Καθώς οπότε θέλει τις μεγάλην δυστυχίαν
εις άλλον να διηγηθεί και, πριν την ομιλίαν
αρχίσει, πολλά δάκρυα τους οφθαλμούς του βρέχουν,
τοιουτοτρόπως και εμού τον νουν ήδη κατέχουν
5 τόσον φρικώδεις στοχασμοί, τόσαι σκηναί θανάτων,
ώστε τα δάκρυα σύρονται βιαίως των ομμάτων.
Ελθέ και τώρα, Μούσα μου, ελθέ βοήθησόν με
και μ’ ένα δάφνης χλοερόν κλαδίσκον κόσμησόν με.
Τάνυσον πάλιν τας χορδάς της λιγυφθόγγου λύρας
10 πριν Πολυμνίας άχορδον την λάβω ανά χείρας.
Εγείρετο ο ήλιος όλος εσκοτισμένος
και με πυκνά και ολόμαυρα νέφη ενδεδυμένος,
συχνότατα τον έβλεπον πολλοί ν’ αποκαλύπτει
το φωτεινόν του πρόσωπον κι έπειτα να το κρύπτει.
15 Έφευγον αι ακτίνες του διά να μη φωτίζουν
τον θάνατον και εις αυτού τον σκελετόν ν’ εγγίζουν.
Κανέν πτηνόν δεν φαίνεται επί των δένδρων ν’ άδει,
ολόγυμνοι προκύπτουσι των ιτεών οι κλάδοι,
ενώ σταλάζει απ’ αυτούς η δρόσος της εσπέρας·
20 εφαίνοντ’ ότι έκλαιον. Σημεία της ημέρας
δεν μένουν παρ’ αι ασθενείς ηλιακαί ακτίνες.
Ήσαν και ταύτα άραγε συμβεβηκός τυχαίον,
ή τάχα προησθάνοντό τι μέλλον απευκταίον;
Ο βους μυκήματ’ άφηνεν εις δένδρον δεδεμένος,
25 γνωρίζων ότι έμελλε να μείνει φονευμένος.
Ο Νότος έπνεε σφοδρός τας κυπαρίσσους κλίνων
και λυπηρά σφυρίσματα εις τον αέρ’ αφήνων.
Εκάλυπτε τας παρειάς κατήφειά τις νέα,
κατάχλωμα εφαίνοντο νεανικά κι ωραία
30 πρόσωπα· ότ’ ησπάζοντο οι φίλοι μεταξύ των,
οι ασπασμοί εφαίνεντο ότ’ είν’ οι ύστεροί των.
Τα βρέφ’ ενηγκαλίζετο η μήτηρ και εφίλει
με την καρδίαν πάλλουσαν, με σπασμωδούντα χείλη,
ωσάν να προησθάνοντο ότ’ έμελλον εκείνην
35 την νύκτα να υπνώσωσι στην αιωνίαν κλίνην.
Ούτ’ ήσαν προοιωνισμοί μεγάλης δυστυχίας,
ήτις σ’ ολίγον έγινεν επί της Λευκαδίας.
Ολίγην ώραν έπειτα, αφού την εκκλησίαν
παρήτησαν οι άνθρωποι πέμψαντες προς την θείαν
40 πρόνοιαν τας δεήσεις των παρ’ άλλοτε εγκαρδίους,
νεφέλ’ εφάνη σκοτεινή, ως έχουσα μυρίους
του Άδου μαύρους δαίμονας εις τα ευρέα στήθη.
Εν τάχει η σκοτία της εις όλον διεχύθη
τον νεφελώδη ουρανό. Εκάλυψε την πόλιν
45 και μετ’ αυτής την θάλασσαν και την Λευκάδα όλην.
Ηκούσθη εν ταυτώ βοή, ωσάν όλας συγχρόνως
παρεκινούσε τας ψυχάς του Άδου μέγας πόνος
ν’ αναστενάσουν· έφθασε το κέντρον της καρδίας
κι εις τους κατοίκους έχυσε πάσης της Λευκαδίας
50 το χρώμα του ο θάνατος. Το σύνθημα των κλώνων
υπήρξεν αύτη η βοή και η αρχή των πόνων.
Συγχρόνως όλαι τρέμουσιν αι ρίζαι των ορέων,
τα δένδρα εκριζώνονται κοιλάδων των ωραίων,
τρίζουσι τα θεμέλια της ηφαιστείου νήσου
55 και πολλά μέρη ήνοιξαν όμοια της αβύσσου.
Τας κοίτας των οι χείμαρροι αφήνουν και πλανώνται
και παρασύροντες κορμούς τρομακτικά βρυχώνται.
Οι γήλοφοι δεν δύνανται να τους αναχαιτίσουν,
ούτε οι πόροι της ξηράς να τους απορροφήσουν.
60 Καθώς οπότε πλοίον τι εκ των πλευρών αφήνει
αφρίζοντα τα ύδατα και χωρίς καν να κλίνει
την πρώραν του δεν σέβεται τον κύριον που σχίζει,
αλλ’ ότ’ αρχίσ’ εις τους ιστούς ο Νότος να σφυρίζει,
με προσκυνήματα πολλά δέεται ευσπλαχνίας,
65 φοβούμενον μη άσυλον δώσει εις τους ιχθύας,
τοιουτοτρόπως κι η Λευκάς πριν ο σεισμός αρχίσει,
ασφαλεστάτ’ εφαίνετο, αξία να νικήσει
τον Εωσφόρον και μ’ αυτόν τα στίφη των δαιμόνων.
Αλλά οπότε ένευσεν ο σύγχρονος των χρόνων
70 στο νεύμα του υπήκουσες και ως το φύλλον τρέμεις
εις πάντα τόπον χαλασμών και ερειπίων γέμεις.
Η κόνις ανυψώνεται, τον ουρανόν εγγίζει
και του αέρος τα πτηνά σκοτίζουσα κρημνίζει.
Βλέπεις τας σάρκας των βρεφών, θερμάς, αιματωμένας
75 και με τ’ αθώον γάλα των όλας καταβρεγμένας.
Οι σκύλοι ωρυόμενοι το χώμα ανασκάπτουν
και οσφραινόμενοι συχνά τον κύριον εκθάπτουν.
Πολλαί μητέρες θάπτουσι με το νεκρόν των σώμα
τα φονευμένα βρέφη των, έχοντα εις το στόμα
80 το γάλα που επρόσφερον τα μητρικά των στήθη,
τινάς με τους συζύγους των καλύπτουσιν οι λίθοι.
Τα τέκνα φέρουσι πολλούς γονείς στο μαύρον μνήμα,
οίτινες επροτίμησαν φρικτόν να γίνουν θύμα,
παρά να επιζήσωσι τέκνων εστερημένοι.
85 Κραυγάζοντες παράφρονες και όλοι πληγωμένοι,
τρέχουσιν οι γεννήτορες τα τέκνα των ζητούντες.
Εις κάθε βήμα ίστανται τριγύρω θεωρούντες·
τα βλέπουν, τα γνωρίζουσι, τρέχουν να τ’ ασπασθώσι,
αλλ’ ένθερμ’ ενώ σπεύδουσι να εναγκαλισθώσι,
90 αμφότερ’ ευθύς φεύγουσι ταχέως προς τα θύρας
του Άδου· μόνον κάμνουσιν έν νεύμα με τα χείρας
και αι ψυχαί των εν ταυτώ την ύλην παραιτούσι.
Ω, πόσους τότε στεναγμούς ήκουες να ηχούσι
και με αυτούς πόσας φωνάς και θρήνους να κραυγάζουν!
95 Πόσους με χείλη τρέμοντα προς τ’ άνω να τινάζουν
τας χείρας των, κραυγάζοντες «αχ φθάνει πλέον, φθάνει»,
αλλά τα νέφ’ εμπόδιζον και η φωνή δεν φθάνει,
παρ’ εις τον πρώτον ουρανόν μακράν από τον θρόνον
του πλαστουργού και μάρτυρος απάντων των αιώνων.
|