ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΑΛΛΕΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ
- I. Tsamadou-Jacoberger: Bulletin de la Société de Linguistique de Paris
- Marisa del Barrio: Emerita LXX 2
- Pietro Bortone: Journal of Greek Linguistics 4
- Gonda A. H. Van Steen: The Classical Review 53(1)
- Τάσος Ρέτζιος: Αγγελιοφόρος, 30.9.2001
- Απογευματινή της Κυριακής, 30.9.2001
- Δημήτρης Δημηρούλης: Ιστορία και γλώσσα, Σύγχρονα Θέματα 78
- Κώστας Γ. Αγγελάκος: «Διαβάζω»
- ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, 16/1/2002
- Ελπ. Πασαμιχάλη: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ, 18.10.2001
- Ελευθεροτυπία, ένθετο «Βιβλιοθήκη»
- Ιω. Κλεφτογιάννη: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 18/10/2001
- Μάνια Στάικου: Επενδυτής, 6-7 Οκτωβρίου 2001.
- Τέα Βασιλειάδου: Ημερησία, Σαββατοκύριακο 27-28 Οκτωβρίου 2001
- Ο.Σ.: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 30/12/2001
- Κέρδος, 22/9/2001
- Στέφανος Πεσμαζόγλου: Σύγχρονα Θέματα 81, 12/2002
- Μάρω Κακριδή - Φερράρι: ΤΑ ΝΕΑ , 08/12/2001
- Νίκος Μπακουνάκης: Το ΒΗΜΑ, 14/10/2001
- Δ. Ν. Μαρωνίτης: Το ΒΗΜΑ, 30/09/2001
Ιστορίες της Ελληνικής γλώσσας
Χριστίδης, Α.-Φ. 2001. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα.
Ρέα Δελβερούδη
Pietro Bortone: Journal of Greek Linguistics 4(2003), 137-170
Το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, με την υποστήριξη του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του ΑΠΘ ολοκλήρωσε το σπουδαιότερο εγχείρημά του. Η Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα με επιμελητή τον Α.-Φ. Χριστίδη αποτελεί μια άκρως σημαντική συλλογή πολλών άρθρων· τα περισσότερα -αν όχι όλα- γράφτηκαν αποκλειστικά για τον συγκεκριμένο τόμο και συνεπώς σχηματίζουν ένα οργανικό και συνεχές όλο με λογική ακολουθία. Σαράντα πέντε έλληνες και τριάντα ξένοι (κυρίως άγγλοι και γάλλοι) ερευνητές συνέβαλαν στο σύνολο των 123 άρθρων τα οποία είναι κατανεμημένα σε εννέα ενότητες με τρία Παραρτήματα. Τα περισσότερα ονόματα είναι πολύ γνωστά σε όσους μελετούν την κλασική ή τη νέα ελληνική φιλολογία (ας αναφέρω δειγματολειπτικά, χωρίς να θέλω βέβαια να μειώσω τους υπόλοιπους, τους Brixhe, Brock, Bubenik, Chadwick, Duhoux, Horrocks, Jojeph, Malikouti-Drachman, Μαρωνίτη, Παναγιώτου, Philippaki-Warburton, Σετάτο, West).
Αντίθετα με όποιο συμπέρασμα στο οποίο μπορεί να μας οδηγήσει ο τίτλος του βιβλίου, οι θεματικές περιοχές του δεν περιορίζονται στη γλώσσα της εν λόγω περιόδου και την ιστορία της, αλλά περιλαμβάνουν και μια αξιοθαύμαστη σειρά σχετικών θεμάτων. Με δεδομένο το μέγεθος του τόμου, διευκολύνει να δώσουμε εδώ μια σύνοψη των βασικών ενοτήτων του (σύμφωνα με τα περιεχόμενα, όχι τους τίτλους):
- Εισαγωγή στη γλώσσα και τη γλωσσολογία
- Η ελληνική από τις απαρχές της: Ινδοευρωπαϊκή, συστήματα γραφής, προελληνικές γλώσσες
- Ποικιλίες και διάλεκτοι της αρχαίας ελληνικής (συμπεριλαμβανομένης και της αττικοϊωνικής)
- Συγχρονία και διαχρονία της ελληνικής
- Άλλες γλώσσες (επιδράσεις που δέχτηκαν από και άσκησαν στην ελληνική)
- Μετάφραση
- Ύφος και γραμματειακά είδη· ορολογίες (ιατρική, φιλοσοφική, νομική)· σημασιακή αλλαγή που επήλθε με την πολιτισμική αλλαγή
- Στάσεις των αρχαίων απέναντι στη γλώσσα
- Η αρχαία ελληνική στην Ευρώπη και πίσω στην Ελλάδα
- Παραρτήματα για τα λογοπαίγνια, τη γλώσσα της μαντείας, τις παροιμίες, τη μουσική, τη βωμολοχία, το ύφος της επιστολογραφίας.
Ακόμη και από αυτή την πολύ συμπυκνωμένη περιγραφή μπορεί να αντιληφθεί κανείς ότι το φάσμα του βιβλίου είναι ασυνήθιστα ευρύ και καλύπτει πολλά ζητήματα που σπάνια περιλαμβάνονται σε μια Ιστορία της ελληνικής γλώσσας[1] ― θέμα για το οποίο, άλλωστε, έχουν γραφεί άφθονα βιβλία (π.χ. Costas 1936, Horrocks 1997, Jannaris 1897, Meillet 1965, Moleas 1989, Palmer 1980 και Semenov 1936, μεταξύ άλλων, αν και δεν εστιάζουν όλα στα αρχαία στάδια της ιστορίας καθεαυτά).
Η απέραντη -και δικαιολογημένη ωστόσο- ποικιλία θεμάτων που θίγονται αποτελεί τη βασική (θετική) καινοτομία του βιβλίου. Το περιεχόμενο εστιάζει περισσότερο στις κατά γενική συμφωνία αποδεκτές απόψεις σε κάθε τομέα έρευνας, παρά στην εγκαινίαση νέων θεωριών. Ας αναφέρω δύο τυχαία παραδείγματα: όσον αφορά την απαρχή του γραμματικού γένους, ακολουθείται η θεωρία του Meillet, ο οποίος διατυπώνει την άποψη ότι πρόκειται για δευτερογενή διαίρεση μετά τη διάκριση μεταξύ έμψυχων και άψυχων (Παπαναστασίου-Πετρούνιας, 422)· όταν συζητάται η μετακλασική εξέλιξη των αρχαίων διαλέκτων, αν και παρέχεται μια κάπως εναλλακτική ανάλυση (Brixhe 361 κ.ε.), πρώτα παρουσιάζεται η παραδοσιακή εικόνα. Η προσέγγιση αυτή είναι αρκετά λογική σε όσα άρθρα πραγματεύονται θέματα που δεν είναι ευρέως γνωστά, ακόμη και στους έλληνες φιλολόγους· εξάλλου, παρά το μέγεθός του, το βιβλίο έχει εισαγωγικό χαρακτήρα και απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Επιπλέον, περιέχει άφθονο και ευρείας κλίμακας υλικό στο οποίο ελληνιστές οποιασδήποτε ειδικότητας μπορούν να βρουν νέες διεγερτικές πληροφορίες για τομείς που γειτονεύουν με τους δικούς τους.
Ανάμεσα στις ενότητες που αφορούν λιγότερο γνωστά θέματα, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και αξιέπαινη, η οποία και καλύπτει χρονική περίοδο πάνω από εκατό χρόνια, είναι αυτή που πραγματεύεται τις επιδράσεις που δέχτηκε η ελληνική από άλλες γλώσσες και, αντίστροφα, που άσκησε σε άλλες γλώσσες. Πρόκειται για ζήτημα που συνήθως παραμελείται από τις Ιστορίες της αρχαίας ελληνικής· φυσιολογικά, οι ξένες επιδράσεις στην ελληνική αφορούν μόνο την μετακλασική περίοδο (π.χ. σημιτισμοί στη βιβλική ελληνική, ή λατινικές επιδράσεις στη μεσαιωνική ελληνική). Με άλλα λόγια, μπορούμε να δούμε ότι η παράδοσή μας τείνει -σ' αυτή τη λογική- να θεωρεί την κλασική ελληνική ως πρότυπη και τα γλωσσικά ή μεταφραστικά δάνεια ως εξολοκλήρου ξένα, μόνο στην περίπτωση που δεν απαντούσαν ήδη στην κλασική ελληνική. Το βιβλίο αυτό ακολουθεί μια διαφορετική γραμμή, και δίνει ίση βαρύτητα στις διαγλωσσικές επιδράσεις σε όλα τα ιστορικά στάδια που μελετώνται.
Ένας ακόμη τομέας στον οποίο αφιερώνεται μια ενότητα (περίπου εξήντα σελίδων) και μόνο πρόσφατα εκτιμήθηκε πλήρως η σημασία του, είναι η μετάφραση. Αν και είναι αλήθεια ότι, κατά την κλασική περίοδο, οι επιρροές των μεταφρασμένων κειμένων στην λογοτεχνική παραγωγή ήταν περιορισμένες, ενημερωνόμαστε ότι τελικά δεν ήταν σε τέτοιο βαθμό περιορισμένες που συνήθως υποθέτουμε και ότι αυξήθηκαν δραματικά στη μετακλασική εποχή.
Νέα οπτική του βιβλίου αποτελεί η βαρύτητα που δίνεται στην ιστορικότητα και από την άποψη αυτή αποκλίνει ελαφρώς από την τάση που διαμόρφωσε τις περισσότερες γλωσσολογικές μελέτες των τελευταίων δεκαετιών. Για αρκετά χρόνια, η μελέτη της ελληνικής (και εν γένει το μεγαλύτερο μέρος της γλωσσολογικής έρευνας) εστίαζε, ή και περιοριζόταν στην αρχαία ελληνική (με θαυμάσιες εξαιρέσεις όπως αυτή του Horrocks 1997). Στο συγκεκριμένο βιβλίο βλέπουμε μια περισσότερο πολυδιάστατη προσέγγιση. Αυτή η πολύ θετική στροφή οφείλεται πιθανόν και στην πολλαπλότητα των συγγραφέων και στο γεγονός ότι οι σπουδές πολλών συγγραφέων (ας αναφέρω μόνο λίγους: Χριστίδης, Horrocks, Joseph, Καζάζης), αποτελούσαν συνδυασμό κλασικής και νέας ελληνικής φιλολογίας, καθώς και θεωρητικής γλωσσολογίας. Στην πραγματικότητα, αν και η ιστορική περίοδος την οποία καλύπτει το βιβλίο σταματάει στην «ύστερη αρχαιότητα», περιλαμβάνονται περιστασιακές σημειώσεις για μετέπειτα εξελίξεις· επιπλέον, φημολογείται ότι μέρος του σχεδίου από τη στιγμή της σύλληψής του αποτελεί η έκδοση και ενός δεύτερου συμπληρωματικού τόμου που θα καλλύπτει την ιστορία της ελληνικής γλώσσας από την ύστερη αρχαιότητα έως σήμερα.
Η βαρύτητα του βιβλίου στην ιστορία μάς πηγαίνει πίσω από την πραγμάτευση της διαχρονίας της ελληνικής. Ακόμη και τα «γενικά κεφάλαια» της πρώτης ενότητας με τίτλο «Το γλωσσικό φαινόμενο» που περιλαμβάνουν τις βασικές αρχές της γλωσσολογίας και άλλων βοηθητικών επιστημών περιλαμβάνουν, τουλάχιστον περιστασιακά, μια ιστορική άποψη που απουσιάζει από τις πρόσφατες μελέτες για παρόμοια θέματα στην αγγλο-σαξωνική ερευνητική παράδοση. Υπάρχουν ακόμη συχνές αναφορές σε παλαιότερους και αρχαίους μελετητές· έτσι διαφωτίζεται και η διαχρονική εξέλιξη του συγκεκριμένου τομέα, εκτός από αυτή της έρευνας.
Μέσα από αυτό το βιβλίο, η σημασία και η αξία της διαχρονικής μελέτης της ελληνικής είναι αυταπόδεικτη· ο Χριστίδης ορθά παρατηρεί (4) ότι για μια γλώσσα με τόσο πλούσια και τεκμηριωμένη ιστορία όπως η ελληνική, η εξέλιξη νέων γλωσσικών προσεγγίσεων κατά τον 20ό αιώνα άνοιξε την πόρτα σε συναρπαστική και καρποφόρα έρευνα· είναι επίσης σαφές ότι, αντίστροφα, η μακρόχρονη και τεκμηριωμένη ιστορία της ελληνικής (αν τη μελετήσει κανείς στο σύνολό της) παρέχει ένα μοναδικά πλούσιο και χρήσιμο πεδίο έρευνας για την ιστορική γλωσσσολογία εν γένει.
Πολλά αυτόνομα κεφάλαια, πριν από οποιαδήποτε ανάλυση κάποιας μορφής της ελληνικής από συγκεκριμένη οπτική, εισάγουν το θεωρητικό πλαίσιο της επιστήμης τους, έτσι ώστε να μην αποκλειστεί η πρόσβαση στους μη ειδικούς. Για παράδειγμα, το κείμενο για τις γενικές γραμμές της φωνολογίας της κλασικής ελληνικής (Malikouti-Drachman, 386-401) ξεκινάει με μια πολύ σύντομη ερμηνεία που διαχωρίζει τη φωνολογία από τη φωνητική, τα φωνήματα από τα αλλόφωνα, τη στρουκτουραλιστική από τη γενετική προσέγγιση και εισάγει τις βασικές συμβάσεις σήμανσης, πριν να προχωρήσει σε μια (ασφαλή και εναργή) πραγμάτευση της ελληνικής.
Αποκλειστικά θεωρητικά θέματα δεν παραλείπονται ούτε αποφεύγονται με κανέναν τρόπο, αλλά αντιμετωπίζονται ως μέσο για να καταλήξει ο συγγραφέας σε κάποιο συμπέρασμα, ή ως πλαίσιο. Στην πρώτη ενότητα του βιβλίου, διαγράφονται οι βασικές έννοιες που σχετίζονται με την απόκτηση της γλώσσας, τη γλωσσική αλλαγή, τη φύση της γλώσσας και την ψυχογλωσσολογία. Κάποιοι ειδικοί στον χώρο θα θεωρήσουν ανεπαρκείς τις σύντομες αυτές αναφορές, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση εξυπηρετούν με επιτυχία τον απλό σκοπό της γλωσσολογικής επαγρύπνισης λιγότερο υποψιασμένων αναγνωστών όσον αφορά την ποικιλίά των επιστημών που εμπλέκονται ― το βιβλίο, εξάλλου, απευθύνεται και σε μη γλωσσολόγους (έτσι, για παράδειγμα, βρίσκει κανείς στο τέλος γλωσσάρι και πίνακες του Διεθνούς Φωνητικού Αλφαβήτου). Ακόμη και συγκεκριμένα «ελληνικά» ζητήματα αντιμετωπίζονται με συντομία και, εύκολα -αλλά ακίνδυνα- θα μπορούσε κάποιος ειδικός να παραπονεθεί ότι ο δικός του υπο-τομέας παρουσιάζεται με υπερβολικά περιεκτικό και -ενίοτε- απλοποιημένο τρόπο. Έτσι π.χ. η μορφολογία των ρημάτων της κλασικής ελληνικής αναλύεται σε μόλις τέσσερις σελίδες· ωστόσο, πουθενά δεν υπονοείται ότι μια τέτοια κάλυψη είναι εξαντλητική ― αναρίθμητες γραμματικές, και μάλιστα μερικές πολύ καλές, ήδη καλύπτουν τέτοιες ανάγκες. Στόχος (και πλεονέκτημα) του βιβλίου αυτού, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, είναι το εύρος και η αίσθηση της αφθονίας, που μόνο ένα πανόραμα μεγάλου βεληνεκούς της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας μπορεί (και δεν θα αποτύχει) να επιφέρει. Οι βιβλιογραφικές αναφορές παρέχουν κατευθύνσεις για περαιτέρω μελέτη. Οι εκτεταμένες συγχρονικές περιγραφές θα έρχονταν κατά κάποιο τρόπο σε σύγκρουση με την υπερκαλυπτική διαχρονική οπτική και, πάνω απ' όλα, ο επιτομικός χαρακτήρας κάθε ενότητας είναι που καθιστά ευκολότερο για τον αναγνώστη τον εντοπισμό της διασύνδεσης μεταξύ οποιουδήποτε θέματος που αναλύεται και των θεμάτων που προηγούνται ή έπονται.
Θέματα-κλειδιά δεν αναλύονται απλά από γλωσσολογική άποψη αλλά παρουσιάζονται με πρόσθετες συμβολές που αφορούν τη σχετική ιστορία, τη γεωγραφία και τον πολιτισμό, π.χ. για τους Ινδοευρωπαίους (Clackson 142 κ.ε.), την προκλασική ιστορία (Ανδρέου 165 κ.ε.), την κλασική εποχή (Βεληγιάννη-Τερζή 244 κ.ε.), τις προελληνικές γλώσσες και τη Γραμμική Α' (Duhoux 173 κ.ε.), ή για τους βαρβάρους (Cartledge 231 κ.ε.). Όλα αυτά διανθίζονται με τις απαραίτητες φωτογραφίες, διαγράμματα και χάρτες. Μπορεί κανείς επίσης να βρει αρκετά κείμενα για τα συστήματα γραφής (Καραλή 157 κ.ε., Chadwick 200 κ.ε.), καθώς και για την ιστορία του αλφαβήτου (Βουτυράς 210 κ.ε.) ― ένα άλλο θέμα συχνά παραμελημένο σε Ιστορίες της ελληνικής. Εξάλλου, τη στιγμή που τα παρισσότερα κείμενα περιέχουν μια μικρή εισαγωγή στην υπο-ενότητα που θίγουν, ακόμη και θέματα που αφορούν άμεσα την ελληνική γλώσσα ανοίγουν ένα παράθυρο σε όμορα ερευνητικά πεδία· η συζήτηση για τις ινδοευρωπαϊκές ρίζες της ελληνικής (Joseph 128 κ.ε.) παρέχει επίσης στον αναγνώστη μια γενική εικόνα των ζητημάτων που εμπλέκονται στη συγκριτική και αναδομιστική ιστορική γλωσσολογία, καθώς και μια σύντομη παρουσίαση των κύριων αδελφών γλωσσών· στη συζήτηση για την ελληνιστική κοινή (Bubenik 258 κ.ε.) αναφέρονται πρώτα οι γενικές έννοιες της κοινής ή lingua franca, της διγλωσσίας και των παραλλαγών της κοινής, με αναφορές σε πολλές άλλες γλώσσες και στην εξέλιξη ερευνητικών θέσεων πάνω στα θέματα αυτά. Πολλά κείμενα περιλαμβάνουν επίσης αποσπάσματα αρχαίων ελλήνων συγγραφέων των εν λόγω περιόδων με μετάφραση.
Ουσιαστικά λοιπόν τα εύσημα στο συγκεκριμένο βιβλίο οφείλονται στην περιγραφή της ελληνικής κατά την οποία δεν παρουσιάζεται -όπως γίνεται συνήθως- μέσα σε ένα κενό. Περισσότερο υπογραμμίζεται η συγχρονική σύνδεση της γλώσσας με τις διαλέκτους της, με αδελφές γλώσσες, καθώς και με άσχετες γλώσσες με τις οποίες υπήρξαν διεπιδράσεις για λόγους γεωγραφικούς, ιστορικούς και πολιτισμικούς. Παράλληλα, αναδεικνύεται η διαχρονική σχέση μεταξύ των ποικίλων ιστορικών της φάσεων και όλη η εξέλιξή της. Με τον τρόπο αυτόν το βιβλίο προσφέρει μια ρεαλιστική και φυσική εικόνα, αναδεικνύοντας το ασυνήθιστο και το συνηθισμένο ― ξαναζωντανεύοντας την αρχαία ελληνική ως γλώσσα σύγχρονη, με τρόπο που δεν θα μπορούσε μια απλή γραμματική (όσο καλή και εξαντλητική να ήταν).
Υπάρχουν περιστασιακές αβλεψίες στον τόμο, όχι όμως αρκετές για να καταστήσουν το βιβλίο αναξιόπιστο ― μερικά τυχαία παραδείγματα: ο τύπος αîρεÖ πρέπει να καταγραφεί ως ενεστώτας και όχι μέλλοντας στη σελίδα 948· ο πίνακας με τα σύμβολα του Διεθνούς Φωνητικού Αλφαβήτου δηλώνει το σύμβολο /t/ ως φατνιακό αλλά στη συνέχεια σημειώνεται ότι απαντά στο ελληνικό (οδοντικό) τυρί, ενώ το αμεριανικό /r/ σημειώνεται ότι βρίσκεται στην αγγλική προφορά της λέξης butter στη σελίδα 1105· η ιταλική λέξη sputarne θα έπρεπε να είναι spuntarne στη σελίδα 569.
Τέλος, υπάρχει άλλος ένας λόγος για τον οποίο το βιβλίο είναι αξιοσημείωτο: Ο Χριστίδης στην εισαγωγή του (3 κ.ε.) ρητά μεταθέτει την εστίαση -ορθά και πρωτοποριακά- μακριά από τον συντηρητισμό που συνήθως προβάλλεται με έμφαση όσον αφορά την εξέλιξη της γλώσσας και τον διαχρονικό μετασχηματισμό της. Το ίδιο κάνουν κι άλλοι έλληνες συντελεστές: η Νικηφορίδου (102) σημειώνει ότι «…γίνονται φανερές οι τεράστιες αλλαγές που έχουν επέλθει σε όλα τα επίπεδα» από την αρχαία στη νέα ελληνική ― αν και η πρότασή της ότι η γλωσσική αλλαγή δεν μπορεί να εμποδιστεί από τεχνητές παρεμβάσεις διαψεύδεται, κατά τη γνώμη μου, από την ίδια την ιστορία της μετακλασικής ελληνικής. Η σημασία της αλλαγής υπογραμμίζεται περαιτέρω στην ενότητα με τις ειδικές ορολογίες και, κυρίως, στην ενότητα που ασχολείται με τις πολιτισμικά κατευθυνόμενες σημασιολογικές μετατοπίσεις (837 κ.ε.)· τα συγκεκριμένα άρθρα διαφωτίζουν αποφασιστικές αλλαγές στη σημασία, συμπεριλαμβανομένων και κρίσιμων λέξεων όπως ëλληνισμός (Βασιλάκη 839): πρόκειται για λέξεις οι οποίες έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα με μια μακρόχρονη και μη εμφανή εκ πρώτης όψεως σημασιολογική ιστορία.
Ακόμη και όταν θα μπορούσαν να επικαλεστούν παραλληλισμούς και διαφορές με τη νέα ελληνική χρήση, οι έλληνες συγγραφείς είναι αρκετά συγκρατημένοι. Οι νεοελληνιστές μπορεί δικαίως να παραπονεθούν γι' αυτό, είναι όμως σύμφωνο με τον τίτλο του βιβλίου. Είναι επίσης απαραίτητο, σε μελλοντικές ξενόγλωσσες εκδόσεις -έχει ήδη ξεκινήσει μια αγγλική μετάφραση- να απευθύνεται το βιβλίο σε αναγνώστες χωρίς νέα ελληνική κατάρτιση (ομάδα η οποία δυστυχώς, εξακολουθεί να περιλαμβάνει περισσότερο κλασικιστές και κλασικούς φιλολόγους).
Από πολλές απόψεις το βιβλίο προσφέρει χώρο, από τη μια σε όψεις παραδοσιακά παραμελημένες στην Ελλάδα (π.χ., το γεγονός ότι η προφορά της αρχαίας ελληνικής διέφερε δραματικά από τη σύγχρονη: Πετρούνιας 402 κ.ε., 410 κ.ε.) και από την άλλη σε γεγονότα που αγνοούνταν εκτός Ελλάδας (κυριότατα η γλωσσική συνέχεια από την αρχαιότητα έως τη σύγχρονη περίοδο: Joseph 516 κ.ε. και, έμμεσα, η χρησιμότητα της καλής γνώσης της νέας ελληνικής για τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας: Κατσάνης 594). Σε ευανάγνωστο ύφος, παρέχει συνολική εικόνα της αρχαίας ελληνικής που είναι ισορροπημένη, ευαίσθητη, πολυδιάστατη και διαρκώς συναρπαστική.
Βιβλιογραφια
- Costas, Procope S. 1936. An outline of the history of the Greek language with particular emphasis on the Koine and subsequent periods. Σικάγο: Ukrainian Academy of Sciences of America. [Ανατ. 1979, Σικάγο: Ares].
- Horrocks, G. 1997. Greek: A history of the language and its speakers. Λονδίνο: Longman.
- Jannaris, A. N. 1897. An historical Greek grammar chiefly of the Attic dialect as written and spoken from classical antiquity down to the present time: Founded upon the ancient texts, inscriptions, papyri and present popular Greek. Λονδίνο: Macmillan. [Ανατ. 1968/1987, Hildesheim: G. Olms].
- Meillet, A. 1913. Aperçu d'une histoire de la langue grecque. Παρίσι: Librairie Hachette et Cie. [Ανατ.: Avec bibliographie mise à jour et complétée par O. Masson, 1956, Παρίσι: C. Klincksieck.]
- Moleas, W. 1989. The development of the Greek language. Bristol: Bristol Classical Press.
- Palmer, L. R. 1980. The Greek language. Λονδίνο: Faber and Faber.
- Semenov, A. F. 1936. The Greek language in its evolution: An introduction to its scientific study. Λονδίνο: G. Allen & Unwin.
- BayraktaroEly, Α. & M. Sifianou (επιμ.) Linguistic Politeness Across Boundaries: The Case of Greek and Turkish. (= Pragmatics and Beyond New Series, 88). Άμστερνταμ & Φιλαδέλφεια: John Benjamins, 2001. 435, xiv σσ. (+ ευρετ.). ISBN 1-58811-040-0 (US), 90-272-5107 (Eur)…
1 Ή, στην πραγματικότητα, σε οποιαδήποτε ιστορική μελέτη οποιασδήποτε γλώσσας.