Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)

Το ξεριζωμένο δέντρο


Κατά τον Ιανουάριον του 1866 διαμένων εν Μαδουρή, μια εκ των χαριεστάτων Ταφίων νήσων, παρεστάθην θεατής φοβερωτάτης τρικυμίας. Έβλεπα την απέναντι πεδιάδα του Ελλομένου υποβρύχιον και καταστρεφομένην, τα δε καλλιμέτωπα όρη της Ελάτης και των Κάρων πυρπολούμενα υπό των κεραυνών.
Η θάλασσα βρυχωμένη συνεστρέφετο εντός στενωτάτων πορθμών και εφαίνετο δυσανασχετούσα, ωσεί λέαινα εν κλωβίω, τα δε κύματά της, εν ω εισέβαλλον διά του στομίου της Θηλειάς, κειμένης προς το νοτιοδυτικόν ακρωτήριον του Μεγανησίου, και μεγαλοπρεπώς επορεύοντο προς την παραλίαν της Ζαβέρδας, απήντων κατά μέτωπον τον Σκορπιόν και την Σπάρτην, εκ της χορείας και ταύτας των Ταφίων, και αντικρουόμενα κατέπιπτον αφροστεφή και γιγαντώδη επί της Μαδουρής και της αμμώδους ακτής του Ελλομένου.
Αλλ’ εν μέσω των μυκηθμών του πελάγους διεκρίνετο η βροντώδης φωνή του χειμάρρου, όστις, πηγάζων από των αποτόμων ακρωρειών της Εγκλουβής και κρημνιζόμενος από χαράδρας εις βάραθρον, λάβρος και καταστρεπτικός φθάνει διά των κλεισωρειών και κατακλύζει την πεδιάδα σύρων παμμεγέθεις λίθους και προαιώνια δένδρα. Ο χείμαρρος ούτος καλείται Δημοσάρι.
Εν εκείνη τη ημέρα τοιαύτη υπήρξεν η δύναμις και η ορμή των υδάτων του, ώστε από των εκβολών αυτού το ρεύμα, διασχίζον τα θαλάσσια κύματα, έφθανε μέχρι της Μαδουρής και έρριπτεν επί του αιγιαλού μου τα λάφυρα της αρπαγής και του πολέμου του. Μεταξύ δε τούτων και δένδρον πελώριον εκ του γένους των δρυών, κοινώς καλούμενον ρουπάκι, διακρινόμενον διά τε το αγροίκον και την ρωμαλεότητα της φύσεώς του. Το τυχαίον τούτο συμβάν παρήγαγεν εμοί την ιδέαν του επομένου στιχουργήματος, επομένως δε και της επιγραφής αυτού «Το ξερριζωμένο δέντρο».
Αλλ’ η ποίησις, ήτις εν τη τελετή των μυστηρίων αυτής ευκόλως διαπορθμεύει απεράντους διαστάσεις και έχει θεόθεν την δύναμιν να συναρμολογή και να συζεύγη αντικείμενα εκ πρώτης αφετηρίας όλως αλλότρια και κατά το φαινόμενον μηδεμίαν έχοντα προς άλληλα σχέσιν, ηθέλησεν εν τη περιπτώσει εκείνη να διεγείρη εν εμοί την μνήμην του Αργύρη προ τεσσαράκοντα ήδη ετών προδοτικώς φονευθέντος, αλλά ζώντος εισέτι εν ταις δημοτικαίς παραδόσεσι και εξυμνουμένου παρά του λαού διά τε την ανδρείαν και το ατίθασσον του χαρακτήρος.
Εγγενήθη ούτος κατά το 1799 και μόλις έφηβος ησπάσθη το είδος εκείνο του βίου, όπερ παρά μεν τοις ευνομουμένοις έθνεσιν υποδεικνύει άκρατον τάσιν προς την βιαιοπραγίαν, εθεωρείτο δε παρ’ ημίν ως εξαιρέτως ιδιάζον προς μόνους τους γενναίους και τους τολμητίας. Ουδ’ εβράδυνε να γίνη γνωστός ο Αργύρης διά το ακαταδάμαστον του ήθους, και εν ταις νυκτεριναίς αυτούς εκδρομαίς ενέσπειρε τρόμον παριστάμενος ως νυκτερόβιον φάσμα, επιβάλλων την θέλησίν του και απαιτών σεβασμόν και υπακοήν εις τα ορέξεις του.
Τότε ηράσθη Ελένης τινός, θυγατρός Μιχαήλτου Περδικάρη εκ του χωρίου Καλαμίτσι, καθ’ α δε προκύπτει εκ του παρά πόδας δημοτικού άσματος, ο έρως αυτού δεν απεκρούετο. Αλλ’ οι γεννήτορες της νεανίδος απέρριψαν επιμένων τας περί του γάμου προτάσεις του Αργύρη και η άρνησις αύτη διήγειρεν εν τη αγρία ψυχή του μνηστήρος άσβεστον ζηλοτυπίαν και ακατάσχετον πόθον εκδικήσεως. Εκήρυξεν επομένως πόλεμον κατά της οικογενείας της Ελένης, κατέστρεψε πολλά των κτημάτων αυτής, επλήγωσε καιρίως ένα εκ των συγγενών της και τέλος ενεδρεύσας απήγαγε την κόρην και βιάσας αυτήν την απέπεμψεν, αφού διά του ξίφους κατέκοψεν αυτής τας παρειάς επ’ ελπίδι ότι ούτω πως ηκρωτηριασμένην ουδείς ήθελέ ποτε την ορεχθή.
Μετά το κακούργημα τούτο εκηρύχθη εκτός της προστασίας των νόμων και αδρά ωρίσθη αμοιβή επί τη κεφαλή αυτού. Περιέζωσαν τα όρη τακτικοί και έκτακτοι χωροφύλακες, αποσπάσματα της αγγλικής φρουράς εξήλθον ως εις άγραν θηρίου τινός, και όμως επί δεκαπέντε ολοκλήρους μήνας ο Αργύρης εδυνήθη να παραταχθή μόνο, τυγχάνων πανταχού προστασίας και περιθάλψεως, ίσως διότι πάντες έβλεπον μετά δυσμενείας νεανίαν ομόθρησκον και γενναίον ασπλάχνως ιχνηλατούμενον υπό αλλοφύλων και ετεροδόξων.
Ό,τι όμως αι αγγλικαί λόγχαι δεν ίσχυσαν να κατορθώσωσι, το κατώρθωσεν η διαφθορά, και δύο εκ πνεύματος συγγενείς αυτού και φίλοι, ο Πατράλας και ο Νικόλαος Κούρτης, αφού πρώτον αδελφικώς συνεδείπνησαν μετά του Αργύρη, δολίως τον εφόνευσαν, πυροβολήσαντες κατ’ αυτού εν των νώτων, εν ω προεπορεύετο αμερίμνως, κατά την 22 Αυγούστου τους έτους 1827.
Οι δολοφόνοι, γενόμενοι μισητοί, κατέλυσαν τον βίον εν κατάραις και εν αναθέμασι. Πιστεύεται δε ότι η πέτρα, εφ’ ης έπεσε και ήν έβαψε διά του αίματος του ο Αργύρης, παρασυρθείσα βαθμηδόν υπό των υδάτων, υπάρχει σήμερον μακράν του τόπου, ένθα απ’ αρχής έκειτο, και ότι είναι αυτή εκείνη, ήν προ χρόνων χωρικός τις μοι υπέδειξεν εντός της κοίτης του χειμάρρου και ήτις διεκρίνετο διά της επωνυμίας το κοντρί του Αργύρη, πλησίον του μέρους, όπου εις τον αναβαίνοντα εκ της πεδιάδος παρίσταται αριστερόθεν υψηλός απότομος βράχος, παρά τους πρόποδας του οποίου μεγαλοπρεπής πλάτανος επισκιάζει μικροσκοπικόν και πενιχρόν νερόμυλον.
Ταύτα προς διασάφησιν του πρώτου μέρους του στιχουργήματος. Το δεύτερον αυτού μέρος αποτελεί σύμπλεγμα ατομικών εντυπώσεων, αίτινες επολιόρκουν την φαντασίαν μου, επανελθόντος εξ Αθηνών, όπου επί τέσσαρας μήνας είχα ενδιατρίψει ως πληρεξούσιος της Λευκάδος εν τη δευτέρα εθνική των Ελλήνων συνελεύσει.
Το τραγούδι του Αργύρη

Τρία πουλάκια κάθονται στης Εγκλουβής τα μέρη.
Το ’να τηράει τη Βαφκερή, τ’ άλλο το Καλαμίτσι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
Δε σ’ τοὒπα εγώ, χρυσό πουλί, δε σ’ τοὒπα εγώ η Ελένη
στην Εγκλουβή να μη διαβείς μάδε να μην περάσεις,
με Κούρτη φίλος μην πιαστείς και μπέσα μην του δώσεις,
γιατ’ είν’ ο Κούρτης άπιστος και θε να σε σκοτώσει;
—Να ’θε το ξέρω αποβραδίς, να ’θε το καταλάβω,
να κάμω την Πατράλαινα να κλαίει νύχτα μέρα.

—Δέντρο, πώς κείτεσαι νεκρό στον άμμο του γιαλού μου; Ποιό χέρι σε ξερίζωσε, ποιά δύναμη σ’ επήρε από τη ράχη του βουνού και σ’ έριξε στο κύμα;… Εσένα τα γεράματα δε σ’ είχαν σαρακώσει 5 στα ατάραγα κλωνάρια σου εκατοστάδες χρόνοι χωρίς να τα λυγίσουνε, εστέκαν σωριασμένοι, στη σιδερένια φλούδα σου, χωρίς να τηνε γδάρει, του λόγγου τ’ αγριοδάμαλο τα κέρατα ετροχούσε. Πες μου, πώς κείτεσαι νεκρό, ρουπάκι, στο γιαλό μου;

10 —Κατέβαινε ολοφούσκωτο προχθές το Δημοσάρι, μουγκρίζοντας στο διάβα του, σα να ζητούσε αμάχη. Δεν το βαστούσαν ριζιμιά, δεν το κρατούσαν φράχτες, στο πέρασμά του εγέρνανε σα να το προσκυνούσαν  οι σχίνοι, τ’ αγριοπρίναρα. Το κύμα στο θυμό του 15 εροβολούσε πάντα εμπρός, θεότυφλο, οργισμένο, και πέφτει κατακέφαλα μ’ όλη την ανδρειά του για να ρουφήξει ένα κοντρί που τὄφραζε το δρόμο. Έστεκα εγώ κι εκοίταζα, κι απ’ τη βουβή την πέτρα άκουσα τότε μια φωνή σα να ’βγαινε απ’ τον Άδη. 20 «Πέρνα, ποτάμι, μέριασε, σύρε να σκιάζεις άλλους, εμέ μ’ επάτησε βαρύ ποδάρι ανδρειωμένου, μ’ εστοίχειωσε το αίμα του, κι είμαι θεμελιωμένο για να φωνάζω ανάθεμα σ’ εκείνους που προδίνουν. Είμαι τ’ Αργύρη το κοντρί, είμαι τ’ Αργύρη ο τάφος». 25 Το κύμα αναστυλώθηκε, αφρομανάει, θεριεύει. Τότε μεμιάς εψήλωσε κι η πέτρα το κεφάλι και στον πλατύν τον ώμο της τ’ αγιόκλημα ανθισμένο ξαπλώθηκε σα να ’τανε του σκοτωμένου η χήτη. Ολόγυρά της οι μυρτιές γοργά συμπυκνωθήκαν, 30 σφιχτά την επερίπλεξαν κι εφάνηκε ο Αργύρης ολόρθος, τη φλοκάτη του σα να φορούσε ακόμα. Φεύγουν με τρόμο τα νερά. Του πεθαμένου ο ίσκιος τα κυνηγάει και τα πατεί. Το χνότο του τα σχίζει. Αρμένιζε το φάντασμα. Τα νεκρολίβανά του 35 τα ’χει φτερούγια στα πλευρά κι ανεμοδέρνει χάρος. Έτρεμε η γης στη ρίζα μου, μ’ επλάκωσε η θολούρα, μ’ αγκάλιασεν ο χαλασμός, μ’ εσύντριψε, μ’ επήρε, και τώρα σέρνομαι νεκρό… Τήραξε, με γνωρίζεις;… Θυμάσαι που ’λθες μια φορά με τα λαγωνικά σου 40 κι επλάγιασες στον ίσκιο μου; Εγώ με τα κλωνάρια σ’ εσκέπασα στον ύπνο σου και συ με το λεπίδι εχάραξες στη φλούδα μου, πριν φύγεις, τ’ όνομά σου. Η μοίρα μάς αδέρφωσε· ξεριζωμένο τώρα γυρεύω τόπο να ταφώ… Σ’ αγάπησα… με θέλεις;

45 —Μείνε, σε θέλω, δέντρο μου… Σαν έρθει και για μένα η ώρα η αναπόφευχτη οπού σε συνεπήρε, θα πω μες στα σανίδια σου να κλείσουν το κορμί μου και τ’ όνομα που φύλαξες στη φλούδα σου γραμμένο, αν θα το φάγ’ η μαύρη γη, θέλω με σε να λιώσει. 50 Μείνε, σε θέλω, δέντρο μου, στον τάφο συντροφιά μου. Όποιος κι αν σ’ έστειλε σ’ εμέ, ρουπάκι, καλώς ήρθες…


Έστεκ’ ακίνητος εκεί θωρώντας ξαπλωμένο
το δέντρο το περήφανο, που μου ’χε στείλ’ η μοίρα, και χίλιοι μύριοι στοχασμοί σκληρά μ’ εμαρτυρεύαν. 55 Θυμήθηκα τη νιότη μου όταν μες στην καρδιά μου εφύτρων’ άδολη η χαρά με φτερωτές ελπίδες…

Ξέγνοιαστη τότε ανέμιζε, σα να ’τανε ξυφτέρι, ακαταδάμαστη η ψυχή, κι έπαιρνε για λημέρι πότε τα πεύκα του βουνού, πότε τα κυπαρίσσια 60 και πότε εφώλιαζε κρυφά μέσα στα ρημοκλήσια, κι εγύρευε φαντάσματα. Μονάχη, αποσταμένη εβρίσκ’ εκεί παρηγοριά. Τη νύχτα οι πεθαμένοι την έπαιρναν πνεματικό, κι εκείνη για λουλούδια  τους έριχνε μνημόσυνα, τους έδινε τραγούδια.

65 Πόσες φορές καθήμενος στο βράχο μοναχός μου έβλεπα να ’ρχεται νεκρό το μούγκρισμα του κόσμου να ξεψυχά στα πόδια μου, σαν τον αφρό στ’ αγέρι, και πόσες άμετρες φορές, μ’ αντάρα, μ’ αγριοκαίρι εκρύφτηκα στην λαγκαδιά, και μέσα στα πλατάνια 70 ένιωθα απόκρυφη χαρά, ένιωθα περηφάνια, πιστεύοντας ότ’ ήμουνα θεριό με τα θερία, ανήμερο, ανυπόταχτο κι εγώ σαν τα στοιχεία… Τα δέντρα ετρίζαν καταγής, γειρτά, ξεριζωμένα, τα νυχτοπούλια εσκούζανε τριγύρω μου αγριωμένα 75 κι εγώ μ’ ένα τουφέκι επίστευα πως ήμουνα βροντή κι αστροπελέκι…

Πικρές που ’ν’ οι ενθύμησες!… Τότε το μέτωπό μου, πλατύς, καθάριος ουρανός, δεν του ’χαν αυλακώσει του χρόνου τα ξεσχίσματα, οι πόθοι, τα φαρμάκια. 80 Σαν πύργος έστεκε ψηλό κι επάνω του εφωλιάζαν χιλιάδες όνειρα χρυσά, λες κι ήταν χιλιδόνια κι εφύγαν με την άνοιξη, τα σκόρπισε ο χειμώνας. Τώρα το σκέπασαν μεμιάς οι καταχνιές του κόσμου, συγνέφιασε, σκοτίδιασε και ραγισμένη πλάκα 85 κατάμεσα στου κεφαλιού τ’ άψυχο μοναστήρι, στείρο ξαπλώνεται, βουβό, του λογισμού μου τάφος… Τί κρίμα τόσο γρήγορα να φεύγουνε τα νιότα! Όποιος κι αν σ’ έστειλε σ’ εμέ, ρουπάκι, καλώς ήρθες.

Όταν κι εσύ το δύστυχο, χλωρό και στολισμένο, 90 εσήκωνες μεσουρανίς τ’ αλύγιστα κλωνάρια, βελάζοντας στον ίσκιο σου έτρεχε το κοπάδι, ο πιστικός χαρούμενος σ’ αγάπαε σαν πατέρα. Χήρες γριές, πανόρφανες και ξετραχηλισμένες σου επαίρναν τ’ αντιρίμματα, ωσάν ελεημοσύνη, 95 κι όταν τα ρίχναν στη φωτιά κι ολόγυρα στα θράκια, με το φτωχό προσάναμμα τη νήστεια αποκοιμούσαν, τότε σ’ ευχολογούσανε κι ελέγαν στην Παρθένο να σου στοιχειώνει τα κλαριά, να σου χαρίζει χρόνια… Τώρα, νεκρό στον άμμο μου, θα σε θυμούνται τάχα;…

100 Εμαραθήκανε για μας του κόσμου οι πρασινάδες. Εσένα σ’ εξερίζωσε το κύμα στην οργή του, εμέ μού τρώγουν την καρδιά αχόρταγες ελπίδες. Να ’ξερες πώς τες έτρεφα! Και τώρα μία μία μαραίνονται και πέφτουνε σα φύλλα το χειμώνα. 105 Πλάστη μεγαλοδύναμε, σπλαχνίσου με την ώρα που θά ’ρθει ο Χάρος να με βρει, και πριν σβηστεί το φως μου, στείλε μου πάλε να τα ιδώ μ’ όλη την ευμορφιά τους της νιότης μου τα ονείρατα! Άφες τα να φορέσουν τα ροδοκάλια της αυγής και στο προσκέφαλό μου 110 να ’ρθούν να με ραντίσουνε χτυπώντας τα φτερούγια με πάχνη από τον Κίσσαβο… Πατέρα, στείλε μού τα.

[1866]