Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν.
Κι απ’ όλα τα λουλούδια του κάμπου φαίνεται
η νεότης πιο ωραία. Αλλά μαραίνεται
γρήγορα, και σαν πάει δεν ξαναγένεται·
5 οι πασχαλι[ές] με της δροσιάς τα δάκρυα την ραντίζουν.
Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν.
Αλλά τα ίδια μάτια δεν τα κοιτάζουνε.
Και άλλα χέρια σ’ άλλα στήθια τα βάζουνε.
Έρχοντ’ οι ίδιοι μήνες, πλην ξένοι μοιάζουνε·
10 τα πρόσωπα αλλάξαν και δεν τ’ αναγνωρίζουν.
Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν.
Αλλά με τη χαρά μας πάντα δεν μένουνε.
Αυτά οπού ευφραίνουν, αυτά πικραίνουνε·
κι επάνω εις τους τάφους, που κλαίμε, βγαίνουνε,
15 καθώς τους γελαστούς μας τους κάμπους χρωματίζουν.
Πάλ’ ήλθε καλοκαίρι κι οι κάμποι όλοι ανθίζουν.
Αλλ’ απ’ το παραθύρι δύσκολα φθάνεται.
Και το υαλί μικραίνει μικραίνει, χάνεται.
Το πονεμένο μάτι θολώνει, πιάνεται.
20 Βαριά τα κουρασμένα πόδια, δεν μας στηρίζουν.
✳
Για μας δεν είναι φέτος που οι κάμποι όλοι ανθίζουν.
Λησμονημένου Αυγούστου κρίνοι μάς στέφουνε,
τ’ αλλοτινά μας χρόνια γοργά επιστρέφουνε,
σκιές αγαπημένες γλυκά μάς γνέφουνε
25 και την φτωχή μας την καρδιά γλυκά αποκοιμίζουν.
[1884;, 1895*]
|