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που ο παλαιός τύπος διατηρείται χωρίς να αντικαθίσταται.
Αυτό φαίνεται καθαρά στο παράδειγμα της ονομαστικής πληθυντικού των θεμάτων σε -os στην παλαιά ιρλανδική. Η αρχική κατάληξη ήταν *-ōs, όμως αυτή αντικαταστάθηκε από την κατάληξη *-oi υπό την επίδραση των αντωνυμιών (το ίδιο συνέβη στο α.ελλ. -οι και στο λατ. -ī < *-oi). Ο τύπος με την κατάληξη -ōs συνέχισε να χρησιμοποιείται για την κλητική, επειδή η ονομαστική χρησιμοποιούνταν και ως κλητική, π.χ. ονομ. πληθ. fir 'άντρες' < *uir-oi, κλητ. πληθ. firu < *uir-ōs. Στην περίπτωση αυτή ο παλαιός τύπος διατηρήθηκε, αλλά με λειτουργία λιγότερο σημαντική σε σχέση με την αρχική. Το αξιοσημείωτο σε αυτή την εξέλιξη είναι ότι πρόκειται για τη μοναδική περίπτωση στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες που εμφανίστηκε ξεχωριστός τύπος για την κλητική πληθυντικού.
Παράδειγμα διάσπασης έχουμε στο λατ. deus 'θεός'. Η λέξη προέρχεται από ΠΙΕ (οσκ. deívai, σανσ. devá-). Η εφαρμογή των φωνητικών νόμων είχε ως αποτέλεσμα την εξέλιξη σε deus (ei> ē· u > Ø / _o· ē > e πριν από φωνήεν)· όμως η γεν. εξελίχθηκε σε dīvī (ei> ē > ī) . Στη συνέχεια αυτό που συνέβη είναι ότι το deus ανέπτυξε ένα δικό του πλήρες κλιτικό παράδειγμα (γεν. deī κτλ.), και το ίδιο συνέβη και στο dīvī (ονομ. dīvus κτλ.). Τελικά το dīvusαντικαταστάθηκε από το deus και συνέχισε να χρησιμοποιείται μόνο όταν γινόταν αναφορά στον θεοποιημένο αυτοκράτορα ως dīvus Augustus. Και οι δύο τύποι λοιπόν απέκτησαν πλήρη κλιτικά παραδείγματα, όμως στη συνέχεια ο ένας από τους δύο εξαφανίστηκε σχεδόν τελείως, διατηρώντας μόνο μια ειδική λειτουργία.