Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Η επίσκεψη Β΄ ή οι Νεοζηλανδοί *
Εκείνο το απόγεμα ξύπνησα με την έντονη επιθυμία να κατέβω στον Πειραιά να
επισκεφτώ την οικογένεια Κ. Με την οικογένεια αυτή, τα παλιά χρόνια είχαμε
πολλές φιλίες. Όμως, όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, σιγά σιγά
αραίωσαν οι συναντήσεις μας, ώσπου κατάντησε να μη βλεπόμαστε καθόλου.
Θα ’χαν περάσει πεντέξι χρόνια από την τελευταία συνάντησή μας. Αυτά σκεφτόμουν, καθώς χτυπούσα το κουδούνι του σπιτιού τους εκείνο το ανοιξιάτικο απόγεμα. Μου άνοιξε ένα λεοντάρι. —Τί θέλετε; με ρώτησε. Πίσω του φάνηκε κάτι που θα το ’λεγα ανθρώπινο σκελετό αν δεν είχε ακέραιο το κεφάλι του και κάτι πέτσες από κρέας που κρεμόντουσαν πάνω στα γυμνά κόκαλά του. — με κατάντησε έτσι! ούρλιαξε το περίεργο πλάσμα, δείχνοντάς μου το λιοντάρι. — Πού είναι οι άλλοι! φώναξα τότε εγώ. Τότε το λιοντάρι βάλθηκε να κλαίει. Ύστερα άρχισε να μικραίνει να μικραίνει να μικραίνει. Στο τέλος έγινε μια μικρή χρυσή καρφίτσα. Την πήρα και την κάρφωσα πάνω στη γραβάτα μου. — Γρήγορα πίσω στην Αθήνα! φώναξα έξαλλος στο πρώτο ταξί που βρέθηκε μπροστά μου. |