Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ελληνόγλωσσο ποιητικό του έργο |
Ανδρέας Κάλβος (1792-1869)
Ωδή δεκάτη
[X]
Ο Ωκεανός
α΄
Γη των θεών φροντίδα, Ελλάς ηρώων μητέρα, φίλη, γλυκεία πατρίδα μου νύκτα δουλείας σ’ εσκέπασε, 5 νύκτα αιώνων. β΄
Ούτω εις το χάος αμέτρητον των ουρανίων ερήμων, νυκτερινός εξάπλωσεν έρεβος τα πλατέα 10 πένθιμα εμβόλια. γ΄
Και εις την σκοτιάν βαθείαν, εις το απέραντον διάστημα, τα φώτα σιγαλέα κινώνται των αστέρων 15 λελυπημένα. δ΄
Εχάθηκαν οι πόλεις, εχάθηκαν τα δάση, κι η θάλασσα κοιμάται και τα βουνά· και ο θόρυβος 20 παύει των ζώντων. ε΄
Εις τα φρικτά βασίλεια ομοιάζει του θανάτου η φύσις όλη· εκείθεν ήχος ποτέ δεν έρχεται 25 ύμνων ή θρήνων. ς΄
Αλλά των μακαρίων στάβλων ιδού τα ηώα κάγκελα οι Ώραι ανοίγουσιν, ιδού τα ακάμαντα άλογα 30 του Ηλίου εκβαίνουν. ζ΄
Χρυσά, φλογώδη, καίουσι τους δρόμους του αέρος τα αμιλλητήρια πέταλα· τους ουρανούς φωτίζουσι 35 λάμπουσαι οι χαίται. η΄
Τώρα εξανοίγει τ’ άνθη εις τον δροσώδη κόλπον της γης η αυγή· και φαίνονται τώρα των φιλοπόνων 40 ανδρών τα έργα. θ΄
Τα μυρισμένα χείλη της ημέρας φιλούσι το αναπαυμένον μέτωπον της οικουμένης· φεύγουσιν 45 όνειρα, σκότος, ι΄
Ύπνος, σιγή· και πάλιν τα χωράφια, την θάλασσαν, τον αέρα γεμίζουσι και τας πόλεις με κρότον, 50 ποίμνια και λύραι. ια΄
Εις του σπηλαίου το στόμα ιδού προβαίνει ο μέγας λέων, τον φοβερόν λαιμόν τετριχωμένον 55 βρέμων τινάζει. ιβ΄
Ο αετός αφήνει τους κρημνούς υψηλούς· κτυπάουσιν οι πτέρυγες τα νέφη, και τον όλυμπον 60 η κλαγγή σχίζει. ιγ΄
Έθλιψε την Ελλάδα νύκτα πολλών αιώνων, νύκτα μακράς δουλείας, αισχύνη ανδρών, ή θέλημα 65 των αθανάτων. ιδ΄
Η χώρα τότε εφαίνετο ναός ηριπομένος, όπου οι ψαλμοί σιγάουσι και του κισσού τα ατρέμητα 70 φύλλα κοιμώνται. ιε΄
Ωσάν επί την άπειρον θάλασσαν των ονείρων, ολίγαι, απηλπισμέναι ψυχαί νεκρών διαβαίνουσι 75 με δίχως βίαν· ις΄
Ούτως από του Άθωνος τα δένδρα, έως τους βράχους της Κυθήρας, κυλίουσα την άμαξαν βραδείαν, 80 ουρανοδρόμον· ιζ΄
Η τρίμορφος Εκάτη εθεώρει τα πλοία, εις του Αιγαίου τους κόλπους λάμνοντα αδόξως, φεύγοντα 85 διασκορπισμένα. ιη΄
Συ τότε, ω λαμπροτάτη κόρη Διός, του κόσμου μόνη παρηγορία, την γην μου συ ενθυμήθηκες 90 ω Ελευθερία. ιθ΄
Ήλθ’ η θεά· κατέβη εις τα παραθαλάσσια κλειτά της Χίου· τας χείρας άπλωσ’ ορθή, και κλαίουσα 95 λέγει τοιάδε· κ΄
Ωκεανέ, πατέρα των χορών αθανάτων, άκουσον την φωνήν μου, και της ψυχής μου τέλεσον 100 τον μέγαν πόθον. κα΄
Ένδοξον θρόνον είχον εις την Ελλάδα· τύραννοι προ πολλού τον κρατούσι, σήμερον συ βοήθησον, 105 δώσ’ μου τον θρόνον. κβ΄
Όταν τους ανοήτους φεύγω θνητούς, με δέχονται οι πατρικαί σου αγκάλαι· η ελπίς μου εις την αγάπην σου 110 στηρίζεται όλη. κγ΄
Είπε· κι ευθύς επάνω εις τας ροάς εχύθη του Ωκεανού, φωτίζουσα τα νώτα υγρά και θεία, 115 πρόφαντος λάμψις. κδ΄
Αστράπτουσι τα κύματα ως οι ουρανοί, και ανέφελος, ξάστερος φέγγει ο ήλιος και τα πολλά νησία 120 δείχνει του Αιγαίου. κε΄
Πρόσεχε τώρα· ως άνεμος σφοδρός μέσα εις τα δάση, ο αλαλαγμός σηκώνεται· άκουε των πλεόντων 125 το έια μάλα. κς΄
Σχισμένη υπό μυρίας πρώρας αφρίζει η θάλασσα, τα πτερωμένα αδράχτια ελεύθερα εξαπλώνονται 130 εις τον αέρα. κζ΄
Επί την λίμνην ούτως αυγερινά πετάουσι τα πλήθη των μελίσσων όταν γλυκύ του έαρος 135 φυσάει το πνεύμα· κη΄
Επί την άμμον ούτω περιπατούν οι λέοντες ζητούντες τα κοπάδια, την θέρμην των ονύχων 140 έαν αισθανθώσιν· κθ΄
Ούτως εάν την δύναμιν ακούσουν των πτερύγων οι αετοί, το κτύπημα των βροντών υπερήφανοι 145 καταφρονούσι. λ΄
Πεφιλημένα θρέμματα Ωκεανού, γενναία και της Ελλάδος γνήσια τέκνα, και πρωτοστάται 150 Ελευθερίας· λα΄
Χαίρετε σεις καυχήματα των θαυμασίων (Σπετζίας, Ύδρας, Ψαρών) σκοπέλων, όπου ποτέ δεν άραξε 155 φόβος κινδύνου. λβ΄
Κατευοδοίτε! —Ορμήσατε τα συναγμένα πλοία ω ανδρείοι· σκορπίσατε τον στόλον, κατακαύσατε 160 στόλον βαρβάρων. λγ΄
Τα δειλά των εχθρών σας πλήθη καταφρονήσατε· την κόμην πάντα ο θρίαμβος στέφει των υπέρ πάτρης 165 κινδυνευόντων. λδ΄
Ω επουράνιος χείρα! σε βλέπω κυβερνούσαν τα τρομερά πηδάλια, και των ηρώων οι πρώραι 170 ιδού πετάουν. λε΄
Ιδού κροτούν, συντρίβουσι τους πύργους θαλασσίους εχθρών απείρων· σκάφη, ναύτας, ιστία, κατάρτια 175 η φλόγα τρώγει· λς΄
Και καταπίνει η θάλασσα τα λείψανα· την νίκην ύψωσ’, ω λύρα· αν ήρωες δοξάζονται, το θείον 180 φιλεί τους ύμνους. λζ΄
* Ωθωμανέ υπερήφανε πού είσαι; νέον στόλον φέρε, ω μωρέ, και σύναξε· νέαν δάφνην οι Έλληνες 185 θέλουν αρπάξειν. |