ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΑΛΛΕΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ
- I. Tsamadou-Jacoberger: Bulletin de la Société de Linguistique de Paris
- Marisa del Barrio: Emerita LXX 2
- Pietro Bortone: Journal of Greek Linguistics 4
- Gonda A. H. Van Steen: The Classical Review 53(1)
- Τάσος Ρέτζιος: Αγγελιοφόρος, 30.9.2001
- Απογευματινή της Κυριακής, 30.9.2001
- Δημήτρης Δημηρούλης: Ιστορία και γλώσσα, Σύγχρονα Θέματα 78
- Κώστας Γ. Αγγελάκος: «Διαβάζω»
- ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, 16/1/2002
- Ελπ. Πασαμιχάλη: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ, 18.10.2001
- Ελευθεροτυπία, ένθετο «Βιβλιοθήκη»
- Ιω. Κλεφτογιάννη: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 18/10/2001
- Μάνια Στάικου: Επενδυτής, 6-7 Οκτωβρίου 2001.
- Τέα Βασιλειάδου: Ημερησία, Σαββατοκύριακο 27-28 Οκτωβρίου 2001
- Ο.Σ.: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 30/12/2001
- Κέρδος, 22/9/2001
- Στέφανος Πεσμαζόγλου: Σύγχρονα Θέματα 81, 12/2002
- Μάρω Κακριδή - Φερράρι: ΤΑ ΝΕΑ , 08/12/2001
- Νίκος Μπακουνάκης: Το ΒΗΜΑ, 14/10/2001
- Δ. Ν. Μαρωνίτης: Το ΒΗΜΑ, 30/09/2001
Ιστορίες της Ελληνικής γλώσσας
Χριστίδης, Α.-Φ. 2001. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα.
Ρέα Δελβερούδη
Τάσος Ρέτζιος: Αγγελιοφόρος, 30.9.2001
Από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας και το Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη, Έργο ζωής του Τ. Χριστίδη
«Η Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα», ένας τόμος που σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας κι εκδόθηκε από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη) έρχεται να συνεισφέρει σ' αυτές τις συζητήσεις το κύρος, την εγκυρότητα, τον ψύχραιμο λόγο του και πάνω απ' όλα μια κοπιώδη εργασία έξι ετών με τη συμμετοχή των καλύτερων ελλήνων και ξένων ειδικών.
«Το έργο δεν είναι μια στενή, αλλά μια ευρεία ιστορία της ελληνικής γλώσσας», τονίζει εξαρχής ο καθηγητής Γλωσσολογίας Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης, διευθυντής του Τμήματος Γλωσσολογίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, ο οποίος είχε την ευθύνη του σχεδιασμού της έκδοσης. Ο ίδιος αναπτύσσει και τη φιλοσοφία της προσπάθειας που στην κυριότερη συνιστώσα της έχει να κάνει με την παρακολούθηση της πορείας της ελληνικής γλώσσας μέσα από τη διαπλοκή της με τα ιστορικά δρώμενα.
Αλλά δεν είναι μόνον αυτό: «Αυτή η ιστορία αρχίζει με μια γενικότερη συζήτηση για το τι είναι γλώσσα, με μια μεγάλη εισαγωγική ενότητα, όπου ο αναγνώστης μπορεί να πληροφορηθεί τα πάντα περί της φύσης του γλωσσικού φαινομένου», λέει ο κ. Χριστίδης, εξηγώντας, στον «ΑτΚ» πως είναι πάρα πολύ χρήσιμο για τον αναγνώστη να προσεγγίζει τη μητρική του γλώσσα μέσα από την αντίληψη ότι κάθε συγκεκριμένη γλώσσα είναι εκδοχή του φαινομένου 'γλώσσα'. Διότι αυτό αποκαλύπτει τη βαθύτερη ενότητα και ομοιότητα των γλωσσών και προφυλάσσει από οποιεσδήποτε εμμονές σε περιούσιες ή μοναδικές γλώσσες».
Μια άλλη περιοχή όπου αυτή η έκδοση πρωτοτυπεί και διεθνώς είναι η πληρέστατη καταγραφή των επαφών της αρχαίας ελληνικής με άλλες γλώσσες, ενώ η διερεύνηση της μεταφραστικής δραστηριότητας στην αρχαιότητα είναι ένα ζήτημα που συνήθως δεν καλύπτεται στις ιστορίες της ελληνικής γλώσσας.
Όσον αφορά στο θέμα της ενότητας και της συνέχειας της ελληνικής γλώσσας, ο κ. Χριστίδης επισημαίνει ότι «όλες οι γλώσσες που πορεύονται μέσα στο χρόνο έχουν μια συνέχεια, αλλά αυτή η συνέχεια υπάρχει για τους ερευνητές και όχι για τους χρήστες - ένας ομιλητής της νέας ελληνικής, για παράδειγμα, με πολλή δυσκολία κατανοεί ένα ομηρικό κείμενο. Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής στο ζήτημα της συνέχειας είναι ότι στην ιστορική πορεία της αναπτύχθηκε ένα ισχυρό αίσθημα ενότητας και συνέχειας το οποίο εκφράστηκε μέσα από κινήματα όπως ο αττικισμός, που είναι η αρχαία στροφή προς την κλασική γλώσσα, συνεχίστηκε από τον κλασικισμό του Βυζαντίου και στο νεότερο εθνικό κράτος με την κυριαρχία της καθαρεύουσας. Επομένως, υπάρχει μια ενότητα με την αρχαία γλώσσα, η οποία ωστόσο δεν ισχύει για όλη την ελληνική γλώσσα, αλλά μόνο για τη λόγια εκδοχή της.
«Η ομιλούμενη γλώσσα και οι διάλεκτοί της πήραν το δικό τους δρόμο, γιατί η γλώσσα εξελίσσεται μέσα στο χρόνο χωρίς παρεμβάσεις. Επομένως, αν θέλει κανείς να μιλάει για συνέχεια, αυτή θα τη βρει στο αίσθημα της νοσταλγίας για μια κλασική γλώσσα που έχει χαθεί».
Η Ιστορική Συγκυρία
Ο κ. Χριστίδης υπογραμμίζει πως όλα αυτά εξηγούνται «όχι μέσα από μια μυθοποιημένη συντηρητικότητα της ελληνικής γλώσσας αλλά μέσα από τις ιστορικές συγκυρίες» και αντιπαραθέτει τη διάσπαση του λατινόφωνου κόσμου, μετά την πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με τη συνέχεια του ελληνόφωνου κόσμου, που εξασφαλίστηκε από την ύπαρξη του Βυζαντίου, το οποίο λειτούργησε ως κέντρο για τη συνέχεια της γλωσσικής πορείας. «Επομένως, αν η ελληνική γλώσσα δε διασπάστηκε σε ξεχωριστές γλώσσες, αυτό δεν οφείλεται σε κάποια ιδιοφυία της ελληνικής γλώσσας αλλά στις ιστορικές συγκυρίες. Η έννοια-κλειδί για τη συνέχεια μιας γλώσσας είναι η διαπλοκή της με την ιστορία, η ιστορικότητα της γλώσσας».
Σήμερα, όμως πώς διατηρείται αυτό το αίσθημα συνέχειας της ελληνικής γλώσσας; Ο επιμελητής της έκδοσης πιστεύει ότι «αυτό που κυριαρχεί σήμερα είναι ένα είδος αναβίωσης κάποιων μυθολογιών για τη γλώσσα, οι οποίες, αν και γλωσσικά ανυπόστατες, έχουν κάποιο αντίκρισμα στις ανησυχίες των ανθρώπων - η ηγεμονία της αγγλικής δημιουργεί ανησυχίες για τις μοίρες των γλωσσών. Οι δικές μας ανησυχίες παίρνουν κι ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα, στο βαθμό που αισθανόμαστε ότι μιλάμε μια γλώσσα ένδοξη και θεωρούμε ότι αυτή έχει περισσότερα δικαιώματα από άλλες στην ενωμένη Ευρώπη.
Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο επιχείρημα για πολλούς λόγους και αν το υιοθετήσει κανείς, λειτουργεί υπέρ της αγγλικής, γιατί αν επικαλεστείς ένα ένδοξο παρελθόν όπου η γλώσσα σου ηγεμόνευε, τότε κάποιος άλλος θα πει ότι τώρα είναι η δική τους σειρά!
Το ζήτημα δεν είναι οι περιούσιες και οι ιδιαίτερες γλώσσες. Το τι θα γίνει στην Ευρώπη στο χώρο των γλωσσών είναι συνδεδεμένο με τα γενικότερα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα της Ευρώπης».