Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • δίκαιος
    • επίθετο
    • -α, -ον και -ος, -ον
    • δικαίως
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. αυτός που έχει συμπεριφορά και τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου, ο ευγενικός, ο σωστός, ο συνεπής προς όλες τις υποχρεώσεις απέναντι σε θεούς και ανθρώπους, ο ευσεβής, αντ.δυσσεβής, ἀνόσιος |για πρόσωπα 2. αυτός που συμφωνεί με τους νόμους, με τους κανόνες, ο ενδεδειγμένος, ο κατάλληλος, ο σωστός, ο ακριβής |για πράγματα και έννοιες Β. |φρ. δίκαιός εἰμι, δίκαιόν ἐστιμε απρφ.=έχω δικαίωμα να..., είναι δίκαιο να..., είναι ορθό να... Γ. |ουσ. τὸ δίκαιον, τὰ δίκαια=το ορθό, το σωστό, αυτό που αρμόζει, η δικαιοσύνη |ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορθά, σωστά, με δίκαιο τρόπο, πραγματικά, αληθινά, με ακρίβεια

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α.
    • 1. αυτός που έχει συμπεριφορά και τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου, ο ευγενικός, ο σωστός, ο συνεπής προς όλες τις υποχρεώσεις απέναντι σε θεούς και ανθρώπους, ο ευσεβής, αντ.δυσσεβής, ἀνόσιος
    • για πρόσωπα
    • ΟΜ Οδ 8.575 ἠμὲν ὅσοι χαλεποί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι { όσοι είναι άγριοι και κακοί και δίκιο δεν κατέχουν }
    • ΑΙΣΧ ΕπτΘ 610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρ
    • ΣΟΦ Αντ 791 σὺ καὶ δικαίων ἀδίκους φρένας παρασπᾷς ἐπὶ λώβᾳ { εσύ το μυαλό και αυτών που είναι δίκαιοι στο άδικο το σπρώχνεις }
    • ΠΛ Γοργ 507b τὸν δὲ τὰ δίκαια καὶ ὅσια πράττοντα ἀνάγκη δίκαιον καὶ ὅσιον εἶναι
    • ΛΥΣ 14.4 πολίτου χρηστοῦ καὶ δικαστοῦ δικαίου ἔργον εἶναι
    • 2. αυτός που συμφωνεί με τους νόμους, με τους κανόνες, ο ενδεδειγμένος, ο κατάλληλος, ο σωστός, ο ακριβής
    • για πράγματα και έννοιες
    • ΗΡ 7.108 ἔστι μέντοι δικαιοτάτῳ τῶν λόγων καὶ αὕτη Κικόνων { ανήκει όμως και αυτή, για μα μιλήσουμε με ακρίβεια, στους Κίκονες }
    • ΣΟΦ Ηλ 551 γνώμην δικαίαν σχοῦσα τοὺς πέλας ψέγε
    • ΛΥΣ 1.29 καὶ ταύτην ἔλαβον τὴν δίκην͵ ἣν ὑμεῖς δικαιοτάτην εἶναι ἡγησάμενοι
    • ΑΝΤΙΦ 1.8 ἐμοῦ ἐθέλοντος τῇ δικαιοτάτῃ βασάνῳ χρήσασθαι
    • ΠΛ Συμπ 172b δικαιότατος γὰρ εἶ τοὺς τοῦ ἑταίρου λόγους ἀπαγγέλλειν { γιατί εσύ είσαι ο πιο κατάλληλος να ανακοινώσεις τα λόγια του φίλου σου }
    • Β.
    • φρ. δίκαιός εἰμι, δίκαιόν ἐστιμε απρφ.=έχω δικαίωμα να..., είναι δίκαιο να..., είναι ορθό να...
    • ΗΡ 9.60 δίκαιοί ἐστε ὑμεῖς πρὸς τὴν πιεζομένην μάλιστα τῶν μοιρέων ἀμυνέοντες ἰέναι { είναι σωστό εσείς να έρθετε να βοηθήσετε στην άμυνα την πτέρυγα που πιέζεται περισσότερο }
    • ΘΟΥΚ 3.40.3 ἔλεός τε γὰρ πρὸς τοὺς ὁμοίους δίκαιος ἀντιδίδοσθαι { γιατί είναι σωστό να ανταποδίδεις το έλεος προς τους ομοίους }
    • ΣΟΦ Αντ 399 ἐγὼ δ΄ ἐλεύθερος δίκαιός εἰμι τῶνδ΄ ἀπηλλάχθαι κακῶν
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1287b εἴπερ ὁ ἀνὴρ ὁ σπουδαῖος͵ διότι βελτίων͵ ἄρχειν δίκαιος { αν βέβαια είναι δίκαιο να κυβερνά ο σπουδαίος, επειδή είναι καλύτερος }
    • Γ.
    • ουσ. τὸ δίκαιον, τὰ δίκαια=το ορθό, το σωστό, αυτό που αρμόζει, η δικαιοσύνη
    • ΗΣ Εργ 280 εἰ γάρ τίς κ΄ ἐθέλῃ τὰ δίκαι΄ ἀγορεῦσαι γινώσκων
    • ΛΥΣ 2.61 καὶ περὶ τοῦ δικαίου μαχόμενοι καὶ ὑπὲρ τῆς δημοκρατίας στασιάσαντες
    • ΘΟΥΚ 1.25.3 Κορίνθιοι δὲ κατά τε τὸ δίκαιον ὑπεδέξαντο τὴν τιμωρίαν
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Αχ 645 ὅστις παρεκινδύνευσ΄ ἐν Ἀθηναίοις εἰπεῖν τὰ δίκαια
    • ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορθά, σωστά, με δίκαιο τρόπο, πραγματικά, αληθινά, με ακρίβεια
    • ΘΟΥΚ 4.118.3 ὀρθῶς καὶ δικαίως τοῖς πατρίοις νόμοις χρώμενοι
    • ΙΣΟΚΡ 16.15 τοὺς ἐκβαλόντας αὐτὸν δικαίως ἂν αἰτίους νομίζοιτε
    • ΑΝΔΟΚ 1.1 ὥστ΄ ἐμὲ κακῶς ποιεῖν ἐκ παντὸς τρόπου καὶ δικαίως καὶ ἀδίκως
    • ΠΛ Κριτων 48b τὸ δὲ εὖ καὶ καλῶς καὶ δικαίως ὅτι ταὐτόν ἐστιν { το να ζούμε όμως καλά είναι το ίδιο με το να ζούμε ενάρετα και δίκαια }
    • ΘΟΥΚ 2.43.5 οὐ γὰρ οἱ κακοπραγοῦντες δικαιότερον ἀφειδοῖεν ἂν τοῦ βίου, οἷς ἐλπὶς οὐκ ἔστιν ἀγαθοῦ
    • ΙΣΟΚΡ 12.132 τοὺς μέλλοντας ἄριστα καὶ δικαιότατα τῶν πραγμάτων ἐπιστατήσειν
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΔΙΚΗ >
    • Από: δικα- + -ιος.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε2α
    • επίθετο συγκρ. δικαιότερος, υπερθ. δικαιότατος
    • επίρρημα συγκρ. δικαιότερον, υπερθ. δικαιότατα
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: δικαιολογία, δικαιοπράγημα 'δίκαιη πράξη', δικαιοπραγία 'δίκαιη διαγωγή ή πράξη', δικαιοσύνη, δικαιότης, δικαίωμα 'πράξη δικαιοσύνης, επανόρθωση αδικήματος, τιμωρία, αξίωση, απαίτηση', δικαίωσις 'απονομή δικαιοσύνης', δικαιωτήριον 'κολαστήριο, τόπος τιμωρίας', δικαστήριον, δικαστηρίδιον (υποκοριστικό του δικαστήριον), δικαστής, δικαστήρ 'δικαστής', δικίδιον 'μικρή δίκη', δικογραφία 'σύνθεση δικανικών λόγων', δικογράφος, δικολύμης 'συκοφάντης', δικορραφία, δικορράφος, καταδίκη, δικασπόλος 'δικαστής', εὐθυδικία 'η δίκη που είναι άμεση και σχετική με την ουσία της υπόθεσης', φιλοδικία, ἀναδικία 'ανανέωση δίκης', ἐκδικαστής 'τιμωρός, εκδικητής', ἐπιδικασία 'η διαδικασία για την απόκτηση ή κατοχή κληρονομιάς', συνδικαστής, συνδικία 'συνηγορία, υπεράσπιση', σύνδικος 'συνήγορος', ἀδίκημα, ἀδικία, ἀδικομαχία, διαδικασία 'κρίση', διαδίκασμα 'το αντικείμενο της διαδικασίας'
      • ρήματα: δικαιόω 'επανορθώνω, διορθώνω', δικαιολογέομαι, δικαιοπραγέω 'ασκώ δικαιοσύνη', δικάζω, δικορραφέω 'συναρμολογώ, εφευρίσκω δίκες', καταδικάζω, φιλοδικέω, ἀντιδικάζομαι 'κινώ δίκη εναντίον κάποιου που έχει κινήσει δίκη εναντίον μου', ἐκδικάζω 'ολοκληρώνω τη δίκη, διεξάγω τη δίκη μέχρι τέλους', ἐπιδικάζω 'με δικαστική απόφαση αποδίδω σε κάποιον περιουσία', συνδικάζω 'δικάζω από κοινού', συνδικέω 'ενεργώ ως συνήγορος', ἀδικέω, προσδικάζομαι 'δικάζομαι μαζί με κάποιον άλλο', ὑπερδικέω 'συνηγορώ υπέρ κάποιου'
      • επίθετα: δικαιολογικός, δικηφόρος 'τιμωρός', δικανικός, δικαστικός, βαρύδικος, εὐθύδικος 'αυτός που δικάζει δίκαια', πάνδικος, φιλόδικος 'αυτός που αγαπά τις δίκες', φιλοδίκαιος 'αυτός που αγαπά τη δικαιοσύνη', δωσίδικος 'αυτός που παραδίδει τον εαυτό του στη δικαιοσύνη', ἀνάδικος 'αυτός που δικάζεται ξανά', ἀντίδικος 'κατηγορούμενος', ἔκδικος 'παράνομος, άδικος', ἔνδικος 'ορθός, δίκαιος', ἐπίδικος 'αμφισβητούμενος ενώπιον του νόμου', ἀδίκαστος 'αυτός που δεν έχει δικασθεί', ἀδικητέον, ἀδικόμαχος 'ατίθασος', ἀδικομήχανος 'αυτός που μηχανεύεται αδικία', ἄδικος, πρόδικος 'αυτός που δικάζεται πρώτος', ὑπέρδικος 'ο υπερβολικά δίκαιος'
      • επιρρήματα: δικογραφικῶς, πανδίκως, ἐκδίκως, ἐνδίκως, συνδίκως, ἀδικάστως, δικαιολογικῶς, δικανικῶς, ὑπερδίκως
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • δωρ. ἐκδίκαξις 'εκδίκηση', ιων. ἀδικίη 'αδικία'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: δικαιοδοσία 'η απονομή του δικαίου', δικαιοδότης 'δικαστής', δικαιοκρισία, δικαιοκρίτης, δικαιοκτόνος 'αυτός που σκοτώνει τους δίκαιους', δικαιοπραγμοσύνη 'δίκαιη διαγωγή ή πράξη', δικαιωτής 'δικαστής, κριτής', δικασμός, δικηγορία, δικηγόρος, δίκησις 'εκδίκησις', δικοδίφης 'αυτός που αναζητά δίκες', δικολέκτης 'δικηγόρος', δικολόγος 'δικηγόρος', δικομήτρα 'αυτή που γεννά, προκαλεί δίκες', φιλοδικαστής 'αυτός που αγαπά να είναι δικαστής', ἀντιδικία 'φιλονικία, έριδα', ἐκδίκημα 'εκδίκηση', ἐκδίκησις 'εκδίκηση', ἐκδικητής 'αυτός που παίρνει εκδίκηση', ἐκδικεῖον 'δικαστήριον', ἀδικασία 'αδικία', ἀδίκευσις 'αδικία', ἀδίκησις 'αδικία', ἀδικητής, ἀδικοδοξία 'άδικη ιδέα, κακός σκοπός', ἀδικοπράγημα 'άδικη πράξη', δικασπολία 'δίκη', διάδικος 'ο καθένας από τους αντιπάλους στο δικαστήριο', προδικία 'το δικαίωμα να δικαστεί κάποιος πρώτος', συνδικασία 'κοινή διαδικασία, δίκη'
      • ρήματα: δικαιοδοτέω, δικαιονομέω 'απονέμω δικαιοσύνη', δικηγορέω 'συνηγορώ στο δικαστήριο', δικομαχέω 'επιδιώκω τη διεξαγωγή κάποιας δίκης', ἀναδικάζω 'δικάζω εκ νέου', ἐκδικέω 'εκδικούμαι, τιμωρώ', ἀδικοδοξέω 'επιζητώ δόξα με άδικα μέσα', ἀδικομαχέω 'μάχομαι με άδικο τρόπο', ἀδικοπραγέω 'πράττω κάτι άδικα', δικασπολέω 'δικάζω', διαδικέω (δια-δικέω) 'διαγωνίζομαι στο δικαστήριο', διαδικέω (δι-αδικέω) 'βλάπτω', προδικάζω 'δικάζω εκ των προτέρων', προδικαιόω 'δικαιώνω εκ των προτέρων', προδικέω 'είμαι προστάτης κάποιου', προσδικάζω 'κρίνω ως δικαστής ότι κάτι ανήκει σε κάποιον', ὑπερδικάζω 'υπερασπίζω, συνηγορώ', ὑπερδικαιόω 'τιμωρώ με αυστηρότητα'
      • επίθετα: δικαιοδοτικός, δικαιόμετρος 'αυτός που έχει ορθό, ακριβές μέτρο', δικαιονόμος 'αυτός που απονέμει δικαιοσύνη', δικαιόσυνος 'επίθετο του Δία ως φύλακα της δικαιοσύνης', δικαϊκός 'αυτός που είναι σύμφωνος με τη δικαιοσύνη', εὐθυδικόφρων 'αυτός που σκέφτεται ορθά δικαστικά', ἐκδικητικός, ἐπιδικάσιμος 'αυτός που απαιτεί κάποιος γιατί θεωρεί ότι του ανήκει', ἀδικαιοδότητος 'αυτός που δεν μπορεί να τύχει καμιάς δικαιοσύνης', ἀδικαιολόγητος, ἀδικητικός, ἀδικοπήμων 'αυτός που ενεργεί αντίθετα στο δίκαιο και βλάπτει τους άλλους', ἀδικοπραγής, ἀδικότροπος, ἀδικοχρήματος 'αυτός που έχει χρήματα που έχουν αποκτηθεί άδικα'
      • επιρρήματα: ἀδικητικῶς, δικαστικῶς
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %δικ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • δικαγωγέω, δικαγωγία, δικαγώγιμος, δικαιογνωστικός, δικαιόγραφον, δικαιοδιδάσκαλος, δικαιοδόχος, δικαιοκάπηλος, δικαιοκρατία, δικαιολογήσιμος, δικαιολόγησις, δικαιολογητικός, δικαιολόγοι 'αυτοί που γράφουν ή μιλούν για το δίκαιο', δικαιονομείον 'δικαστήριον', δικαιονομικός, δικαιοπάροχος, δικαιοπνικτικός, δικαιοπολίτης, δικαιοπολιτικός, δικαιοπραγμονέω, δικαιοπραξίαι, δικαιοσοφία, δικαιοστάσιον, δικαιοσύμβουλος, δικαιούχος, δικαιοφανής, δικαιόφιλος, δικαιοφρονέστατος, δικαιοφροσύνη, δικανικότης, δικανομαχίαι, δικαστηριακός, δικαστίνα, δικαστοκρατία, δικηγορείον, δικηγορικοπολιτικός, δικηγορίσκος, δικηγοροεπιδημία, δικηγοροκρατία, δικηγορομανής, δικηγοροπλημμύρα, δικολαβικός, δικόγραφα, δικογραφικός, δικολογικός, δικομανής, δικομαχίαι, δικονομικός
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %δικ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %δικ%