ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Συζητήσεις για τη διαμόρφωση εθνικής γλώσσας στους κόλπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού 

Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης (2007) 

Η λογική του Διαφωτισμού

Θεμέλιο της κοινωνικής θεωρίας του Κοραή ήταν η εξέταση της λογικής του Διαφωτισμού. Το θεωρητικό ερώτημα, στο οποίο έπρεπε να δώσει απάντηση, πριν εξετάσει τα συγκεκριμένα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα που τον απασχολούσαν, θα μπορούσε να τεθεί επιγραμματικά ως εξής: τί κάνει δυνατό τον Διαφωτισμό; Ποιες είναι οι κοινωνιολογικές προϋποθέσεις μιας φωτισμένης, ηθικά αναγεννημένης κοινότητας; Τα ζητήματα αυτά εξετάζονται από τον Κοραή στο έργο του Memoire sur l 'état actuel de la civilisation dans la Grèce, το οποίο ανέγνωσε σε συνεδρίαση της Societé des Observateurs de l 'Homme, στις 6 Ιανουαρίου 1803. Το Υπόμνημα αποτελούσε το «Σχεδίασμα των προόδων του ελληνικού πνεύματος» του Κοραή. Αντιπροσώπευε πάντως μια πιο ρεαλιστική και κοινωνιολογικά προσανατολισμένη ανάλυση των προοπτικών του Διαφωτισμού από ό,τι το δοκίμιο του Condorcet, το οποίο το είχε εμπνεύσει. Αν ο Condorcet, διαγράφοντας το πανόραμα της προόδου του ορθού λόγου στην ανθρώπινη ιστορία, συνέβη σε κάποιες στιγμές να διολισθήσει προς μια κάπως σχηματική απεικόνιση του Διαφωτισμού, οι στοχασμοί του Κοραή σχετικά με τις δυνατότητες διαφωτισμού στο συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο της οθωμανικής Ελλάδας πήγαζαν από μια πραγματική θεωρία πολιτισμικής αλλαγής και της συνακόλουθης ηθικής αναμόρφωσης.

Η πρώτη ιστορική σχέση που ανέτεμνε ο Κοραής ήταν η πάλη του πολιτισμού με τη βαρβαρότητα στην εξέλιξη της ανθρωπότητας. Η σχέση αυτή, ωστόσο, δεν ετίθετο αξιωματικά ως αφηρημένο σχήμα, αλλά προέκυπτε από την κατάδειξη των ιστορικών καταβολών της βαρβαρότητας. Προς τον σκοπό αυτό, η ιστορική θεωρία του πολιτικού ουμανισμού πρόσφερε το περίγραμμα για να ερμηνευθεί η παρακμή του ελληνισμού από την αίγλη της κλασικής Ελλάδας στην εξαθλίωση της νεότερης εποχής. Η αθλιότητα, η καταπίεση και η δουλεία που χαρακτήριζαν την κατάσταση των νεότερων Ελλήνων πριν από τις απαρχές του Διαφωτισμού, στα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα, εμφανίζονταν έτσι ως τα προϊόντα των μεταλλαγών της ιστορίας και όχι ως μια μοίρα σύμφυτη με το χαρακτήρα του λαού, όπως είχαν υπαινιχθεί κάποιοι ξένοι κακόπιστοι παρατηρητές. Επιπλέον ο Κοραής καταδείκνυε με ακρίβεια πως η βαρβαρότητα αποκτούσε συγκεκριμένη κοινωνική υπόσταση: τα καταστρεπτικά της αποτελέσματα γίνονταν αισθητά στη συμπεριφορά του απαίδευτου κλήρου, των αρχόντων, που ενεργούσαν ως θαλαμηπόλοι του ξένου δεσποτισμού, αλλά και του λαού, τον οποίον η δεισιδαιμονία άφηνε έρμαιο της στυγνότερης εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Αυτές ήταν οι κοινωνικές συνθήκες της βαρβαρότητας κατά των οποίων έπρεπε να δοθεί η μάχη του Διαφωτισμού. Από αυτή την αφετηρία ο Κοραής ξεκίνησε για να αναπαραστήσει την κοινωνική δυναμική του πολιτισμού.

Κατά την κρίση του Κοραή, ο πρώτος παράγοντας που θα ευνοούσε την κοινωνική και πολιτισμική ανάκαμψη της Ελλάδας ήταν βεβαίως οι επιδράσεις που απέρρεαν από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και ιδιαίτερα από τη μετεπαναστατική Γαλλία. Ο Κοραής θεωρούσε τα σημάδια της πολιτισμικής αναβίωσης, στη Νοτιοανατολική Ευρώπη όχι ως μεμονωμένα φαινόμενα, αλλά ως τοπικές εκδηλώσεις μιας πραγματικά υπερεθνικής πλημμυρίδας πολιτισμού που υψωνόταν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τη δυναμική της κατά τόπους πολιτισμικής ανάκαμψης, ωστόσο, διαμόρφωναν οι οικονομικές δυνάμεις στο υπόστρωμα της κοινωνίας. Γιατί οι διευρυνόμενοι κύκλοι οικονομικών ανταλλαγών και το εμπόριο συνάρθρωναν, περισσότερο από καθετί άλλο, την υποδομή της κοινωνικής αλλαγής. Η μετάβαση από τις αυτοκαταναλωτικές οικονομικές δραστηριότητες της παραδοσιακής κοινωνίας προς την εμπορική ανταλλαγή αποτελούσε τον αποφασιστικό παράγοντα, που έθετε σε κίνηση τη διαδικασία της αλλαγής. Μια νέα εμπορική τάξη προστέθηκε στον κοινωνικό ιστό, τέθηκε επικεφαλής και ανέλαβε την πρωτοβουλία των νέων επιδιώξεων. Η εμπορική επιτυχία και οι απαιτήσεις των εμπορικών συναλλαγών έστρεψαν το βλέμμα της νέας τάξης των εμπόρων στην κοινωνική ωφέλεια που θα μπορούσε να προέλθει από την εκσυγχρονισμένη παιδεία, καθώς και στην ανάγκη για μελέτη της μητρικής αλλά και ξένων γλωσσών, όπως επίσης και για εξοικείωση με τους τρόπους ζωής και εκπαίδευσης των πολιτισμένων εθνών. Οι νέοι αυτοί προσανατολισμοί βοήθησαν στο σταδιακό άνοιγμα της κλειστής παραδοσιακής κοινωνίας και αποτέλεσαν τους αντίστοιχους διαύλους για τη μετάδοση των νέων ιδεών. Έτσι ο Κοραής κατόρθωσε να ανασυνθέσει συστηματικά, βήμα προς βήμα, όλους τους κρίκους στην αλυσίδα της αιτιότητας, μέσα από την οποία η οικονομική αλλαγή επηρέαζε την πολιτισμική ζωή. Η αίσθηση που διέθετε για την κοινωνική δυναμική του πολιτισμού αποδεικνυόταν κάθε άλλο παρά μηχανιστική. Αντίθετα μαρτυρούσε ότι θεωρούσε την κοινωνία ως ακέραιο σύνολο αλληλοεξαρτώμενων λειτουργιών.

Η εμπορική εξέλιξη είχε μια σημαντική συνέπεια, η οποία έμελλε να αποδειχθεί ότι ήταν αποφασιστικής σημασίας για το μέλλον της ελληνικής παιδείας και ελευθερίας. Η συνέπεια αυτή ήταν η εξάπλωση της ναυτιλίας με τη ναυπήγηση εμπορικού στόλου. Η τεχνολογική ανανέωση στα μέσα της οικονομικής δραστηριότητας περιλήφθηκε λοιπόν από τον Κοραή στη θεωρία της κοινωνικής αλλαγής. Μια άλλη διάσταση της ναυτιλιακής ανάπτυξης που επισήμανε ο Κοραής αφορούσε στην πύκνωση του δικτύου των επαφών και της επικοινωνίας με τον πολιτισμό των φώτων. Η ναυτιλία εντασσόταν έτσι στην υποδομή του Διαφωτισμού. Εκτός από τα πολιτισμικά αποτελέσματα της ναυτιλίας, η ύπαρξη εμπορικού ναυτικού από πολυάριθμα πλοία, εξοπλισμένα κατά της πειρατείας και επανδρωμένα με έμπειρα πληρώματα, παρείχε στους υπόδουλους Έλληνες το πρώτο όπλο για τη μελλοντική τους πάλη για ελευθερία. Οι παρατηρήσεις αυτές αποδείχτηκαν διορατικές, αν λάβει κανείς υπόψη το γεγονός ότι το ελληνικό εμπορικό ναυτικό διαδραμάτισε αργότερα σημαντικότατο ρόλο στη διεξαγωγή του αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας. Στο σημείο αυτό ο Κοραής πρόσθετε ένα καυστικό σχόλιο, τονίζοντας την τύφλωση και την τάση του δεσποτισμού προς αυτοκαταστροφή: η Πύλη θα είχε ίσως προτιμήσει να βυθίσει τον ελληνικό εμπορικό στόλο, αντί να τον ανέχεται για λόγους βραχυπρόθεσμων φορολογικών κερδών, αν μπορούσε να υπολογίσει την πραγματική του σημασία.

Η πρόοδος του εμπορίου και της ναυτιλίας είχε ως αποτέλεσμα μιαν αναγέννηση στα νησιά του ελληνικού αρχιπελάγους. Ανάμεσα σ' αυτά ο Κοραής ξεχώρισε ιδιαίτερα την Ύδρα και τη Χίο. Το βραχώδες νησί της Ύδρας είχε γίνει η βάση του σημαντικότερου ελληνικού εμπορικού στόλου. Η εξέλιξη αυτή έφερε πλούτο, κοινωνική ευημερία και πολιτισμική πρόοδο στο άλλοτε φτωχό νησί, που οι μεγάλες του επιτεύξεις στη ναυτιλία υπήρξαν πράγματι προάγγελοι της ελληνικής ελευθερίας. Η Χίος, το νησί απ' όπου καταγόταν η οικογένεια του Κοραή, είχε ιδεί ένα πραγματικό θαύμα πολιτισμικών επιτευγμάτων να αναδύεται από την εμπορική πρόοδο των κατοίκων της. Ο Κοραής δήλωνε με υπερηφάνεια ότι η Χίος είχε αποβεί εστία του ελληνικού πολιτισμού και πρότυπο δημοκρατικής αυτοδιοίκησης. Το δημόσιο αίσθημα των κατοίκων της τους επέτρεπε να αποσοβούν τις διεισδύσεις του δεσποτισμού και να απολαμβάνουν τα αγαθά της κοινωνικής αρμονίας και ευημερίας μέσα στον ανθηρό τους πολιτισμό. Με την ανάλυση των διαδικασιών της κοινωνικής αλλαγής, ο Κοραής παρουσίαζε ουσιαστικά μια περίπτωση εμπειρικής εφαρμογής της θεωρίας του Montesquieu για τη σχέση εμπορίου και ελευθερίας και έδειχνε συγκεκριμένα, πως η οικονομική μεταβολή, υπό τη μορφή της εμπορικής ανάπτυξης, μπορεί να υποσκάψει τα θεμέλια του δεσποτισμού και να προετοιμάσει την έλευση μιας σύγχρονης φιλελεύθερης πολιτείας.

Δύο θεμελιώδη ιστορικά γεγονότα είχαν αποδειχθεί κατά τον Κοραή τα αποφασιστικά αίτια, που επιτάχυναν τις διαδικασίες αυτές και επέτειναν τον αναβρασμό στην ελληνική κοινωνία και στα ελληνικά πνεύματα, περί τα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα. Το πρώτο απ' αυτά τα γεγονότα ήταν η νίκη των Ρώσων επί των Οθωμανών στον πόλεμο του 1768-1774. Η έκβαση του πολέμου αποτελούσε τη ζωντανή επιβεβαίωση της αδυναμίας της άλλοτε τρομερής αυτοκρατορίας των Οθωμανών, που είχε πανικοβάλει τις δυνάμεις της Ευρώπης στο παρελθόν. Οι ρωσικές επεμβάσεις στην Ανατολή έδειχναν στους Έλληνες ότι οι άγριοι δεσπότες τους δεν ήταν αήττητοι και έτσι τους έφεραν σε επίγνωση της δυνατότητας της ελευθερίας. Το άλλο δραματικό γεγονός που ενέτεινε τον άνεμο της αλλαγής στην Ανατολή ήταν η Γαλλική Επανάσταση. Οι μεγάλες νίκες του γαλλικού έθνους στη μάχη του για την κατάκτηση της πολιτικής ελευθερίας στο εσωτερικό της χώρας και η διάδοση των αρχών της επανάστασής του στην υπόλοιπη Ευρώπη έδειχναν την αναγκαιότητα του Διαφωτισμού στους λαούς που αγωνίζονταν για την ελευθερία.

Υπό την πίεση αυτών των γεγονότων, η ζύμωση του Διαφωτισμού επιταχύνθηκε στην ελληνική κοινωνία. Αυτό που ο Κοραής διαισθανόταν να ανελίσσεται στη δούλη χώρα ήταν μια «ηθική επανάσταση». Ο Διαφωτισμός άρχισε τη στιγμή που το έθνος συνειδητοποίησε την αθλιότητα της μοίρας του και η επίγνωση αυτή αποτέλεσε το κίνητρο για την εξεύρεση μέσων θεραπείας. Ο Κοραής προσπαθεί να εξηγήσει το φαινόμενο με βάση την ιατρική του παιδεία, όταν προβαίνει στη διάγνωση, ότι η αγάπη της μάθησης έγινε πραγματική επιδημία, που μεταδιδόταν σε όλους. Τα σημάδια της αναβίωσης του πολιτισμού στον ελληνικό χώρο ήταν πολλαπλά: η ίδρυση νέων σχολείων, η καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας, η δημοσίευση χρήσιμων βιβλίων κοσμικής παιδείας, η μετάφραση κλασικών φιλοσοφικών και επιστημονικών κειμένων του Διαφωτισμού, η μαζική αποδημία σπουδαστών προς τα ευρωπαϊκά κέντρα ανώτερης παιδείας. Το πιο ενθαρρυντικό σημάδι απ' όλα, ωστόσο, ήταν η επιστροφή μορφωμένων λογίων από την Ευρώπη στους κόλπους της πατρίδας τους, όπου επιζητούσαν να θέσουν τις γνώσεις τους στην υπηρεσία της κοινής προκοπής. Ακόμη και εκεί όπου έτειναν να επιχωριάζουν ο σκοταδισμός και η δεισιδαιμονία, δηλαδή στους κόλπους του κλήρου, μπορούσε κανείς να βρει φωτισμένους άνδρες, που έδειχναν δεκτικότητα στις απαιτήσεις και τις επιδιώξεις της νέας ηθικής. Ο πολιτισμός είχε τελικά κάνει την επανεμφάνισή του στο παλαιό του ενδιαίτημα και ο Κοραής, βαθιά συγκινημένος και υπερήφανος, δοκίμαζε να εξηγήσει, με τους όρους της κοινωνικής σκέψης του Διαφωτισμού, το θαύμα που έμελλε να αντικαταστήσει την αθλιότητα και το σκοτάδι των προηγούμενων δεκαετιών με τα σημάδια της ελπίδας και της προόδου. Τα ηθικά και πολιτικά αποτελέσματα της αναβίωσης του πολιτισμού οδηγούσαν τον Κοραή σε μια σαφέστατη διαπίστωση: ο δούλος λαός ετοιμαζόταν να μεταμορφωθεί σε ελεύθερο έθνος. Η καταρρακωμένη ανθρωπολογική συλλογικότητα, που είχε υποστεί τα διαβρωτικά αποτελέσματα της δεσποτικής καταπίεσης, είχε πάρει το δρόμο της μετάπλασής της σε ηθική κοινότητα αυτόνομων πολιτών. Αυτό ήταν το βαθύτερο νόημα της ηθικής επανάστασης που περιέγραφε ο Κοραής. Ο πόθος εξάλλου γι' αυτήν την ηθική κοινότητα είχε προκαλέσει την αναστάτωση, την οποία βίωναν τα ελληνικά πνεύματα. Τα σημεία των καιρών ήταν ευοίωνα: η ηρωική αντίσταση των Σουλιωτών κατά του δεσποτισμού έδειχνε ότι μεταξύ των νεότερων Ελλήνων αναβίωνε η πατριωτική ηθική των αρχαίων. Ελευθερωμένοι από τη μοιρολατρία, όπου τους βύθιζε η προσδοκία της ξένης βοήθειας, οι νεότεροι Έλληνες άρχισαν να εμπιστεύονται τους δικούς τους αγώνες στην προσπάθειά τους για εκπολιτισμό και ελευθερία. Αποδείκνυαν με τον τρόπο αυτό έμπρακτα ότι ήταν οι πραγματικοί απόγονοι των ηρώων της κλασικής Ελλάδας. Ο Κοραής μπορούσε έτσι να κλείσει την επισκόπηση της κατάστασης του πολιτισμού στην Ελλάδα με το αίσθημα ότι είχε φανεί πιστός τόσο στην αλήθεια όσο και στην τιμή της πατρίδας του.

Στο Υπόμνημα ο Κοραής έδειχνε ότι είχε ήδη αποβεί δόκιμος διερμηνευτής της «Ιδεολογίας». Το φιλοσοφικό περίγραμμα του δοκιμίου του συνδύαζε την εφαρμογή της αναλυτικής μεθόδου των Ιδεολόγων στη μελέτη μιας συγκεκριμένης ιστορικής περίπτωσης με τις αναζητήσεις που βρίσκονταν στις απαρχές της νέας επιστήμης της συγκριτικής εθνολογίας. Η πλήρης επάρκεια του Κοραή σε ιατρικές, φιλολογικές και ιστορικές σπουδές αντιπροσώπευε την ενότητα της γνώσης που απαιτούσε η φιλοσοφία της Ιδεολογίας: όλοι οι κλάδοι της γνώσης ακολουθούσαν την ίδια αναλυτική μέθοδο και κατά συνέπεια διέπονταν από κοινή λογική. Η υιοθέτηση από τον Κοραή της αναλυτικής μεθόδου της Ιδεολογίας ήταν φανερή τόσο στις γλωσσικές ενασχολήσεις της φιλολογικής του έρευνας (ανάλυση κειμένων μέσω της μελέτης λέξεων που αποτελούσαν το συστατικό στοιχείο τους) όσο και στην προσέγγισή του στην ιστορία, όπως αυτή εκφράζεται στο Υπόμνημα: μολονότι το ενδιαφέρον του εστιαζόταν στη συνολική διαμόρφωση ενός πλέγματος ανθρώπινων φαινομένων, τα οποία περιέγραφε με τον όρο «πολιτισμός», προσπαθούσε ωστόσο να παρουσιάσει το θέμα του αναλύοντας τη δυναμική των επιμέρους εκφάνσεων της συλλογικής ζωής. Η Ιδεολογία είχε κληρονομήσει την άποψη του Διαφωτισμού για την ιστοριογραφία ως ιστορία του πολιτισμού, και είχε προσπαθήσει να την κάνει πράξη εφαρμόζοντας την αναλυτική μέθοδο, η οποία καταδείκνυε τη λειτουργία και την αλληλεπίδραση των στοιχείων που συναπαρτίζουν έναν πολιτισμό.

Αναλύοντας τις διαδικασίες μέσω των οποίων είχε επιτευχθεί η αναβίωση του πολιτισμού στην Ελλάδα, ο Κοραής ανταποκρινόταν σε μιαν ακόμη θεωρητική απαίτηση της Ιδεολογίας: κατέθετε τη συμβολή του στην προσπάθεια να χαραχθεί η γενεαλογία της ανθρώπινης γνώσης μέσω της συγκριτικής μεθόδου. Η περιγραφή της ανάδυσης των νεότερων Ελλήνων από τη βαρβαρότητα και την καθυστέρηση προς τον πολιτισμό μπορούσε να φωτίσει μερικά από τα κεντρικά θεωρητικά προβλήματα της γενετικής μελέτης του πολιτισμού, που έθετε η ανθρωπολογία των Ιδεολόγων. Η ανάλυσή του αποτελούσε συμβολή στη συγκριτική μελέτη της ιστορίας του πολιτισμού και προσκόμιζε σημαντικές μαρτυρίες σε θέματα όπως η καταγωγή και η γένεση των κοινωνικών ιδεών, ο σχηματισμός και η εξέλιξη της γλώσσας, η ανάπτυξη συνθετότερων μορφών πολιτισμού και η αμοιβαία εξάρτηση μεταξύ των υλικών και των ηθικών συστατικών στοιχείων στη ζωή ενός λαού. Το δοκίμιο του Κοραή αποτελούσε τόσο επιτυχημένη εφαρμογή της θεωρίας της Ιδεολογίας στη μελέτη της ελληνικής περίπτωσης, ώστε η παρουσίασή του άσκησε αξιόλογη επίδραση στην τροπή των προσανατολισμών της Societ é des Observateurs de l 'Homme προς τη συγκριτική εθνολογία. Η επιτυχία της ανακοίνωσης του Κοραή πάντως δεν ήταν μόνον επιστημονική. Υπό την επήρεια της εντύπωσης που προκάλεσε η εξιστόρηση των αγώνων του ελληνικού έθνους, η «Εταιρεία των ανθρωποτηρητών» προσελκύστηκε στο φιλελληνικό κίνημα της εποχής.

Η διαλεκτική παιδείας και ελευθερίας

Η διερεύνηση των συνθηκών της επανεμφάνισης του πολιτισμού στη νεότερη Ελλάδα από τον Κοραή είχε ως κίνητρο την επιθυμία του να εντοπίσει τις απαρχές ενός εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Η πολιτική χειραφέτηση, ωστόσο, δεν μπορούσε να γίνει αντικείμενο σοβαρής εξέτασης, πριν δημιουργηθεί η υποδομή της ελευθερίας με την πολιτισμική ανασυγκρότηση. Αυτό ο Κοραής το γνώριζε πολύ καλά. Η φιλοσοφία του πολιτισμού πρόσφερε τη βάση μιας θεωρίας της αλληλεπίδρασης μεταξύ παιδείας και ελευθερίας, η οποία συνιστούσε την πεμπτουσία της άποψης του Κοραή για το ελληνικό πρόβλημα. Ο δεσποτισμός ήταν ο άμεσος εχθρός, ενώ η πολιτική ελευθερία και η εθνική ανεξαρτησία αποτελούσαν τους ποθητούς στόχους. Ο δρόμος όμως προς την ελευθερία έπρεπε να περάσει πρώτα από τη νίκη κατά της αμάθειας και την κατάλυση του βασιλείου του σκότους. Η ζωηρή πολιτικότητα της σκέψης του Κοραή προσέγραφε στη σύλληψη του ελληνικού προβλήματος, που είχε προσδιοριστεί από παλαιότερους εκφραστές του Διαφωτισμού, όπως ο Βούλγαρης και ο Μοισιόδαξ, ως υπόθεση πολιτισμικής ανανέωσης, την προσήκουσα πολιτική σημασία. Η πολιτισμική ανανέωση αποτελούσε μεν αίτημα με αυτόνομη αξία, αλλά ως στόχος ήταν μόνο μεταβατικός. Η βαθύτερη σημασία του πήγαζε από το γεγονός, ότι συνιστούσε αναγκαία προϋπόθεση της πολιτικής ελευθερίας. Υιοθετώντας αυτή τη θεωρητική στάση, ο Κοραής έδειχνε ότι είχε πλήρη συνείδηση του πολιτικού νοήματος του Διαφωτισμού. Η πολιτισμική ανανέωση και ο Διαφωτισμός αντιμετωπίζονταν ως τμήματα μιας μακροπρόθεσμης πολιτικής στρατηγικής, η οποία περιέκλειε την πολιτική ελευθερία και την εθνική ανεξαρτησία ως τελικούς αν και σχετικά απομακρυσμένους στόχους.

Πριν οι σαφώς πολιτικοί, και εμφανέστερα ανατρεπτικοί, στόχοι μπορέσουν να γίνουν αντικείμενο ρεαλιστικής θεώρησης και επιδίωξης, ο Κοραής επέμενε ότι το έθνος όφειλε να φτάσει στην ωριμότητα μέσω της κατάλληλης παιδευτικής προετοιμασίας. Και σ' αυτή του την άποψη ο Κοραής δεν παρεξέκλινε από τις απόψεις των Ιδεολόγων, που θεωρούσαν ότι η πολιτισμική και η πολιτική υπόσταση μιας κοινωνίας είναι αλληλένδετες και προσαρμόζονται η μία προς την άλλη. Συνεπώς η εκπαίδευση θα' πρεπε να εξαπλωθεί όσο το δυνατόν πιο πλατιά μεταξύ των νεότερων Ελλήνων, οι οποίοι, με αυτόν τον τρόπο, θα εξοικειώνονταν με την παιδεία του Διαφωτισμού και με τους κλασικούς της αρχαίας κληρονομιάς τους. Ο Κοραής θεωρούσε πρωταρχική του υποχρέωση την προσφορά εκδόσεων των Ελλήνων κλασικών προς τους συμπατριώτες του, για να υποβοηθηθεί με τον τρόπο αυτόν η αναβίωση μεταξύ των νεοτέρων της σοφίας και της αρετής των αρχαίων.

Ο ίδιος είχε οδηγηθεί στη μελέτη των κλασικών και στη συστηματική φιλολογική έρευνα από το δρόμο της σπουδής της ιστορίας της ελληνικής ιατρικής. Η απασχόληση αυτή, η οποία συνδέεται με τα χρόνια των σπουδών του στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Montepellier, ήταν προϊόν του συνδυασμού της ευαισθησίας ενός Νεοέλληνα γιατρού για την πνευματική κληρονομιά των αρχαίων προγόνων του και της αναβίωσης του ενδιαφέροντος για την ιπποκράτεια ιατρική στον φθίνοντα δέκατο όγδοο αιώνα, αναβίωση η οποία αποτελούσε οργανικό μέρος τόσο του γενικότερου πνευματικού σύμπαντος του Διαφωτισμού όσο και ειδικότερα της Ιδεολογίας. Από την έρευνα αυτή προέκυψε η μνημειώδης κοραϊκή έκδοση του ιπποκρατικού κειμένου, Περί Αέρων, Υδάτων, Τόπων, η οποία καθιέρωσε τον Νεοέλληνα εκδότη ως κλασικό φιλόλογο. Σταθμίζοντας τις ανάγκες του έθνους του υπό το πρίσμα της διαλεκτικής σχέσης παιδείας και ελευθερίας, ο Κοραής αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την εμπειρία του ως κλασικού φιλολόγου για την παραγωγή μιας σειράς εκδόσεων αρχαίων συγγραφέων, η οποία θα κάλυπτε τις ανάγκες της νεότερης ελληνικής παιδείας στο πεδίο των κλασικών σπουδών και θα συντελούσε στην πολιτική και ηθική αγωγή των συμπατριωτών του. Με αυτό ακριβώς το πνεύμα εγκαινίασε το 1805, με την οικονομική αρωγή των πλούσιων Ηπειρωτών εμπόρων της Ρωσίας, των αδελφών Ζωσιμά, τη μνημειώδη σειρά εκδόσεων κλασικών κειμένων που έμελλε να απαρτίσουν την Ελληνική Βιβλιοθήκη.

Η Ελληνική Βιβλιοθήκη του Κοραή πρωτοεμφανίστηκε στο Παρίσι το 1805 με την έκδοση ενός τόμου με τον τίτλο Πρόδρομος Ελληνικής Βιβλιοθήκης, ο οποίος περιλάμβανε κείμενα αρχαίας ιστορίας του Κλαυδίου Αιλιανού και άλλων ησσόνων ιστορικών. Στον τόμο προτασσόταν προλογικό δοκίμιο, που διέγραφε τους στόχους του εκδοτικού προγράμματος και τις απόψεις περί παιδείας του επιμελητή της έκδοσης. Στη συνέχεια δημοσιεύτηκαν δεκαέξι τόμοι κλασικών συγγραφέων μεταξύ του 1807 και του 1826, που περιλάμβαναν έργα του Ισοκράτη σε δύο τόμους, του Πλουτάρχου σε έξι τόμους, του Στράβωνα σε τέσσερις, του Αριστοτέλη σε δύο, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντος σε ενιαίο τόμο με τον Γοργία του Πλάτωνος, καθώς και έναν τόμο με λόγους του ρήτορα Λυκούργου. Επιπλέον, δημοσιεύτηκαν εννέα τόμοι με τον τίτλο Πάρεργα της Ελληνικής Βιβλιοθήκης, μεταξύ του 1809 και του 1827, που περιλάμβαναν έργα του Πολυαίνου, του Αισώπου, του Μάρκου Αυρηλίου, του Ονησάνδρου, του Τυρταίου, του Πλουτάρχου, του Επίκτητου και του Αρριανού. Εκτός από τους κλασικούς συγγραφείς, που περιέλαβε στην Ελληνική Βιβλιοθήκη και στα Πάρεργα, ο Κοραής δημοσίευσε σε ανεξάρτητες εκδόσεις κείμενα του Ιπποκράτη, του Θεόφραστου, του Ηλιόδωρου, του Ιεροκλέους καθώς και την Ιλιάδα του Ομήρου. Αυτό το μνημειώδες corpus έργων καθιέρωσε τον Κοραή ως ένα από τους μείζονες κλασικούς φιλολόγους της εποχής του. Στα εκτεταμένα προλεγόμενα που προέτασσε στις εκδόσεις του, και ιδιαίτερα στους τόμους της Ελληνικής Βιβλιοθήκης, ο Κοραής δεν έπαυε να επαναλαμβάνει τις παραινέσεις του και να τεκμηριώνει την άποψη για την αναγκαία σχέση μεταξύ παιδείας και ελευθερίας ―μια άποψη που μετέβαλλε τη φροντίδα του για την παιδεία του γένους σε εθνική σταυροφορία.

Στα δοκίμια αυτά, τα σπουδαιότερα από τα οποία φέρουν τον τίτλο «Αυτοσχέδιοι Στοχασμοί περί της Ελληνικής Παιδείας και Γλώσσης», και ιδιαίτερα στα προλεγόμενα στους έξι τόμους των Παραλλήλων Βίων του Πλουτάρχου, που δημοσιεύτηκαν μεταξύ του 1809 και του 1814, ο Κοραής ανέπτυξε τη θεωρία του για τη διαλεκτική παιδείας και ελευθερίας. Τα επιχειρήματά του επανέρχονταν με ανανεωμένη ζωτικότητα σε θέματα που είχε προβάλει παλαιότερα η σκέψη των εκπροσώπων του Διαφωτισμού κατά της σχολαστικής μόρφωσης και της ξερής γραμματικής αγωγής. Ο Κοραής πρόσθετε σ' αυτές τις διεκδικήσεις του Διαφωτισμού την αξιοπιστία της βαθιάς φιλολογικής γνώσης και την πειστικότητα της μετριοπάθειας, που υπαγόρευαν από την οξύτητα της πολιτικής του αίσθησης. Τασσόταν υπέρ της αποφασιστικής μετάβασης από τη μηχανική γραμματική εκπαίδευση προς την ουσιαστική μόρφωση, με την έννοια της πνευματικής καλλιέργειας που θα συνδύαζε την ηθική της κλασικής εποχής με τη σύγχρονη φιλοσοφία και επιστήμη. Επέμενε ότι η αναγέννηση στην Ευρώπη είχε συντελεστεί με αυτόν τον τρόπο και κατά συνέπεια η αναγέννηση της Ελλάδας μπορούσε ναν επιτευχθεί μόνο με την ίδια μέθοδο. «Περισσότερον ήθελ' ωφελήσειν το γένος σήμερον όστις καίει παρά όστις γράφει Γραμματικάς», γράφει σε μια στιγμή αγανάκτησης.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:55