Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Αναζήτηση για: "Κ*"
45 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθολικά χαρακτηριστικά [language universals]
- Κάθε παιδί σε πολύ μικρή ηλικία, και ανεξάρτητα από τον βαθμό της ευφυΐας που διαθέτει ή από το περιβάλλον που το υποδέχεται, σε σύντομο χρονικό διάστημα με ελλιπή αλλά και αντιγραμματικά πολλές φορές γλωσσικά δεδομένα (λάθη, ή ακριβέστερα «λάθη» της γλωσσικής χρήσης που κινούνται στα όρια του γλωσσικού συστήματος: π.χ. γένους, τότε το επίθετο πάντοτε συμφωνεί κατά το γένος με...
[σύνταξη]
- καθολική γραμματική [universal grammar]
-
Βλ. καθολικά χαρακτηριστικά
- καθομιλούμενη γλώσσα [vernacular language]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
[σύνταξη]
- κανόνες φραστικής δομής [phrase structure rules]
-
Βλ. ανάλυση σε άμεσα συστατικά
- κατάλοιπες μορφοφωνηματικές εναλλαγές [relic morphophonemic alternations]
-
Βλ. μορφοφωνηματική
- κατανεμητισμός [distributionalism]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- κατανόηση γραφής [writing comprehension]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- κατανόηση ομιλίας [speech comprehension]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- κατανομή [distribution]
- Το σύνολο των περιβαλλόντων στο οποίο εμφανίζεται συστηματικά ένας όρος/ μια μονάδα του γλωσσικού συστήματος. Η έννοια είναι ιδιαίτερα σημαντική στις μπροστινό φωνήεν [i, eφωνοτακτικούς, γραμματικούς και σημασιολογικούς κανόνες κάθε γλώσσας. Π.χ. στα ελληνικά δεν επιτρέπονται οι συνδυασμοί /tl/ /sr/ στην αρχή λέξης. Με αυτή την έννοια θα πρέπει να θεωρηθεί ως -απλά- ταυτότητα περιβαλλόντων. p(author). Μ. Θεοδωροπούλου...
- κατηγορία «βασικού» επιπέδου [basic level category]
-
Χωρίς περιεχόμενο...