I
Καθώς στέκει στην άκρη του βράχου
το γεράκι σαν είν’ πεινασμένο,
και κοιτάζει με μάτι αναμμένο
μες στα σύγνεφα κάτι να ιδεί·
5 ξετροχίζει τα μαύρα του νύχια,
τα φτερά του τινάζει στ’ αέρι,
η καρδιά του ανάφτει και χαίρει,
γιατί αίμα ζεστόν θα να πιει·
Έτσι ο Κίτσος στην άκρη του βράχου
10 στέκει ορθός και τριγύρω κοιτάζει.
Πες μου συ, τ’ είν’ εκείνο που στάζει
απ’ τα μάτια του που είναι φωτιά;
Είναι τάχα τσ’ αυγής οι δροσούλες
που τα μαύρα του βλέφαρα βρέχουν;
15 Όχι, όχι, στα μάτια του τρέχουν
δάκρυα, δάκρυα και τρέχουν θερμά.
Πες μου συ, τ’ είναι εκείνη η αχνάδα
που το πρόσωπο τώρα σκεπάζει;
Διατί τάχα κρυφά αναστενάζει
20 και τα δάκρυα σφογγίζει κρυφά;
Κρεμασμένο στους ώμους του είχε
το τουφέκι, το μαύρο τουφέκι.
Το σπαθί του κοιμάται και στέκει
συντροφιά σε πιστόλια χρυσά.
25 Ρίχτει κάτω το μάτι στον κάμπο,
τον κοιτάζει με μάτι αγριωμένο
κι απ’ το στόμα του που είν’ αφρισμένο
τέτοια λόγια τού πέφτουν κρυφά:
II
«Χασάν, η ώρα εσήμανε. Σαν έβγει το φεγγάρι,
30 αυτό το μαύρο μου σπαθί θα ελθεί και θα σε πάρει.
Η ώρα σου εσήμανε. Το στήθος της Ελένης
με τον πνοήν σου, ω Χασάν, πλέον δεν θα θερμαίνεις.
Σου κάμνω όρκον τρομερόν, τ’ αφτί σου που τρομάζει
όταν ακούει το σπαθί να κελαδεί σαν κράζει,
35 δε θα ν’ ακούσει από σιμά, Χασάν, δε θα ν’ ακούσει
οι κτύποι της καρδίας της γλυκά να κελαδούσι.
Φθάνει για με, δεν θέλω πλια στους λόγγους, στα λαγκάδια
να σέρνομαι σαν ερπετό! Τα χιόνια, τα σκοτάδια
δεν θέλω πλια για συντροφιά. Να έχω δεν θέλω στρώμα
40 πλιο το χορτάρι το ξηρό και το βρεγμένο χώμα…
Φθάνει για με! Φθάνει για με! Και διά σε δεν φθάνει;
Τα δολερά τα χείλη σου ώς πότε, ω Χασάνη,
θα χύνουν το φαρμάκι τους στο στόμα της Ελένης;…
Πόσον καιρόν αγάπη μου ελπίζεις και προσμένεις!…
45 Χασάν, η ώρα εσήμανε. Σαν έβγει το φεγγάρι
θα ελθεί ο Κίτσος τρομερός, θα ελθεί και θα σε πάρει.
Εσύ, σπαθί μου φλογερό, κοιμήσου ώς το βράδυ
και βάσταζε τη δίψα σου ώς να έλθει το σκοτάδι·
πέστε και σεις πιστόλια μου, πέστε να κοιμηθείτε,
50 πάρτε δυο βόλια τρομερά κι απόψε θυμηθείτε,
ότι το ένα στην καρδιά το θέλω του Χασάνη
και τ’ άλλο στο κεφάλι του· μ’ ακούτε! Τώρα φθάνει.»
Τέτοια κάμνει ο Κλέφτης φοβέρα,
όλη μέσα η γλώσσα του βράζει
55 κι απ’ τα μαύρα του χείλη σταλάζει
εις το χώμα φαρμάκι, χολή.
III
Πέρα εκεί σιμά στην βρύσιν οι συντρόφοι του απλωμένοι
στο απαλό χλωρό χορτάρι, βλέπαν όλοι τρομασμένοι
την πολλήν του Κίτσου αχνάδα, το βαρύ το μέτωπόν του,
60 και τα δάκρυα που είχαν πέσει απ’ τον μαύρον οφθαλμόν του.
Πώς ο Κίτσος, που είδε τόσες κεφαλές σ’ αίμα να πλέουν,
τόσες χήρες να φωνάζουν, ορφανά τόσα να κλαίουν
χωρίς δάκρυ ένα να χύσει, γιατί τώρα να δακρύζει;
Την καρδιά του τί μαχαίρι, τί σκληρό μαχαίρι σχίζει;
IV
65 «Αφήστε με να κοιμηθώ, αφήστε με ώς το βράδυ
και ελάτε να μου κρίνετε σαν πέσει το σκοτάδι».
Επήγε και ξαπλώθηκε σαν άρρωστο λεοντάρι
εκεί που επρασίνιζε το δροσερό χορτάρι·
πότ’ εκοιμήθηκε ήσυχα, να κοιμηθεί και τώρα,
70 τώρα που επλάκωνε γοργά η τρομερά του ώρα!
Εγύριζε κι εγύριζε. Μουγκρίζει, αναστενάζει,
μαύρη και κρύα συγνεφιά το στήθο του σκεπάζει·
εδώθ’ εκείθε στρήφεται, δεν ξεύρει δεν γνωρίζει,
ότι κοιμάται δύσκολα το μάτι που δακρύζει.
75 Σηκώνεται, σηκώνεται, δέρνεται, μεταπέφτει,
όλος ο άδης έβραζε μες στην καρδιά του κλέφτη.
Πετιέται τέλος με θυμό και πάγει να καθίσει
εκεί που τους συντρόφους του πρ’ ολίγου είχε αφήσει.
Το θολωμένο, το βαρύ και μαύρο μέτωπόν του
80 το έριψεν ανάμεσα των δυνατών χειρών του.
Κι αφού πολύ εσιώπησε, με μια φωνή που κλαίει,
εις τους συντρόφους σιγαλά και λυπημένα λέει:
«Αδέρφια, έχω στην καρδιά τέτοιο μεγάλο βάρος
οπού νομίζω ότ’ αύριον θα να με πάρει ο Χάρος.
85 Πέτε μου κάτι για να ιδώ μήπως και μ’ ελαφρώσει».
Ήρχισαν οι συντρόφοι του γλυκά να τραγουδώσι.
V
Τί σκούζει εκειός ο αετός εις του βουνού τη ράχη;
Τάχα επείνασε, ζητά άλλο πουλί να φάει;
Ούτε πεινά, ούτε ζητά άλλο πουλί να φάει·
90 κοιτάξετε πώς δέρνεται, ξεσκλιέται με τα νύχια,
κοιτάξτε ρίχτει τα φτερά σαν τον χειμώνα δένδρο.
Μη του ’φαγε άλλος τα μικρά απ’ τη φωλεά του μέσα;
Μη να ’μεινεν αταίριαστος και κλαίει και χτυπιέται;
Δεν του ’φαγε άλλος τα μικρά, δεν είναι χωρίς ταίρι,
95 κλαίει το Δήμο μοναχός στο μνήμα του απάνου·
πατέρα, αδέρφια και παιδιά τού πήρε το τουφέκι,
έχει τη μάνα του μακρά, είναι κι εκείνη σκλάβα.
Ένα τουφέκι τὄμεινε και το μακρύ σπαθί του,
αυτά ’ναι μες στο μνήμα του η μαύρη συντροφιά του.
100 Ανάσκελα στον τάφο του κοίτεται ξαπλωμένος,
στο ένα σφίγγει το πλευρό σπαθί ξεγυμνωμένο
και στ’ άλλο στέκει έξυπνο τουφέκι γιομισμένο.
Αντάμα θα να λιώσουνε κι αυτά με το κορμί του,
και συ μπρε Τούρκε, που περνάς, μη πας εκείθ’ απάνου,
105 γιατί πετιέται το σπαθί και ανάφτει το τουφέκι,
ρίφτοντ’ από το μνήμα του και βρίσκουν την καρδιά σου·
άσ’ τον εκεί του αϊτού ν’ ακούει το μοιρολόι,
να πέφτουν πάντα απάνω του σαν την καρδιά του μαύρα
του αϊτού του τα φτερά και των δενδρών τα φύλλα.
VI
110 Σου έτυχε άραγε ποτέ χλωμός, απελπισμένος,
στην άκρη να ’σαι ποταμού στα χόρτα ξαπλωμένος,
να φεύγουν απ’ τα μάτια σου, χωρίς να το γνωρίζεις,
κρυφά κρυφά τα δάκρυα και συ να τα σφογγίζεις;
Χωρίς να θέλεις έξαφνα βαριά ν’ αναστενάζεις,
115 και το φεγγάρι το χλωμό και τ’ άστρα να κοιτάζεις;
Σου έτυχε τότε, σου έτυχε ν’ ακούσεις αποπέρα
το λάλημα του αηδονιού να πλέει στον αέρα!
Α! Τότε ναι θέλ’ άπλωνες στα μαύρα βλέφαρά σου,
για να σφογγίσεις τα κρυφά εκείνα δάκρυα σου,
120 θέλ’ άνοιγες το στόμα σου, διά να καταπίνει
τας αρμονίας που γλυκά το αηδόνι χύνει.
Έτσι κι ο κλέφτης έπινε το δροσερό αέρι
που το τραγούδι απαλά στην ακοή του φέρει.
Τα βλέφαρά του έκλεισε, ήρχισε να κοιμάται
125 και ποιός ηξεύρει πού και πού κοιμώμενος πλανάται.
Κανένα όνειρο σκληρό τον κάμνει και σπαράττει,
στον ύπνο του εδάκρυζε, στον ύπνο του στενάζει,
συχνά βαστά τα όπλα του και ανοιγοκλεί το μάτι.
Ακούς τους χτύπους της καρδιάς, ακούς μέσα που βράζει.
130 Πότε κοιμάται σαν νεκρός, χωρίς καν ν’ ανασαίνει,
και πότ’ εβρίσκετ’ έξυπνος, σαν λες πως αποθαίνει.
VII
Έπεσε και το σκοτάδι. Δεν εφαίνετο ένα αστέρι,
τόση αντάρα επλημμυρούσε το κατάμαυρον αέρι.
Έτριζαν του λόγγου οι κλώνοι στου ανέμου την μανίαν.
135 Αλλ’ οι κλέφτες μαθημένοι να ζουν μες στην τρικυμίαν,
να κοιμώνται μες στα χιόνια και ν’ ακούν εις τ’ όνειρόν των
να περνούν κομμένοι βράχοι, κεραυνοί απ’ το πλευρόν των,
να διψούν και το χαλάζι
σαν δροσιά στον λάρυγγά των της αυγούλας να σταλάζει·
140 αλλ’ οι κλέφτες μαθημένοι μες στα σύγνεφα τα κρύα
να χορταίνουν μες στ’ αέρι ορφανήν ελευθερία,
να θερμαίνονται στην φλόγα του αναμμένου τουφεκιού των
και να πλέκουν τα μαλλιά των εις την λάμψη του σπαθιού των,
τότε αφήνουν τα λημέρια και, σαν φλόγες των μνημάτων
145 των πατέρων, τα κρυμμένα τ’ άγια κείνα κόκαλά των
τρέχουν πάλιν να ποτίσουν
μ’ άλλο αίμα των τυράννων, που ζεστό πάνω θα χύσουν.
Έπεσε και το σκοτάδι. Δεν εφαίνετο ένα αστέρι,
τόση αντάρα επλημμυρούσε το κατάμαυρον αέρι.
150 Και ο Κίτσος κατεβαίνει απ’ το έρμο μονοπάτι,
και γυρίζ’ εις κάθε μέρος το σπιθόβολό του μάτι.
VIII
Η φωτιά σ’ ολίγο αρχίζει
οι κραυγές, οι στεναγμοί
και τριξίματα οδόντων
155 και σπαθιών οι σφυριγμοί.
Ποιος σπαράττει σαν το ψάρι
απ’ τες τόσες του πληγές,
ποιος κρημνίζεται, σκοντάφτει
σε κομμένες κεφαλές,
160 και απλώνοντας το χέρι
σε κορμιά λαχταριστά
ένα στόμ’ απελπισμένο
τον δαγκάνει, τον βαστά.
Τα τουφέκια ματωμένα
165 δεν αστράφτουν τρομερά,
εις το χώμα ξαπλωμένα
βρίσκονται έρμα και ψυχρά.
Ποιος με στόμα παγωμένο
αποθνήσκων βλασφημά,
170 ποιος με μάτι τεντωμένο
τ’ άστρα απάνω του κοιτά.
Το σπαθί δεν δευτερώνει,
όπου πέσει μια φορά
σχίζει, κόφτει, θανατώνει
175 και σφυρίζοντας περνά.
Δεν ακούεται άλλη γλώσσα
στην αντάρα την πολλή,
παρά ρόγχος, βλασφημία,
ψυχομάχημα, βοή,
180 παρ’ ο κρότος των πτωμάτων
και κομμένων κεφαλών,
οπού πέφτουν μες στο αίμα,
σαν λιθάρια στο νερόν.
Πού ’ν’ οι Κλέφτες, πού ’ν’ οι Τούρκοι;
185 Τόσος κόσμος είν’ νεκρός;
Καταγής κοιμώντ’ οι Κλέφτες,
όλοι οι Τούρκοι είναι νεκροί.
Δεν σου φαίνονται πως είναι
οι ίδιοι που ’χανε σφαγή.
190 Σαν αδέρφια αγκαλιασμένοι
με τα χέρια τους σφιχτά·
λες πως ύστερα απ’ τη μάχη,
λες πως δίδουνε φιλιά.
Αλλά τί; Ποίος είν’ εκείνος
195 που εκεί πέρα περπατεί;
Δεν εχόρτασεν ακόμα
και τα πτώματα πατεί;
Ποίος ταράττει τέτοιαν ώραν
τόσα μνήματα βουβά,
200 τέτοιαν ώραν τί γυρεύει
από τ’ άψυχα κορμιά;
Στα βαριά πατήματά του
δεν ακούς πώς αντηχούν,
πώς στενάζουν τα κουφάρια,
205 ως να εζήτουν να σκωθούν;…
Είναι ο Κίτσος· τρέχει, τρέχει,
και πού τρέχει δεν θωρεί.
Ποίον εσκότωσε δεν ξεύρει,
ποίον ελάβωσ’ αγνοεί·
210 πόσα εθέρισε κεφάλια,
πόσες έκοψε ζωές!
Το βαρύ του χέρι πόσες
κατεμαύρισε καρδιές!
Δεν θυμάται πόσες χήρες
215 θα πεινάσουν κι ορφανά·
τον Χασάν ο Κίτσος θέλει,
άλλο εμπρός του δεν ζητά.
IX
Πνιγμένος μες στα αίματα, χλωμός και λυσσασμένος,
εις του Χασάνη την σκηνήν ο Κίτσος είν’ φθασμένος.
220 Χύνεται μέσα· γύρω του στρέφει γοργά το βλέμμα,
και στάζουν απ’ τα χείλη του αφροί και μαύρον αίμα.
«Χασάν, Χασάν, σκύλε Χασάν» βροντόφωνα τον κράζει,
ενώ το μαύρο του σπαθί τρομαχτικά τινάζει.
«Πού ’σαι; πού κρύφτεσαι, δειλέ; πού φεύγεις; έλα εμπρός μου,
225 να δοκιμάσεις την οργήν της τρομεράς χειρός μου».
Ενώ εφώναζεν εκεί ο Κίτσος μεθυσμένος
απ’ τους καπνούς του αίματος που ήτο ποτισμένος,
μια θύρα ακούεται έξαφνα εκεί σιμά που τρίζει,
πέφτει το μάτι του εκεί, τον βλέπει, τον γνωρίζει.
230 Ένα πλατύ και δίστομο θανατηρό μαχαίρι
άγρια σφίγγει με χαράν εις το δεξί του χέρι.
Τον βλέπει ο Κίτσος και γελά, τον βλέπει και φωνάζει·
«Σκύλε πού πήγες κι έκλεψες το αίμα που σταλάζει
απ’ το πλατύ μαχαίρι σου; το βλέπω ακόμη αφρίζει,
235 είναι ζεστό· πού το έκλεψες; ακόμη, ακόμη αχνίζει!
Εσύ στη μάχη έφυγες· δεν έχεις πολεμήσει·
κι έπειτ’ αυτό το χέρι σου δεν εμπορεί να χύσει
κλέφτικο αίμα καταγής. Δεν ξεύρει, δεν γνωρίζει
παρά τα στήθη τ’ απαλά των γυναικών να σχίζει.
240 Χασάν, μ’ ακούεις, γρήγορα, πού είναι η Ελένη;»
Κι από το πείσμα το πολύ σχεδόν δεν ανασαίνει.
Ψυχρός ωσάν τα μνήματα εκεί εμπρός στη θύρα
λέγει σηκώνων ο Χασάν την ματωμένη χείρα:
«—Μέσα κοιμάται, καρτερεί να πας να τηνε φθάσεις·
245 αλλά θυμήσου ότ’ απεδώ, ω Κίτσε, θα περάσεις».
«—Ναι, θα περάσω απ’ αυτού, ναι, και θα σε πατήσω,
θα σου χωρίσω την καρδιάν, και θα σου την ξεσχίσω,
Χασάν, μ’ αυτά τα δόντια μου». Του Κίτσου τότ’ αρχίζει
το λυσσασμένο το σπαθί ν’ αστράφτει, να σφυρίζει.
250 Χτυπιώνται και λαβώνονται, λαβώνονται, χτυπιώνται,
πέφτουν κι οι δυο, σηκώνονται και πάλιν απαντιώνται.
Αφήνουν πλέον τα σπαθιά, μάχονται με τα χέρια,
είναι κι οι δυο σιμά σιμά, και πιάνουν τα μαχαίρια.
Πέφτουνε πάλιν καταγής, κυλιούνται στα αίματά των,
255 ξεσχίζονται και βλασφημούν, σέρνονται απ’ τα μαλλιά των.
Ο Κίτσος πλέον τον πατεί, τον πνίγει, του φωνάζει:
«Δοκίμασε, δοκίμασε, αν το σπαθί σου σφάζει».
Η ώρα του εσήμανε. Είχ’ έβγει το φεγγάρι,
το είπ’ ο Κλέφτης την αυγή πως θα έρθει να τον πάρει.
260 Πέφτει ο Τούρκος καταγής, ωσάν θεριό μουγκρίζει,
δαγκά τη μαύρη γλώσσα του, τα δόντια του τα τρίζει·
ο Κλέφτης απ’ την λύσσαν του τα στήθη του επατούσε
και την καρδιά του, που ζεστή ακόμη εχτυπούσε,
την εξερίζωσε σκληρά, την σφίγγει με μανίαν,
265 και τρέχει στην Ελένην του με μιαν χαράν αγρίαν:
«Την βλέπεις, της εφώναζε, την βλέπεις; του Χασάνη
είν’ η καρδιά, Ελένη μου· κρίνε μου, δεν σε φθάνει;»
Αλλά εκείνη ήτο βωβή, ήτο χλωμή και κρύα·
κρύα, χλωμ’ ήτον και βουβή ως είναι τα μνημεία.
270 «Σ’ εσκότωσεν», εφώναξε σκληρά κεραυνωμένος,
ενώ στα κρύα χείλη της έστεκε καρφωμένος.
Πέφτει, χτυπιέται καταγής, σέρνεται, παραδέρνει,
κι έπειτα της Ελένης του το πτώμα μόνος παίρνει.
Χύνεται έξω σαν βροντή, το μαύρο λόγγο σχίζει,
275 τρέχει και τρέχει πάντοτε. Πού τρέχει δεν γνωρίζει.
Περνάει βράχους και βουνά, περνά βαθιά λαγκάδια,
νερά, και λόγγους, και κρημνούς και πράσινα λιβάδια.
Και μολονότι όσο γοργό το βήμα του κι αν έχει,
οπίσω τον ακολουθά, τους πόδας του του βρέχει
280 το αίμα της Ελένης του, που απ’ την πληγή της στάζει.
Ο Κίτσος όμως τρέχει εμπρός και ούτε δεν στενάζει.
X
Φεύγουν μήνες, φεύγουν χρόνοι,
πέφτουν, σήπονται, γεννώνται νέα δένδρα, νέοι κλώνοι
και κανείς δεν είχε ακούσει
285 εις τον πόλεμον του Κίτσου τα πιστόλια να κροτούσι.
Φεύγουν χρόνοι, φεύγουν μήνες,
δεν τον είδαν στα λημέρια του ηλίου αι ακτίνες.
Δυο ποιμένες πλανημένοι
μιαν ημέραν μόνον είδαν σ’ έναν λόγγον καθισμένοι
290 δύο μαύρους σκελετούς,
σφιχτ’ ακόμη αγκαλιασμένους, χαλασμένους και σαπρούς.
Στου ενός το κουφωμένο,
το κατάξερο το στήθος είν’ ακόμη εμπηγμένο
έν’ αχάριστο μαχαίρι,
295 που όλοι εξεύρουν πως ο Κίτσος τὄσφιγγε άλλοτε στο χέρι.
Ποιός εξεύρει, ποιός εξεύρει
βροχή πόση και χαλάζι πέρα εκεί τούς είχεν εύρει,
χωρίς καν να τους χωρίσει.
Ό,τι ο Έρως έχει δέσει, ποίος τολμά ποτέ να λύσει;
300 Ήθελ’ είπεις ότι ακόμα,
ότι ακόμη εφιλούντο τρυφερά στόμα με στόμα
κι ότι ακόμη ενωμένα
εχτυπούσαν τα δύο στήθη μολονότι νεκρωμένα.
|