Μίαν ημέραν που δεν είχα άλλο τίποτε να κάμω
βγαίνοντας από ένα γάμο
με τσ’ ιδέες άνω κάτω
χωρίς κεφαλή και πάτο,
5 μοναχός αγάλι αγάλι
με την κάψα την μεγάλη
ακλουθών το μονοπάτι, κωλοσέρνοντας το σώμα,
εξαπλώθηκα στο χώμα
αποκάτου σ’ έναν ίσκιο άντικρυ σε μια σπηλιά.
10 — Ολοτρόγυρα καμία δεν ακούετο μιλιά!…
Χίλιοι, μύριοι οι τζιτζίκοι, σαν καν να είχαν ζουρλαθεί,
ελαλούσαν όλοι αντάμα. — Έλεγες πως μ’ ένα θάμα
είχαν όλοι μαζωχθεί
εδ’ εκεί
15 του Ιουνίου οι μεγάλοι φοβεροί πολιτικοί.
Η μανία των τζιτζίκων διεπέρασε κι εμένα
και κουνώντας τον αυχένα
ήρχιζα και εγώ να κράζω
και σαν σκύλος να φωνάζω
20 για τα πράγματα τσ’ ημέρας. Κι επειδή δεν ημπορούσα,
σαν μ’ ετάραξεν η μούσα
της πολιτικής του κόσμου, παρά ευθύς να μελετήσω
δύο ονόματα μεγάλα
το καθέν σαν μια βουβάλα
25 τί μου εσυνέβη, φίλοι,
άμα τα έβγαλα απ’ τα χείλη,
είναι πράμα που κανένας να πιστέψει δεν μπορεί!…
Τα ονόματα τα δύο, που επρόφερα εκεί,
είναι Δέβερτον και Φρέζαρ. Σας ορκίζω ήμουν μόνος,
30 κι άμα επρόφερα το μέγα όνομα του Δεβερτόνος,
η ηχώ μου αποκρίθη… όνος, όνος, όνος, όνος.
Τότε ανέφερα συγχρόνως
και το όνομα του Φρέζαρ,
κι ηχώ η ζαλισμένη μ’ απεκρίθη ζαρ και ζαρ.
35 Εστοχάσθηκα στο πρώτο πως θα να ήτανε κρυμμένος
εκεί κάποιος ριζοσπάστης παλαβός ή μεθυσμένος,
κι ενώ έτρεχα με ζάλη την καρδιά να του ξεσχίσω
και πρεπόντως να εκδικήσω
τα ονόματα του Φρέζαρ, του μεγάλου Δεβερτόνος,
40 η ηχώ περιγελούσα μ’ απεκρίθη ζαρ και όνος,
Τότε τα ’μασα τρεχάτα
σαν ζεματισμένη γάτα,
κι από εκείνον τον καιρό
έγινα με το στανιό
45 Ριζοσπάστης και εγώ,
και να μην ακούω πλέον να γελά μ’ εμέ κι η ηχώ.
|