Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ελληνόγλωσσο ποιητικό του έργο |
Ανδρέας Κάλβος (1792-1869)
Ωδή ογδόη
[VIII]
Εις Αγαρηνούς
α΄
Ένας Θεός και μόνος αστράπτει από τον ύψιστον θρόνον· και των χειρών του επισκοπεί τα αιώνια 5 άπειρα έργα. β΄
Κρέμονται υπό τους πόδας του πάντα τα έθνη, ως κρέμεται βροχή έτι εναέριος ενώ κοιμώνται οι άνεμοι 10 της οικουμένης. γ΄
Αλλ’ η φωνή του ακούεται, φωνή δικαιοσύνης, και οι ψυχαί των ανόμων ως αίματος σταγόνες 15 πέφτουν στον άδην. δ΄
Των οσίων τα πνεύματα ως αργυρέα ομίχλη τα υψηλά αναβαίνει, και εις ποταμούς διαλύεται 20 φωτός και δόξης. ε΄
Μόνον βλέπω τον Ήλιον μένοντα εις τον αέρα· τους τριγύρω χορεύοντας ουρανούς κυβερνάει 25 με δίκαιον νόμον. ς΄
Φαίνεται εις τον ορίζοντα ωσάν χαράς ιδέα, και φωτίζει την γην και των θνητών τα έργα 30 των πολυπόνων. ζ΄
Όμως ιδού τα σκήπτρα άφησεν, εβασίλευσεν· ότι ανάγκην το ανθρώπινον στήθος έχει αναπαύσεως 35 ανάγκην ύπνου. η΄
Ποίος ποτέ του Θεού, ποίος του Ηλίου ομοίασεν; διατί βωμούς, θυμίαμα διατί ζητούν οι μύριοι 40 τύραννοι, κι ύμνους; θ΄
Ύψιστοι αυτοί! —λαμπρότεροι αυτοί των άλλων! —μόνοι!— Λαμπροί, κι ύψιστοι οι δίκαιοι, και μόνοι των ανθρώπων 45 οι ευεργέται. ι΄
Κριταί ως θεοί! και πότε την αρετήν αθλίως, πότε δεν εκατάτρεξαν; πότε ευσπλαγχνίαν εγνώρισαν, 50 δικαιοσύνην; ια΄
Με υπερηφάνους πόδας καταφρονητικούς, δεν πατούν το χρυσούν συντριφθέν τώρα ζύγωθρον 55 του ορθού νόμου; ιβ΄
Το αχόρταστον δρέπανον αυτοί βαστούν· θερίζουν πάντ’ όσα ο ίδρωτάς μας ωρίμασεν αστάχυα 60 διά τους υιούς μας. ιγ΄
Τρέξε επάνω εις τα κύματα της φοβεράς θαλάσσης, κινδύνευσε, αναστέναξε, πίε το πικρόν ποτήριον 65 της ξενιτείας· ιδ΄
Διά την τροφήν που εσύναξας με κόπους ανεκφράστους, εις τα παραθαλάσσια ιδού χάσκει το λαίμαργον 70 στόμα τυράννων. ιε΄
Τί τα ευωδή αγκαλιάζετε προσκέφαλα του γάμου; τί φιλείτε το μέτωπον ιερόν των γονέων σας 75 με τόσον πόθον; ις΄
Η σάλπιγγα, τα τύμπανα σας προσκαλούν· αδίκους ασυνέτους πολέμους φέρετε, κατασφάξατε 80 τα έθνη αθώα. ιζ΄
Όχι μόνον τον ίδρωτα, αλλά και τ’ αίμα οι τύραννοι ζητούσιν από σας, κι αφού ποτάμια εχύσατε 85 μήπως τους φθάνει. ιη΄
Την πνοήν σας αχόρταστοι επιθυμούν· αλίμονον άν ποτε επί τα σφάγια των τυράννων αναστε- 90 -νάξει η ψυχή σας. ιθ΄
Αλίμονον, αλίμονον, όταν ο θεός πέμψει ακτίναν αληθείας και με αυτήν το στήθος σας 95 ζωοποιήσει. κ΄
Εάν τις το νουθέτημα θείον ακολουθήσει, στόμα μαχαίρας, βάσανα, κλαύματα φυλακής 100 τότε ας προσμένει. κα΄
Και τοιούτοι, εμπρός σας εγώ να γονατίσω!— η γη ας σχισθεί, εις το βάραθρον η βροντή τ’ ουρανού 105 ας με τινάξει· κβ΄
Πρωτού σάς ατιμήσω ω γόνατά μου. — Ατάρακτον έχω το βλέμμα οπόταν το καταβάσω εις πρόσωπον 110 ενός τυράννου. κγ΄
Εσείς ωσάν ο Ήλιος λαμπροί! — ναι φλόγας βέβαια βλέπω διαδημάτων, αλλά τας δυστυχίας μας 115 μόνον φωτίζουν. |