Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1863-1933)

© (Ατελών ποιημάτων)
Ρενάτα Λαβανίνι, Εκδ. Ίκαρος
Αρχείο Καβάφη (Ίδρυμα Ωνάση)

Ένας έρως

Δεν λιγοστεύ’ η συμφορά όσο και αν την λέγεις. Αλλ’ είναι πόνοι που ήσυχα μες στην καρδιά δεν μένουν. Διψούν με το παράπονο να βγουν να ξεθυμάνουν.

Ο Αντώνης με αγάπησε κι εγώ τον αγαπούσα. 5 Και μ’ έδωκε τον λόγο του πως άλλην δεν θα πάρει! Αλλ’ ήτανε πτωχός πολύ κι είχεν υπερηφάνεια. Γι’ αυτό σηκώθη κι έφυγε μ’ έν’ άτυχο καράβι με τον σκοπό να βρει δουλειά, μια τέχνη ν’ αποκτήσει. Να γίνει ναύτης ήθελε, και πλοίαρχος μια μέρα, 10 κι έπειτα να στεφανωθεί μ’ ήσυχη την καρδιά του.

Αχ, μια χρονιά δεν σώθηκε· και πέφτει ο πατέρας και σπάνει το ποδάρι του και το δεξί του χέρι. Αρρώστησεν η μάνα μου. Ό,τι μάς είχε μείνει, λίγο μπακίρι παλαιό, ασημικό ολίγο, 15 κάτι μικρά διαμαντικά που φύλαγ’ η μητέρα, πουλήθηκαν για τίποτε. Έγιν’ η συμφορά μας η ομιλία του χωριού. Εις τα μεγάλα σπίτια την είδησί της έδωκαν, κι από τ’ αρχοντικό του συχνά ο Σταύρος ήρχονταν σαν φίλος και προστάτης 20 στο σπίτι μας… και μ’ έβλεπε μ’ αγάπη μες στα μάτια.

Δεν δούλεβ’ ο πατέρας μου· η μάνα δεν κεντούσε. Μέρα και νύχτα δούλευα και έχυνα το φως μου κι ωστόσο δεν κατάφερνα να βγάλω το ψωμί των. Ο Σταύρος ήταν πλούσιος και με καρδιά μεγάλη. 25 Απλά — χωρίς καυχήματα, χωρίς κομποφανία — και μυστικά, τους έδιδε τα μέσα και τους ζούσε. Και η ψυχή μου χαίρονταν για τους φτωχούς γονείς μου — και η ψυχή μου έκλαιε για την φτωχή εμένα. Πολύ καιρό δεν άργησεν η άτυχη ημέρα 30 που μες στον κάμπο στάθηκε κοντά μου, και με πήρε το χέρι και με κοίταζε… Έτρεμα σαν το φύλλο γιατ’ ήξευρα τί ήθελε, και δεν τον αγαπούσα… Εδίσταζαν στα χείλη του τα λόγια — ώς που είπε· «Φρόσω, για το χατίρι τους δεν στέργεις να με πάρεις;»

35 Όχι, μ’ εφώναζ’ η καρδιά ζητώντας τον Αντώνη. Αλλά βαριά σηκώθηκε Βοριάς αγριεμένος, κι έλεγαν το καράβι του πως χάθηκε στα ξένα. Αχ, πώς εβγήκε το σκληρό, φαρμακευμένο ψέμα!… Αχ, πώς να ζω η δύστυχη να κλαίω νύχτα, μέρα!…

40 Μ’ έλεγε ο πατέρας μου πολλά για να με πείσει. Αλλ’ η καλή μητέρα μου δεν έλεγε μια λέξι, Μόνο στα μάτια μ’ έβλεπε, κι η λύπη και η φτώχεια έτρεχαν από πάνω της. Έχασα κάθε θάρρος. Δεν βάσταξα. Τον έδωκα το χέρι μου. Θαμμένη 45 βαθιά μέσα στην θάλασσα ήτανε η καρδιά μου.

Όλες οι κόρες του χωριού την τύχην μου φθονούσαν που έπαιρν’ άνδρα πλούσιο και άρχοντα μεγάλο, εγώ μια κόρη χωρική, εγώ φτωχιά μια κόρη.

Δεν είδε μεγαλύτερο γάμο απ’ τον δικό μας 50 ποτέ του το χωριό. Μικροί, μεγάλοι μαζωχθήκαν για να ιδούν του άρχοντα την τυχερή την νύφη. Με πασχαλιές τον δρόμο μας έραναν και με ρόδα. Παντού χοροί και μουσικές, τραγούδια και τραπέζια. Για μένα νύχτα ήτανε. Μαύρα φορούσαν όλα.

55 Τέσσαρες μήνες πέρασαν μονάχα που τον πήρα, και μια βραδιά που έρημη στην πόρτα του σπιτιού μου στέκουμουν, βλέπω την σκιά εμπρός μου του Αντώνη. Με φάνηκε σαν όνειρο, δεν πίστευα το φως μου· έως που μ’ είπ’ «Αγάπη μου, γιατ’ είσαι λυπημένη; 60 Τα βάσανά μας τέλεψαν, ήλθα για να σε πάρω».

Πικρά, πικρά τον δέχθηκα και του τα είπα όλα. Και έσφιξα τα χέρια του σαν πριν μες στα δικά μου, και τον εφίλησα σαν πριν, κι έκλαψα στον λαιμό του. Είπα πως δεν αγάπησα άλλον από εκείνον… 65 Τον είπα πως με γέλασαν, πως μες στην τρικυμία επίστεψα που πνίχθηκε… Πως μόνο για χατίρι της μάνας, του πατέρα μου πανδρεύθηκα… Μαζί του πως προτιμούσα βάσανα, φτώχεια, και καταφρόνια, απ’ όσα πλούτη έχ’ η γη που να τα φέρνει άλλος… 70 Τον είπα πως τον αγαπώ σαν πρώτα, μόνον τώρα ο έρως μου είναι φωτιά άσβεστη που με καίει, τώρα που ξέρω πως ποτέ, ποτέ, ποτέ δικός μου δεν θε να γίνει και εγώ δική του… Και τον είπα, απ’ την παλιά αγάπη του αν έμεινε ολίγη, 75 να ορκισθεί να μη με διει ποτέ πια στην ζωή του… Και άλλα, άλλα έλεγα· άλλα που δεν θυμούμαι. Έκαιε το κεφάλι μου. Με έφευγε ο νους μου.

Τώρα πια όλα τέλεψαν. Εμαύρισ’ η ζωή μου. Δεν θα ’χει πια ποτέ χαρά για μέν’ αυτός ο κόσμος. 80 Ας μ’ έπαιρνε ο θάνατος!… Αλλά πώς να πεθάνω — έχω πληγή μες στην καρδιά, μα είμ’ ακόμη νέα.

[1896*]