Άσμα II
Ο ήλιος ανέτελλε κι εφώτιζε την κτίσιν
τους λόφους και τα ύδατα κοσμών όλην την φύσιν.
Τον ύπνον παρατήσαμεν ημείς οι δύο νέοι,
ότε η αύρα της αυγής κατάψυχρος να πνέει
5 ήρχιζεν. Επεράσαμεν μέρη πολλά τραχέα
και πάμπολλα κατάφυτα δασώδη και ευθέα.
Οπότ’ ο Φοίβος έφερε στην θάλασσαν τους ίππους,
εις πεδιάδα εύρομεν ωραίους τινας κήπους.
Παντοία είδ’ ήσαν φυτών, από καρπούς γεμάτων
10 και βρεχομένων πάντοτε υπό ψυχρών ναμάτων
καθαροτάτου ποταμού στας όχθας του οποίου,
ως δορυφόροι ίσταντο μεγάλου βασιλείου,
μυρσίναι και κυπάρισσοι και ευθαλείς αι δάφναι,
ροδωνιαί ανθίζουσαι κι ωραίαι πικροδάφναι.
15 Στας όχθας του εποτίζοντο φιλέρημοι τρυγόνες
οπότε ελαρύγγιζον αθώαι αηδόνες.
Οι κύκνοι περιέπλεον, ως νύμφαι των υδάτων,
ταράττοντες τα ύδατα με τα λευκά πτερά των.
Εις τον δενδρώνα είχαμεν το βήμα διευθύνει
20 καθ’ ήν στιγμήν ο ήλιος ήρχισε να εκκλίνει.
Εξαίφνης τότ’ ηκούσαμεν φωνήν τινα και ήχους·
εστάθημεν κι ακούσαμεν τους ακολούθους στίχους:
Ελθέ, λύρα, ελθέ πάλιν τώρα
να σημάνεις, οπότε η ώρα,
25 του θανάτου είναι σιμά!
Αχ! ωραίε, πού άραγε είσαι;
Από το σώμα σ’, αν δύνασαι, λύσε
την ψυχήν να έλθ’ εις εμέ
να ιδεί, που ευρίσκεται μόνη
30 η Μαρία, ενώ άγριοι πόνοι
τρέφουν μόνον εμέ δυστυχή.
Α! συ, Ζέφυρε, όστις ταράσσεις
τα νερά της ακάρπου θαλάσσης
και τ’ αθώα μου ταύτα μαλλιά,
35 λάβε συ στα πτερά σου και φέρε,
απ’ εμέ στον Τιμάνθην το «χαίρε»
και ειπέ του, ότι είμ’ υγιής.
Φύγε τώρα, μη θέλεις να μείνεις
μέχρι τέλους και μάρτυς να γίνεις
40 της μελλούσης φρικώδους σκηνής.
Τοιαύτα κελαδήματα οι κύκνοι παραιτούσι
οπότε ν’ αποθάνωσι μέλλουν και ξεψυχούσι,
ενώ ακόμη μια φωνή εκβαίν’ από το στόμα.
Του φίλου μ’, εν τω μεταξύ, ετάραττε το σώμα
45 δαιμόνιόν τι. Έτρεξεν, αφ’ έπαυσον οι στίχοι,
στο μέρος όθεν ήρχοντο αρμονικοί οι ήχοι.
Εγώ τον ηκολούθησα και είδαμεν συγχρόνως
την θέαν, εξ ής έλαβεν αρχήν ο μέγας πόνος.
Πλησίον σ’ ένα ρύακα έκειτο η Μαρία,
50 ωραιοτάτη τις εικών και όχι επιγεία.
Η κόμη της ήτον ξανθή και άπλεκτος καλύπτει
τας δύο ωραίας παρειάς, καθώς οπότε κρύπτει
νεφέλη τις τον ήλιον. Με μίαν των χειρών της
εκράτει τ’ απεικόνισμα, που είχε στον λαιμόν της,
55 του εραστού. Η άλλη της, ψυχρά, αλαβαστρίνη,
επακουμβούσε ελαφρά στον σκύλον, όστις χύνει
δάκρυα ωρυόμενος. Βλέπουν οι οφθαλμοί της
τον ουρανόν, όπ’ έμελλε να υπάγει η ψυχή της.
Εις το πλευρόν της έκειτο η λύρ’ αιματωμένη
60 κι εις την ξανθήν της κεφαλήν η δάφνη μαραμένη.
Φέρει το στήθος δυο πληγάς σκληράς και βαθυτάτας
του ξίφους και του έρωτος. Ρίπτουν τας μακροτάτας
επί αυτής και χλοεράς κόμας, ερωτευμένα,
παρά ποτέ φαινόμενα ότ’ ήσαν λυπημένα,
65 των ιτεών τα θάλλοντα και πάγκαλα στελέχη.
Ήτον λευκόν το ένδυμα και άλλο τι δεν έχει,
ει μη κηλίδας ερυθράς τ’ αθώου αίματός της.
Καθ’ ήν στιγμήν την είδομεν δεν είχεν όλον το φως της
σβεσθεί, αλλ’ έμενον τινές ακτίνες σκοτισμέναι.
70 Εγνώρισε τον εραστήν, ότ’ ήσαν δεδεμέναι
αι λέξεις, δεν ηδύνατο πλέον να ομιλήσει,
αλλ’ όμως τας δυνάμεις ήνωσε πριν αφήσει
την γην και μ’ έν μειδίαμα επρόφερε το Τίμ…α…
Ότε το… άνθη έκβαινε, η Άτροπος το νήμα
75 του βίου της απέτεμε. Παρήτησε το σώμα
τότ’ η ψυχή κι επέτασε· αλλ’ έστρεφε το όμμα
συχνά προς τον Τιμάνθην της, του νέου φοβουμένη
μήπως εξέλθει η ψυχή κι ούτω συνοδευμένη,
πετάσει προς τον ουρανόν μ’ αυτήν εις το πλευρόν της.
80 Ο φίλος μ’ εν τω μεταξύ, θρηνών, το πρόσωπόν της
ησπάζετο και ήθελε να την ακολουθήσει
και εις τ’ αθώον αίμα της το αίμα του να χύσει.
Με βίαν επροσπάθησα να τον απομακρύνω
του σκοπουμέν’ αλλά μ’ αυτόν κι εγώ τα δάκρυα χύνω.
85 Τότε, Τιμάνθη, σ’ έπεισα να με ευχαριστήσεις·
αλλά προς τί ηθέλησες έπειτα να αφήσεις
τον Λέανδρον τον δυστυχή εις ερημίαν μόνον,
ως παίγνιον των στεναγμών και μακροτάτων πόνων;
Προς τί;… Αλλά συγχώρησον, ω ξένε, αι μεγάλαι
90 λύπαι συχνά το πνεύμα μου προσβάλλουσι και άλλαι
φρικταί σκηναί επέρχονται τον νουν μου να σκοτίσουν.
Εθρήνει ο Τιμάνθης μου κι ίνα τον βοηθήσουν
είχον σχεδόν τα άψυχα οι θρήνοι του κινήσει.
Έμεινε πρώτον άφωνος· αλλά αφού να λύσει
95 ηθέλησ’ εις την λύπην του τας ισχυράς αλύσεις,
τότ’ εκινήθ’ εις δάκρυα ομού μ’ αυτόν κι η φύσις.
Δις είδ’ αυτόν ο ήλιος θρηνούντ’ αδιακόπως
και τα πικρά του δάκρυα π’ εβρέχετο ο τόπος.
Σχίζει τ’ ωραίον πρόσωπον και τους πλοκάμους τίλλει,
100 ενώ ασπάζεται συχνά της φίλης του τα χείλη.
Οπότ’ ο Φοίβος ήρχιζε το κάρον να αναβαίνει
το τρίτον, και λαμπρότατος στον δρόμον να εμβαίνει,
ο φίλος μου απέκαμεν, έπεσ’ εις ληθαργίαν,
Τότε ενόμισα εγώ καλήν την ευκαιρίαν
105 να θάψω της Μαρίας του τ’ αποθαμένον σώμα.
Το μνήμα ευθύς έκαμα, ανέσκαψα το χώμα,
εν μέσω δύο ιτεών και δύο κυπαρίσσων.
Έκαμα περιστύλιον με τ’ άνθη των ναρκίσσων,
με ροδοδάφνας χλοεράς και με πολλάς μυρσίνας.
110 Επί αυτών εκάθητο, ότε με τας ακτίνας
το πρόσωπόν του το ξανθόν ο Φοίβος εκοσμούσε
και ότε εις των θαλασσών τα βάθη τας εσβούσε,
μι’ αηδών και έκλαιε την δυστυχή Μαρίαν
σ’ εκείνην την νεκρώσιμον και μαύρην ησυχίαν.
115 Έθαψα την νεάνιδα εντός του περιβόλου
μετά της γης καλύψας την και των φυτών του θόλου.
Ο σκύλος της ουδέποτε παρήτησε το μνήμα,
αλλ’ έγινε πιστότατος και της αγάπης θύμα…
Έκεισο εν τω μεταξύ ως τεθνεώς, Τιμάνθη,
120 κι ως μαραμένα ομοίαζες, αλλά ωραία άνθη.
Ήλθεν η νυξ κι εκάλυψε με τον μεγάλον θόλον
την θάλασσαν και τα φυτά εντός των δύο πόλων.
Έπεσα τότε και εγώ, κατά πολλά θλιμμένος,
να ησυχάσω οπωσούν, εις άκρον πονεμένος.
125 Ήλθ’ εν τω άμα ο Μορφεύς με βλέπει, με λυπάται
και μετ’ εμού τον φίλον μου, όστις βαθιά κοιμάται.
Έχυσεν εις το σώμα μου, του νέκταρός τ’ έν κύμα
και έπειτα επέτασεν εις το πλησίον μνήμα.
Τον ήρεσε και έκλεξεν αυτό ως κατοικίαν,
130 ανάπαυσιν επάνω του χύσαν την αιωνίαν.
Σχεδόν νεκρός του φίλου μου πλησίον ευρισκόμην
και άπειρα καθ’ ύπνον μου βλέπων εταραττόμην
όνειρα. Εν τω μεταξύ βαθέως εκοιμάτο
ο φίλος· και την χείρα του εκτείνων επειράτο
135 της ερωμένης τ’ άφωνον και παγωμένον σώμα
να εύρει· αλλά έδραττε της μαύρης γης το χώμα.
Ηγέρθη και τα όμματα τριγύρω περιστρέφει·
δεν βλέπ’ ειμ’ εις τον ουρανόν ολίγα μαύρα νέφη.
Το αίμα της Μαρίας του, είδε τυχόν, και μένει
140 ψυχρός ως πέτρα κι άφωνος. Κλαίει χωρίς να στένει.
Εξαίφνης τον προσέβαλον ενός κυνός οι θρήνοι,
τρέχει και βλέπει τον πιστόν, όστις στον τάφον χύνει
αδιακόπως δάκρυα. Το μνήμ’ αναγνωρίζει.
Πίπτει επάνω και θρηνών να ανασκάπτ’ αρχίζει
145 το χώμα με τους όνυχας συγχρόνως με τον σκύλον,
της δυστυχούς Μαρίας του, τον σύντροφον και φίλον.
Και μετ’ ολίγον ήρχισαν πολλούς πικρούς να ρίπτουν
εις τον αέρα στεναγμούς. Οι τρομεροί των θρήνοι
τον ύπνον απεμάκρυναν, όστις ευθύς μ’ αφήνει.
150 Εγείρομαι κι ευρίσκομαι του ρύακος πλησίον
μόνος. Τον φίλον μου μακράν ακούω. Αλλά ποίον
νομίζεις τότε αίσθημα ήκουσα εις το στήθος;
Το αίμα εις τας φλέβας μου έγινεν ως ο λίθος.
Τρέχω ευθύς μανιακός, ενώ τον φίλον κράζω
155 και με καρδίαν πάλλουσαν τον τάφον πλησιάζω.
Εντός των μαύρων σπλάχνων του τρεις βλέπω απλωμένους
αντί ενός κι εις δάκρυα όλους καταβρεγμένους.
Ο σκύλος όλος έτρεμε τον τρόμον του θανάτου,
ο δε Τιμάνθης έκειτο επί ψυχρού κραβάτου
160 ημιθανής. Τον έσυρα μακράν από το μνήμα
και τρέχω εις του ρύακος το αργυρώδες κύμα.
Την δράκα μου επλήρωσα κι ευθέως τον ραντίζω
και προς το μέρος της ψυχής συχνότατα εγγίζω.
Ανέζησε. Αλλ’ έτρεξα πριν έτι αναλάβει
165 κι εκάλυψα τα σώματα, όπου η λύπη παύει.
Έπειτα προς τον φίλον μου έδραμα μόλις ζώντα
κι εκ των ναμάτων της ψυχής αναπνοήν λαβόντα.
Μόλις με είδ’ εστέναξε και με ταχύ το βήμα
ήλθε πλησίον εις εμέ. Έπειτα προς το θύμα
170 του έρωτος έξω φρενών τους πόδας διευθύνει
και με πικρούς τους στεναγμούς και πολλά δάκρυα χύνει.
Δυσκόλως τον κατέπεισα ν’ αφήσομεν τον τόπον.
Τον έσυρα εκ του μνήματος, αλλά με μέγαν κόπον.
Καθώς πολλάκις στρέφουσι τ’ όμμα και θωρούσι
175 την φωλεάν των τα πτηνά, ενώ πικρώς θρηνούσιν,
οπότε θέλουσί τινες τ’ αθώα νεογνά των,
να λάβουν ή φονεύσωσιν, αλλά τα δάκρυά των
ματαίως όλα χύνονται, ούτω και συ, Τιμάνθη,
τα δακρυσμένα όμματα στο ρόδον που εμαράνθη
180 έστρεφες. Δεν εγέλασαν, έκτοτε λυπημένα,
τα χείλη σου. Τα βλέμματα πάντοτε δακρυσμένα,
ουδέποτ’ έχυσαν χαράς δάκρυα κι ευφροσύνης.
Ουδέποτε άλλοτ’ έβλεπες, ουδέ το βλέμμα εκίνεις,
ειμ’ εις την γην που έθαπτε το σώμα της Μαρίας
185 κι εις τον γλαυκόχρουν ουρανόν, όπου η ψυχή της θείας
νεάνιδος επέτασε. Εκ του ψυχρού σου στήθους
έκβαινον μόνον στεναγμοί πληγώνοντες και λίθους.
Αμφότερ’ εφερόμεθα βουβοί, πεπλανημένοι,
ενώ με μαύρα χρώματα ήτον ζωγραφισμένη,
190 στο πρόσωπόν μας σοβαρά βαθεία σκυθρωπότης,
εν μέσ’ ορέων και δασών, όπου η αγριότης
κι η βαρβαρότης κατοικούν. Εφθάσαμεν εις μέρος
όπου υπάρχει των δενδρών εν μέσω του αέρος
ορμητικός τις ποταμός. Εις δύο αυτόν σχίζει
195 με τ’ αργυρά του ύδατα και πάντοτε ποτίζει
τα χλοερά στελέχη του. Εν μέσω των υδάτων
υψούται τι λοφίδιον. Νομίζεις των κυμάτων
ότι είναι τέκνον φίλτατον. Υπήρχε δεδεμένον
στους πόδας του ακάτιον κι ως κτίριον ποιμένων
200 στην κορυφήν εγείρετο μία μικρά καλύβη.
Ο ήλιος στην θάλασσαν το πρόσωπον να νίβει
ήρχιζεν· ένας ασκητής, θύμα πικρών των πόνων,
κλονόμενος στο φόρτωμα πολλών και μαύρων χρόνων,
γονυπετής εδέετο, τας χείρας υψωμένας
205 έχων προς το στερέωμα γυμνάς και πληγωμένας.
Ο ήλιος εφώτιζε το άσπρον πρόσωπόν του
και με το χρώμα του ήλλασσε το χρώμα των τριχών του.
Νομίζεις, ότι φλέγεται υπό πυρός αγίου.
Εφαίνετ’ ότι εδέετο, ότι επί του θείου
210 θρόνου, τας εγκαρδίους του μέλλουν ν’ αναβιβάσουν
δεήσεις αι περιστεραί, αίτινες πριν πετάσουν
εφ’ ενός δένδρου ίστανται, με σέβας χωρίς νεύμα.
Ότε ο γέρων έπεμπε προς του Θεού το πνεύμα
δακρύων τας δεήσεις του, μας φαίνεται, ότι είναι
215 επί του όρους ο Μωσής.
Αφού ο θείος ασκητής επλήρωσε το χρέος
της τάξεώς του, έτρεξεν εις την ακτήν ταχέως.
Εμβαίν’ εις το ακάτιον και έρχεται σιμά μας
ιδών, ότι εκάλυπτε τα νέα πρόσωπά μας
220 κατήφεια· επρόσφερε, μ’ ευνοϊκόν τον τρόπον,
την πενιχράν καλύβην του και τον μικρόν του τόπον.
Εδέχθημεν την πρόσκλησιν εκείνου του αγίου.
Εισήλθομεν στο άσυλον του οίκου του ομοίου
μ’ εκείνον, ότ’ ο άνθρωπος εκβάς από τον θείον
225 Εδέμ με χόρτα έκτισεν.— Εκεί την ιστορίαν,
αφού πρώτον ηρώτησε κι έμαθε την αιτίαν
της βαθυτάτης θλίψεως, να διηγείτ’ αρχίζει
των ημερών του, αλλά προτού το βλέμμα του δακρύζει.
Οι δύο φίλοι μετά του μάγου οδεύουσι προς τον Άδην
Ούτω λοιπόν βαδίζομεν ημείς οι τρεις συγχρόνως
230 στον τόπον, όπου κατοικεί η λύπη και ο πόνος.
Εισήλθομεν εις δάσος τι πυκνότατον ζοφώδες
και το οποίον έκαμνον τα δένδρα του δυσώδες.
Αφού διήλθομεν αυτό μ’ ακροσφαλές το βήμα,
εφθάσαμεν εις ποταμόν έχοντα μαύρον κύμα.
235 Εις την ακτήν του εκάθητο γέρων κεκυφωμένος
σταυροειδώς τους πόδας του έχων, ενδεδυμένος
με ρυπαρά ενδύματα. Οι δύο οφθαλμοί του
εκρύπτοντο εις το κρανίον· πολλοί οι σίελοί του
κατέβρεχον το γένειον οπού το ρεύμα εγγίζει.
240 Παράμορφον το πρόσωπον τον ποταμόν φοβίζει.
Με μίαν απ’ τας χείρας του ακάτιον αρχαίον
εκράτει, άσχημον, βαρύ και μόλις μόλις πλέον.
Ότε το βήμα ήκουσε εις το πλησίον δάσος,
ηγέρθη κι ήλθε προς ημάς με φρικαλέον θράσος.
245 Με θυμωμένην την φωνήν να μας υβρίσει αρχίζει,
αλλά αφού εγνώρισε τον κύριόν του πήζει
το αίμα εις τας φλέβας του και χωρίς λόγον μένει.
Ο Μάγος εσυγχώρησε το σφάλμα του κι εμβαίνει
πρώτος εις το πλοιάριον, εμβήκε και ο Χάρων
250 και μετ’ αυτόν κι ημείς ευθύς. Είδες ποτέ τον λάρον,
ότε εγχέλυν κυνηγά, πόσον πετά ταχέως,
τοιουτοτρόπως και ημείς εφθάσαμεν ευθέως
εις την απέναντι ξηράν. Απέβημεν του πλοίου
και μετ’ ολίγα βήματα επί σκληρού χωρίου
255 εφθάσαμεν στο στόμιον άντρου σκοτεινοτάτου.
Από τους μαύρους φάρυγγας το ρεύμα σφοδροτάτου
ανέμου έξω ήρχετο, φέροντος στα πτερά του
καπνόν και μαύρα ερπετά όμοια του θανάτου.
Ήτον θερμός κι ανέπνεε οδμήν πνιγηροτάτην
260 θείου και πίσσης· έφερε λυγράν και λεπτοτάτην
πολυειδή τινα κραυγήν μακρόθεν ερχομένην
και μ’ υλακτίσματα πολλά κυνών συνενωμένην.
Έβλεψ’ ο Μάγος προς ημάς και νεκρωμένα είδε
τα πρόσωπά μας· εν ταυτώ τον κίνδυνον προείδε,
265 αν ήθελε τα τρομερά μυστήρια του σκότους
μας δείξει, τα μαρτύρια, τους φρικαλέους κρότους,
τον θρήνον και τα πνεύματα απάσης της αβύσσου·
διό και εθωράκισεν ημάς τους δυο εξίσου
με τινας λόγους ισχυρούς. Ο Μάγος τότ’ εμβαίνει
270 στο σπήλαιον και προχωρών τον δρόμον μάς εμφαίνει.
Αφού δι’ ώραν ικανήν εδώ κι εκεί επέρι-
πλανήθημεν, εφθάσαμεν ομού εις τινα μέρη,
όπου τις λύχνος καίεται με φως τι ερυθρώδες,
φωτίζον το υγρότατον εκείνο και δυσώδες
275 σπήλαιον· έκειτο εκεί η πιμελής Αργία·
ταύτην εφύλαττον πιστώς ο Φθόνος κι η Κακία·
οι οφθαλμοί της ερυθροί ήσαν από τον ύπνον.
Είχε πιστόν της σύζυγον τον τυφλωμένον ύπνον.
Εις τα πλευρά των έκειντο αι δύο θυγατέρες·
280 η Πείνα κι η Ασθένεια, πολύγονοι μητέρες
του Φθόνου, της Καταδρομής, Κλοπής και Αδικίας,
του Φθόνου, της Επιβουλής και της σκληράς Παιδείας.
Της πρώτης τα ξηρά οστά δέρμα ρυτιδωμένον
εκάλυπτε, κατάπληρον πληγών και ξεσχισμένον,
285 η δε δευτέρα έκειτο επί τινος κραβάτου
πλησίον αυτής έχουσα την φίλην του Θανάτου.
Αύτ’ είναι η Ιατρική, ήτις αδιακόπως
επί αυτής ειργάζετο και δεν υπήρχε τόπος
εις το αχρείον σώμα της, όπου να μη υπάρχουν
290 πληγαί και έμπλαθρα πολλά. Τοιούτοί τινες άρχουν
εκεί. Εκ τούτου ήλθομεν εις παμμεγέθεις θύρας.
Εις ταύτας ευθύς έθεσεν ο Μάγος μας τας χείρας
κι ανεπετάχθησαν ευθύς. Ρέει προ της εισόδου
φλογώδης μέγας ποταμός και είναι της εξόδου
295 των τεθνεώτων πρόσκομμα απέραντον. Συνθέτει
το ρεύμα του κοχλάζουσα η πίσσα κι η ρητίνη.
Αίμα και λάβα φλογερά και κεφαλαί ανθρώπων
εκολυμβούσαν εις αυτόν κι επλήρωναν τον τόπον
παράμορφα δαιμόνια και ζώα τυφλωμένα
300 και άλλα με ανθρώπινον αίμα συνενωμένα.
Τινά ως λύκ’ ωρύονται και άλλαι ως οι σκύλοι,
εις ταύτα μεν η κεφαλή εις άλλα δε τα χείλη
λείπουν. Τινά μεν τρέφονται με το σκληρόν των σώμα
και άλλα με του ποταμού το αίμα και το χώμα.
305 Ο πάταγος του ρεύματος, οι σφυριγμοί των Νότων,
οι θρήνοι και οι γογγυσμοί, ο θόρυβος των κρότων,
τα άγρια καγχάσματα, η γλώσσα των δαιμόνων
προήξαν εις το στήθος μας τοιούτόν τινα πόνον,
ώστε ολίγον έλειψε να χωρισθούν το σώμα
310 και η ψυχή. Αλλ’ έστρεψεν ο οδηγός το όμμα
επάνω μας και ήρχισε με ήμερον το ήθος
να δίδει θάρρος ικανόν εις τ’ ασθενές μας στήθος.
Μετ’ ανηκούστου μιαράς και νέας ομιλίας
δύο δαιμόνια καλεί, εικόνας της μανίας.
315 Εξήλθον ταύτα παρευθύς από την μαύρην πίσσαν
και ήλθον ωρυόμενα με μανιώδη λύσσαν.
Το σώμα εκαλύπτετο με δέρμα ρυπωμένον,
οι οφθαλμοί των φλογεροί, το στόμ’ αιματωμένον.
Κατάμαυρα, με κέρατα, κι ισχνά από την πείνην,
320 ετίναξαν τα αίματα, την πίσσαν, την ρητίνην,
και προς τον Μάγον έτρεξαν. Τότ’ είπον μεταξύ των
βαρβάρους φθόγγους και κραυγάς· ομοίαζ’ η φωνή των
με των βοών το μήκυμα. Αφού την ομιλίαν
έπαυσαν, ήλθον προς ημάς και την θηριωδίαν
325 ηλάττωσαν· μας έθεσαν εις τα τριχώδη νώτα
κι ημείς σφικτά κρατούμενοι απ’ τα μακρά των ώτα
έφιπποι διερχόμεθα τον ποταμόν του Άδου.
Σε ηκολούθησέ ποτε την χείρα εντός κλάδου
εκ των σαρκών του δώσαντος τροφήν εις τους αιώνας
330 τα θέσεις έχων κατά νουν να λάβεις αηδόνας
και αντ’ αυτών την έχιδναν αι χείρες σου να δράξουν;
Τοιούτο αίσθημα κι ημείς, προσμένοντες ν’ αράξουν
το δύο ζώντα πλοία μας, ησθάνθημεν στο σώμα.
Ο Μάγος εν τω μεταξύ έθεσεν εις το στόμα
335 την ράβδον του και παρευθύς ευρέθη εις την άλλην
όχθην του μαύρου ποταμού. Ήμεθα εις μεγάλην
τότε κοιλάδα σκοτεινήν. Ήτον το έδαφός της
βρότος παχύς και αίματα· ο πνιγηρός καπνός της
εσύνθετε την οροφήν του τρομερού σπηλαίου.
340 Καθώς σκιρτώσι σχίζοντες το ύδωρ του Αιγαίου
δελφίνες και οι όρκυνες, στα αίματα ομοίως
σφυρίζουσαι τρομακτικά αι Ύδραι επιγείως
φαρμακεραί εστρέφοντο επί σειρών πτωμάτων
ισχνών, θρηνούντων δυνατά και διαφανεστάτων.
345 Εις τούτους όλοι εφαίνοντο εις άκραν ευτυχίαν
όσους ποτέ εμίσησαν κι εις άκραν δυστυχίαν
όσους ποτέ ηγάπησαν. Οι φθονεροί είν’ ούτοι.
Αφού τούτον διήλθομεν τον τόπον της αβύσσου,
εις άλλην θύραν ήλθομεν πολύ σκληράν εξίσου.
350 Δύο μεγάλαι είν’ εκεί πέτραι και φλογισμέναι,
αίτινες πάντοτε κτυπούν και είναι ρυπωμέναι
με σάρκας και με αίματα, με τρίχας, μ’ εγκεφάλους.
Ταύτα εκείνοι άφηνον, όσοι εις τους μεγάλους
εκείνους τόπους έμβαινον. Χωρίς αργοπορίαν
355 ο Μάγος παρενέθεσε την ράβδον και καμίαν
λέξιν δεν είπεν. Εμβαίνομεν σ’ εκείνο το δυσώδες
σπήλαιον. Έκειντο εκεί επάνω εις πυρώδες
χώμα πολλά τα πτώματα, ενώ συγχρόνως πίπτουν
πυκνή χιών και χάλαζα. Αδιακόπως ρίπτουν
360 επάνω των ακάνθια τα στίφη των δαιμόνων,
ενώ βουβάλεις σύροντες με κοπτερά υνία
βαρέα κι αρχαιότατα άροτρα περιστρέφουν
τα δυστυχή των σώματα, με τα οποία τρέφουν
τίγρεις και άλλα άγρια παράμορφα θηρία,
365 εις των οποίων πώποτε τα στήθη η ευσπλαχνία
δεν εκατοίκησεν. Εκεί είδομεν τους προδότας.
Έμφοβοι επεράσαμεν την μαύρην πεδιάδα,
το όμμα στρέφοντες συχνά προς τους σκληρούς βουβάλεις,
οίτινες βλέποντες ημάς, κραυγήν καμίας άλλης
370 ομοίαν άφηνον συχνά· και γλείφοντες το αίμα
τριγύρω εις το στόμα των ανέτεινον το βλέμμα.
Ήνοιγον τους μυκτήρας των, όθεν καπνός πυρώδης
εξήρχετο και με αυτόν και ερπετά φλογώδεις
έχοντα πτέρυγας πολλάς. Το στόμα των αφρίζει
375 και έκαστός των οφθαλμός αίμα πολύ δακρύζει.
Ενώ ταχέως φεύγομεν το βήμ’ ακολουθούντες
του Μάγου κι ως εις πέλαγος τα αίματα πατούντες,
εφθάσαμεν εις τας σκληράς και μαύρας κατοικίας
του Πλούτωνος. Εμπρός αυτού μετά πολλής μανίας
380 διάφορα δαιμόνια τα όργανα σημαίνουν
του Άδου. Εάν ήκουες ποιοί τινες εκβαίνουν
εκείθεν ήχοι ήθελες νομίσ’ ότι βρυχώνται
πάντες οι λέοντες ομού και ότ’ όλοι κτυπώνται
υπό κυμάτων ισχυρών αι ύφαλοι κι οι βράχοι,
385 προσθέτουσα τους ήχους της και θηριώδης μάχη.
Ενώ αυτοί εσήμαινον την πτώσιν του ανθρώπου
πολλάκις εκ του φαγητού μετά αγρίου τρόπου
το στόμα ο Πλούτων ύψωνε. Το αίμα των βρωμάτων,
αι σάρκες κι ο εγκέφαλος αιμοσταγών πτωμάτων,
390 ότε το στόμα ήνοιγε, ίνα αισχρώς γελάσει,
ή κεφαλήν τινος θνητού αγρίως να δαγκάσει,
ποικιλοχρόους έκαμνον χορδάς ως βρομοφώνου
λύρας. Αφρός και αίματα επί παντός του χρόνου
σταλάζουσιν εκ των τριχών. Τα κέρατα υψούνται
395 όσον το σώμα. Εκ τριχών τα ώτα του πληρούνται.
Μικρούς ο αγριόχοιρος ή ο ελέφας έχει
οδόντας προς του Πλούτωνος. Από το βλέμμα βρέχει
πικρά χολή αείποτε και φλογεροί σπινθήρες.
Ήκουσες άραγέ ποτε, οπότε οι κρατήρες,
400 του Βεσουβίου ρήγνυνται, ποίαι βρονταί ηχούσι
και τίς καπνός εξέρχεται και πώς αντιβροντούσιν
αι κατοικίαι της Ηχούς; Εις ταύτα ομοιάζει
το σώμα κι η αναπνοή του Πλούτωνος. Κοχλάζει
αδιακόπως μέσα του κατάμαυρον το αίμα.
405 Τριγύρω εις την κεφαλήν όφις μεγάλος στέμμα
κάμνει· ενώ τρανότερος είς άλλος σχηματίζει
ουράν σ’ αυτόν ευλύγιστον και πάντοτε σφυρίζει.
Ότε ημείς τον είδομεν το αίμα ερροφούσε
ενός, όστις τον θάνατον ματαίως εζητούσε.
410 Μόλις μας είδε ύψωσε τα χείλ’ από το βρώμα
και πριν ακόμη τι ειπεί απέμαξε το στόμα
εις τα τριχώδεις χείρας του. Πριν να μας ομιλήσει
έν βρύχημα ηθέλησε στον Άδη να αφήσει.
Εκραύγασε και ήρχισαν οι ρίζαι του Ταρτάρου
415 να τρέμουν κι οι οικήτορες παρόμοιοι μαρμάρου
να γίνονται. Τα ζοφερά άντρα αντιβροντούσι
φρυάττοντες οι δαίμονες τρέχουν και ερωτούσι
τίς άρα υπήρξε η αφορμή του βαρυβρόμου κρότου.
Ρίπτουσιν, αγριεύσαντες, εντός του μαύρου βρότου
420 οι βούβαλοι τα άροτρα. Αι Ύδραι δεν σφυρίζουν,
αλλά με τρόμον κρύπτονται και τους οδόντας τρίζουν.
Ο Κέρβερος εις τους μικρούς εγκρύπτει την ουράν του
και πνίγει εις το στήθος του κραυγήν την τρομεράν του.
Όλος ο Άδης έτρεμε· τρέμει και την ροήν του
425 ο Κωκυτός εκράτησε εις την σκληράν κραυγήν του.
Ουδέποτε ετάραξε των ουρανών τας χώρας
βροντωδεστέρα τις βροντή τας χειμερίας ώρας.
Ούτ’ ο Νηρεύς τρανότερα βρυχήματα και κρότον
παρήτησ’, ότε ο Βορράς συγχρόνως με τον Νότον
430 ρίπτουν τ’ αφρώδη του νερά εις βράχους σκληροτάτους.
Ότ’ η κραυγή επλήρωσε τους τόπους μαυροτάτους,
χωρίς τον Άδη να υπερβεί, εσβέσθη στον αέρα
που μόνον άπαξ έλαμψε το φως και η ημέρα.
|