Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ωδή ογδόη
[VIII]
Εις Αγαρηνούς

α΄

Ένας Θεός και μόνος αστράπτει από τον ύψιστον θρόνον· και των χειρών του επισκοπεί τα αιώνια 5 άπειρα έργα.

β΄

Κρέμονται υπό τους πόδας του πάντα τα έθνη, ως κρέμεται βροχή έτι εναέριος ενώ κοιμώνται οι άνεμοι 10 της οικουμένης.

γ΄

Αλλ’ η φωνή του ακούεται, φωνή δικαιοσύνης, και οι ψυχαί των ανόμων ως αίματος σταγόνες 15 πέφτουν στον άδην.

δ΄

Των οσίων τα πνεύματα ως αργυρέα ομίχλη τα υψηλά αναβαίνει, και εις ποταμούς διαλύεται 20 φωτός και δόξης.

ε΄

Μόνον βλέπω τον Ήλιον μένοντα εις τον αέρα· τους τριγύρω χορεύοντας ουρανούς κυβερνάει 25 με δίκαιον νόμον.

ς΄

Φαίνεται εις τον ορίζοντα ωσάν χαράς ιδέα, και φωτίζει την γην και των θνητών τα έργα 30 των πολυπόνων.

ζ΄

Όμως ιδού τα σκήπτρα άφησεν, εβασίλευσεν· ότι ανάγκην το ανθρώπινον στήθος έχει αναπαύσεως 35 ανάγκην ύπνου.

η΄

Ποίος ποτέ του Θεού, ποίος του Ηλίου ομοίασεν; διατί βωμούς, θυμίαμα διατί ζητούν οι μύριοι 40 τύραννοι, κι ύμνους;

θ΄

Ύψιστοι αυτοί! —λαμπρότεροι αυτοί των άλλων! —μόνοι!— Λαμπροί, κι ύψιστοι οι δίκαιοι, και μόνοι των ανθρώπων 45 οι ευεργέται.

ι΄

Κριταί ως θεοί! και πότε την αρετήν αθλίως, πότε δεν εκατάτρεξαν; πότε ευσπλαγχνίαν εγνώρισαν, 50 δικαιοσύνην;

ια΄

Με υπερηφάνους πόδας καταφρονητικούς, δεν πατούν το χρυσούν συντριφθέν τώρα ζύγωθρον 55 του ορθού νόμου;

ιβ΄

Το αχόρταστον δρέπανον αυτοί βαστούν· θερίζουν πάντ’ όσα ο ίδρωτάς μας ωρίμασεν αστάχυα 60 διά τους υιούς μας.

ιγ΄

Τρέξε επάνω εις τα κύματα της φοβεράς θαλάσσης, κινδύνευσε, αναστέναξε, πίε το πικρόν ποτήριον 65 της ξενιτείας·

ιδ΄

Διά την τροφήν που εσύναξας με κόπους ανεκφράστους, εις τα παραθαλάσσια ιδού χάσκει το λαίμαργον 70 στόμα τυράννων.

ιε΄

Τί τα ευωδή αγκαλιάζετε προσκέφαλα του γάμου; τί φιλείτε το μέτωπον ιερόν των γονέων σας 75 με τόσον πόθον;

ις΄

Η σάλπιγγα, τα τύμπανα σας προσκαλούν· αδίκους ασυνέτους πολέμους φέρετε, κατασφάξατε 80 τα έθνη αθώα.

ιζ΄

Όχι μόνον τον ίδρωτα, αλλά και τ’ αίμα οι τύραννοι ζητούσιν από σας, κι αφού ποτάμια εχύσατε 85 μήπως τους φθάνει.

ιη΄

Την πνοήν σας αχόρταστοι επιθυμούν· αλίμονον άν ποτε επί τα σφάγια των τυράννων αναστε- 90 -νάξει η ψυχή σας.

ιθ΄

Αλίμονον, αλίμονον, όταν ο θεός πέμψει ακτίναν αληθείας και με αυτήν το στήθος σας 95 ζωοποιήσει.

κ΄

Εάν τις το νουθέτημα θείον ακολουθήσει, στόμα μαχαίρας, βάσανα, κλαύματα φυλακής 100 τότε ας προσμένει.

κα΄

Και τοιούτοι, εμπρός σας εγώ να γονατίσω!— η γη ας σχισθεί, εις το βάραθρον η βροντή τ’ ουρανού 105 ας με τινάξει·

κβ΄

Πρωτού σάς ατιμήσω ω γόνατά μου. — Ατάρακτον έχω το βλέμμα οπόταν το καταβάσω εις πρόσωπον 110 ενός τυράννου.

κγ΄

Εσείς ωσάν ο Ήλιος λαμπροί! — ναι φλόγας βέβαια βλέπω διαδημάτων, αλλά τας δυστυχίας μας 115 μόνον φωτίζουν.