—Γύναι! τί κλαίεις, διατί πενθοφορείς, στενάζεις;
Προς τί εναγκαλίζεσαι, ασπάζεσαι το μνήμα;
Τίν’ Άγγελον εκ των σκηνών του Ουρανού συ κράζεις;
Μήπως θρηνείς, ότ’ άραγε επρόσφερον ως θύμα
5 τινά σ’, αι Μοίραι, συγγενή στον αδηφάγον Χρόνον
και διά να απαλλαχθείς των σκληροτάτων πόνων
επικαλείσ’ εκ τ’ ουρανού,
του Μιχαήλ το φλογερόν το ξίφος, χωρίς να τρέμεις;
Αλλά αυτή η πλάστιγξ σου, ήτις προ των ποδών σου
10 κείται, δεικνύει φανερά, ότι συ είσ’ η Θέμις.
Αλλά πώς τόσα δάκρυα βρέχουν το πρόσωπόν σου
ει ω συ βλέπεις σοβαρώς μ’ αδάκρυτον το βλέμμα
να ρέουσι και χείμαρροι από ανθρώπων αίμα,
ωσάν αυτ’ ήσαν εκ νερού.
15 Θεά, ήτις τον θρόνον σου του πλαστουργού πλησίον
ήγειρες αδαμάντινον, τίνα σου δορυφόρον
επικαλείσαι άραγε να έλθει εκ των θείων
του στερεώματος χωρών του Παραδείσου όρων,
ίνα φυλάττει ισχυρώς το σώμα σου, καθ’ όσων
20 είν’ ικανοί να λάβωσι τόλμην και θράσος τόσον
να σ’ εξυβρίσωσί ποτε!
Τα δάκρυα σ’ επότισαν τόσον το μαύρον χώμα,
ώστε η φύσις ήρχισε τα χόρτα της να φύει
τριγύρω σου. Τα άψυχα με δακρυσμένον όμμα
25 σε βλέπουν και ο ήλιος εγείρεται και δύει
τα βλέμματά του πάντοτε καλύπτων με νεφέλας.
Μελαγχολεί διά εσέ και το λαμπρόν του σέλας
πνίγ’ εις το ύδωρ των νεφών.
—Αδίκως, όχι, δεν θρηνώ· ούτ’ εκ των ουρανίων
30 Αγγέλους κράζ’, αλλά φιλώ τ’ Αγγέλου μου το μνήμα.
Τον Άγγελον εγώ θρηνώ, όστις των επιγείων
σκηνών απήλθεν· έγινε νέος ακόμη θύμα.
Ενταύθα κλείεται ψυχρόν και άφωνον το πτώμα
εις τόπον όπου ο αήρ δεν βάφεται με χρώμα,
35 αλλ’ είν’ αείποτε τυφλός.
Πάντοτ’ υπήρξεν οπαδός των θείων μου δογμάτων.
Πάντοτ’ εκήρυττεν εμέ φιλόστοργον μητέρα.
Εκ της πηγής μου ήρχισε των καθαρών ναμάτων
ν’ αρύετ’ ότ’ ανέπνευσε τον καθαρόν αέρα
40 της γης, ήτις επρόσφερεν άσυλον στον Αινείαν·
σκληρά καταπολέμησε πάντα την Αδικίαν
κι ενόμισε τους οπαδούς…
Αλλά… σιώπα… τί φωνή εκ του μαρμάρ’ εκβαίνει,
με φαίνετ’ ότι ομιλεί τ’ Αγγέλου μου το στόμα.
45 —«Ο θάνατός μου, ω θεά, πολύ μη σε πικράνει.
»Μη με θρηνείς, μ’ εκάλυψεν πολ’ ελαφρόν το χώμα,
»του Παραδείσου αι σκηναί με είναι κατοικία
»και δορυφόροι μου πιστοί λάμψις η ουρανία
και των αγγέλων οι χοροί.
50 »Μη με θρηνείς, δεν έτεμε το νήμα της ζωής μου
»το λερωμένον δρέπανον του τρομερού θανάτου,
»αλλά με παρακάλεσε θερμώς προς της φυγής μου
»ν’ ακολουθήσ’ ο Μιχαήλ τα θεία βήματά του.
»Αλλ’ αν ποτέ μ’ ηγάπησες τον παρελθόντα χρόνον
55 »γίνου τροφός του τέκνου μου, μη το αφήσεις μόνον,
μη το αφήσεις ορφανόν».
—Μη φεύγεις! Άγγελε, αλλά πρόσμειν’ ακόμη, μείνε.
Μη φεύγεις, μη καταφρονείς την δυστυχή μητέρα.—
Αλλ’ η φωνή μ’ αδύνατος με φαίνεται ότ’ είναι
60 και της ταχείας πτήσεως είναι πολ’ αργοτέρα.—
—Έκθαμβος, ξένε, έμεινες, έμεινες καθώς λίθος.—
—Ναι, η ψυχή μου έφυγεν απ’ το ψυχρόν μου στήθος
κι επέτασε μαζί μ’ αυτόν.—
|