Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)

Το σήμαντρον

Ξενοφώντι Βαλαωρίτῃ
ο αδελφός ανατίθησιν

Φύσα, Βοριά μου, φύσησε να πάρουν τα πανιά μου! Φύσα, Βοριά μου! αιμάτωσαν τα χέρια στα κουπιά μου! 5 Τα δάχτυλά μου ανάψανε, ανάψαν οι σκαρμοί μου. Φύσα, Βοριά μου, απόστασα, εσβήστηκε η πνοή μου! Εφρύγηκαν τα χείλη μου, 10 άλλο νερό δεν έχω· με θάλασσα τα βρέχω κι η άρμη είναι πικρά.

Πέλαγο χωρίς κύματα, που να χτυπούν στην άκρη, 15 είναι δυο μάτια γαλανά, οπού διψούν για δάκρυ· είναι καρδιά χωρίς παλμούς είν’ άρρωστη ελπίδα, βραδιά χωρίς ξημέρωμα, 20 χωρίς δροσιάς ρανίδα, αγάπη χωρίς όνειρα, ο Πίνδος χωρίς χιόνι, χωρίς λαλιά τ’ αηδόνι, πουλί χωρίς φτερά.

25 Φύσα, Βοριά μου, φύσησε, και δε θα την προφθάσω. Μου ’πανε πως είν’ άρρωστη, φοβούμαι μη τη χάσω! Εχάθηκε ένα σύγνεφο, 30 εχάθηκε ένα κύμα; Για μια καρδιά που αγάπησε, έγιν’ ο κόσμος μνήμα; Βουβά δεν ανασαίνετε, λαγκάδια μου, βουνά μου! 35 Σπλαχνίσου με, Βοριά μου, πατέρα μου Βοριά.

Εψές σαν με συντρόφεψαν, Βοριά, στο περιγιάλι, η μάνα μου μ’ αγκάλιασε, 40 μὄσφιξε το κεφάλι. Γλυκά γλυκά μ’ εφίλησε μὄδωκε την ευχή της, και μου ’πε νά ’λθω γρήγορα γιατ’ είναι μοναχή της. 45 Βοριά, Βοριά, λυπήσου με, η μάνα μου προσμένει κι αν δε με ιδεί πεθαίνει· η μαύρη είναι γριά.

Τα χέρια μου αναδεύονται ακόμη δειλιασμένα 50 και τα κουπιά τη θάλασσα χτυπούνε νεκρωμένα. Λες ότι το παράπονο του δύστυχου του ναύτη το παίρνει πάντα το κουπί και στ’ άβαθα το θάφτει. Ούτε ο Βοριάς τον άκουσε ούτε το μαύρο κύμα. Ολόστρωτο το πέλαγο, σα μάρμαρο σε μνήμα, 55 βλέπει το ξύλο που περνά στη δροσερή του κλίνη, σαν όνειρο χαρούμενο στου ύπνου τη γαλήνη, και δε σαλεύει, δεν ξυπνά, μη τύχει και το σκιάξει και τα πανιά κάμει φτερά και φύγει και πετάξει.

Ήτον η νύχτα όμορφη, νιοπανδρεμένη χήρα, 60 οπού δε θέλει σαστικό, που δε γυρεύει μοίρα. Ω! πόσα μάτια τη θωρούν νωπά κι ερωτευμένα κι εκείνη μένει ακίνητη, τα χέρια σταυρωμένα! Ο ουρανός τ’ αστέρια του εφόρεσε στολίδι και το φεγγάρι, πὄλαμπε, της τάζει δαχτυλίδι, 65 της τάζει χίλια σύγνεφα, άνθη, δροσιές της τάζει, κι εκείνη μένει σιωπηλή και δεν τονε κοιτάζει. Χλωρά κλαριά περήφανα κι ο πλάτανος απλώνει, το κυπαρίσσι ολόμαυρο τα χέρια του τεντώνει, σα να ’θελαν την όμορφη τη νύχτα ν’ αγκαλιάσουν 70 και τα μαλλιά τα μαύρα της στα δάχτυλα να πιάσουν, κι εκείνη μένει σιωπηλή! Τον ήλιο της ζητούσε, τον ήλιο τον ολόξανθο που δεν την αγαπούσε. Ρίχνει το μάτι στα βουνά, στο λόγγο, στ’ ακρογιάλι, το νιο της τον περήφανο να ιδεί μη θα προβάλει· 75 και βλέπει αντί στη θάλασσα η μαυρομάτα κόρη, το ναύτη, που αναστέναζε μονάχος του στην πλώρη. Δε λάμνει τώρα τα κουπιά, γειρμένος ξαποσταίνει· το ξύλο του είναι ακίνητο, η τύχη του δεμένη.

Συχνά συχνά τα δάκρυα του στο πρόσωπο κυλούνε 80 και τη νεκρή τη θάλασσα μονότονα χτυπούνε. Τα καταπίνει η άβυσσος. Σαν έλθει η τρικυμία κι αφρίσουν πάλιν οι γιαλοί, θεριέψουν τα στοιχεία, ποιός ξέρει πού θα πέσουνε! Ποιός ξεύρει αν η μαύρη η μάνα του γυρεύοντας στον άμμο θα να τά βρει!

85 Τον είδε η νύχτα πὄκλαιγε, απλώνει τα φτερά της και τονε παίρνει σιγαλά στην ήσυχη αγκαλιά της. Γλυκά γλυκά τον έσφιξε, δροσιά τονε ραντίζει με τ’ αλαφρά της δάχτυλα το δάκρυ του σφογγίζει. Της νιότης του τα ονείρατα προσκέφαλο του δίνει, 90 κρυφές ελπίδες τὄστρωσε και μυρωδιές για κλίνη. Κι αφού τον αποκοίμισε, γέρνει κρυφά το στόμα και του φιλεί τα βλέφαρα, που ανοιγοκλούν ακόμα, καθώς κρυφαναδεύονται και τρέμουν τα φτερά του τρυγονιού, που απλώνεται να κλώσει στη φωλιά. 95 Ο ναύτης, π’ ονειρεύεται ότ’ ήλθ’ εκεί σιμά του μ’ ένα φιλί να τον εβρεί η μαύρη σαστικιά του, χαμογελά στον ύπνο του σα βρέφος που βυζαίνει, κι οπού πιστεύει το βυζί στα χείλη του ότι πιάνει. Μ’ εκείνο το χαμόγελο η νύχτα ευχαριστήθη, 100 το πήρε για στολίδι της, το φόρεσε στα στήθη. Ανασηκώθηκε σιγά, χωρίς να τον ξυπνήσει, κι εκίνησε χαρούμενη για να κρυφτεί στη δύση. Και κάθε βήμα πὄπαιρνε, έριχνε και το μάτι να ιδεί το ναύτη π’ άφηνε στο έρμο του κρεβάτι.

105 Ωστόσο εγλυκοχάραζε και μες στα δάση αρχίζουν να τραγουδούν οι πιστικοί, πουλιά να ψιθυρίζουν. Ο ζευγολάτης σαλαγά τα δυο καματερά του με τη βουκέντρα τα κεντά και πάει στη χωραφιά του. «Λεύκη! φωνάζει, Μελισσέ!» τ’ αλέτρι φορτωμένος, 110 και το γενί στον ώμο του, λες κι είν’ ευτυχισμένος. Άλλος βοσκός χαρούμενος πετιέται σα ζαρκάδι, ρίχνει στο σκύλο το ψωμί, αρμέγει το κοπάδι, γεμίζει και το κύπελλο, γάλα γλυκό χορταίνει… «Οβς! οβς!» σέρνει τα πρόβατα και στο βουνό προβαίνει· 115 ξυπνά, πετά στον ουρανό ψηλά ψηλά η σταρίδα να χαιρετίσει της αυγής την πρώτη την αχτίδα. Ξυπνά κι η μάνα η δύστυχη, που το παιδί προσμένει, παρακαλιέται στην Κυρά και στη γωνιά γειρμένη με τ’ αχαμνά της δάχτυλα τα μάτια της σφογγίζει 120 και τη σβημένη της φωτιά ανάφτει, ξεσπιθίζει. Του κόσμου, που εζωντάνεψε, ξυπνά το καρδιοχτύπι, ξυπνούν λαχτάρες, δυστυχιές, φτώχεια, χαρά και λύπη, κι ανάμεσα στην ταραχή οπού τη φύση δέρνει, ξυπνά το κύμα του γιαλού και τη βαρκούλα σέρνει. 125 Τηνε τραβούν τα ρέματα, και το ψιλό τ’ αγέρι, οπού φυσά για μια στιγμή, προς τη στεριά τη φέρει. Ο ναύτης πάντα επλάγιαζε κι εκείνη εκολυμβούσε, σαν ένα χέρι μυστικό κρυφά να την κινούσε.

Ακούεται ένα σήμαντρο… Λυπητικά σημαίνει… 130 Γλαν… γλαν… γλαν… γλαν… Τί να ’τυχε; Ποιός τάχα να πεθαίνει; Αντήχησεν η λαγκαδιά. Γλαν… γλαν… αναστενάζει ο θλιβερός αντίλαλος και τ’ αγεράκι σκιάζει. Μένει η βαρκούλα ακίνητη, δέρνουνε τα πανιά της, και τρίζουν τα κατάρτια της και τρέμουν τα σχοινιά της. 135 Το ρέμα δεν ταράττεται, μαρμαρωμένο μένει· γλαν… γλαν… πάντα το σήμαντρο, γλαν… γλαν… ποιός να πεθαίνει;

Σπαράζει μέσα κι η καρδιά του ναύτη που κοιμάται κι όπου μ’ ελπίδες και χαρές στον ύπνο του πλανάται. Τα βλέφαρά του ετέντωνε, τα μάτια τριγυρίζει… 140 Του φάνηκε πως άκουσε… Τρομάζει, λαχταρίζει… Εσιώπησε το σήμαντρο… γαλήνη… δεν ακούει παρά την έρμη του καρδιά, που τα πλευρά του κρούει. Μην ήτον όνειρο σκληρό, κι έφυγε σαν πουλάκι; Μήπως τον ανατρίχιασε το κρύο τ’ αγεράκι, 145 που από το στόμα της αυγής, πριν ήθελε ξυπνήσει, μες στα ξανθά του τα μαλλιά είχε γλυκά φυσήσει;

Φαίνεται τώρα κι ο γιαλός, φαίνονται τ’ ακρωτήρια, ασπρίζουνε και του χωριού από μακρά τα χτίρια. Λαίμαργο χέρι εκάρφωσεν ο ναύτης στα κουπιά του, 150 τ’ αρπάζει κι ελυγίσανε στ’ ανδρεία δάχτυλά του. Φεύγουνε πίσω του οι αφροί, η θάλασσα αυλακώνει, κι εκείνος πάντα στο χωριό τα μάτια του στυλώνει. Στα κεραμίδια τον καπνό κοιτάζει, που ανεβαίνει πυκνός, βαρύς, κατάμαυρος… ελπίζει, ξανασαίνει. 155 Και στην τυφλή του τη χαρά δε βλέπει ένα φεγγίτη, οπού δεν έδιδε καπνό. Δεν είδε κι ένα σπίτι, οπού βαστάει ολόκλειστα τα δυο παράθυρά του, ωσάν να είχε ο θάνατος διαβεί στα βλέφαρά του.

Έλαμνε ο ναύτης, έλαμνε. Η βάρκα του επετούσε 160 κι εκείνος πάντα επίστευε πως δεν επροχωρούσε. Βαθιά βυθίζει τα κουπιά, τα σπρώχνει ανδρειωμένα, τρίζουν επάνω στους σκαρμούς και βγαίνουν συντριμμένα. Ο ναύτης δεν εδείλιασεν· ορθός μεμιάς πετιέται, πηδά γυμνός στη θάλασσα, με το νερό χτυπιέται. 165 Οργιές, οργιές το πέλαγο τα χέρια του μετρούνε και τα πλατιά τα στήθη του χίλιους αφρούς σκορπούνε.

Του ναύτη είναι τα κύματα ελπίδα κι ευφροσύνη! Εκολυμβούσε, εδιάβαινε, σα να ’τανε δελφίνι, και χίλιοι μύριοι λογισμοί στη μνήμη του περνούνε, 170 σα να ’θελαν για ύστερη φορά να τονε ιδούνε. Θυμάται το καλύβι του, θυμάται την ημέρα, οπού παιδάκι ανήλικο μαζί με τη μητέρα ήλθαν εκεί με τρομερή, με μαύρη ανεμοζάλη, για νά βρουν τον πατέρα του σ’ εκειό το περιγιάλι. 175 Θυμάται ότι τον έκραξαν ολονυχτίς οι δυο των, θυμάται πως εσκύψανε στον άμμο το λαιμό των κι από ένα κύμα πὄπεσε στην άκρη μανιωμένο, εσύρανε το πτώμα του το θαλασσοδαρμένο. Θυμάται ότι τον έθαψαν εκεί στο κυπαρίσσι, 180 που τώρα βλέπει από μακρά, σιμά στο ρημοκλήσι. Θυμάται, όταν εσκάφτανε κι εσώριαζαν το χώμα επάνω στου πατέρα του τ’ αγαπημένο σώμα, ότι σιμά του εδάκρυζε μια τρυφερή παιδούλα, που ’ταν αθώα κι ορφανή, όμορφη και φτωχούλα. 185 Παιδάκια αγαπηθήκανε, κι επάνω στου πατέρα τον τάφο τ’ αρραβώνιασε, τ’ αγκάλιασε η μητέρα. Θυμάται την αγάπη του, θυμάται τη γριά του… Πίκρες, χαρές, ονείρατα γεννιώνται στην καρδιά του. Αφροί, που στεφανώνουνε της νιότης μας το κύμα, 190 και σβηώνται κι εξατμίζονται σα λίβανος σε μνήμα.

Γλαν… γλαν… πάλε το σήμαντρο λυπητικά σημαίνει. Γλαν… γλαν… ένας καλόγερος στον άμμο κατεβαίνει. Βαστάει εμπρός του το Σταυρό ένα παιδί κλαμένο… Ω, συμφορά! εσταμάτησε στο σπίτι το κλεισμένο. 195 Βλογά το πετραχήλί του… το βάνει στο λαιμό του… γυρεύει νεκρολίβανο… φυσά το θυμιατό του… μ’ αργό το βήμα προχωρεί… τη θύρα δρασκελίζει… ρίχνει τρισάγιο στη νεκρή… σκύφτει, φιλεί, δακρύζει…

Ο δύστυχος εφώναξε· κανείς δεν αγρικούσε. 200 Μόνη η βαρκούλα εκίνησε κι οπίσω του ακλουθούσε. Τον ακλουθούσε από μακρά με τα πανιά απλωμένα, λες κι έδιδε στο φίλο της τα χέρια τεντωμένα.

Κι εκεί που ο ναύτης μάχεται, χτυπιέται για να φθάσει και το γιαλό στα δάχτυλα, που τρέμουνε, να πιάσει, 205 εφάνηκε στο πέλαγο μακρά σα μια μαυρίλα, που επλάκωνε γοργά, γοργά… Η σκύλα! η σκύλα! η σκύλα! Γλαν… γλαν… πάλε το σήμαντρο λυπητικά σημαίνει και το κεφάλι του θεριού μαυρολογά, προβαίνει. Ο ναύτης ανδρειεύεται, χέρια, ποδάρια απλώνει 210 κι η σκύλα οπίσω εσίμωνε… φυσομανάει… πλακώνει… Γλαν… γλαν… πάλε το σήμαντρο λυπητικά σημαίνει, γλαν… γλαν… εκίνησε ο Σταυρός, κινούν οι λυπημένοι. Περνά το ξυλοκρέβατο… «Σταμάτησε, παπά μου, τη νια, που πας στην εκκλησιά, την έχω σαστικιά μου». 215 Εις το πλευρό του η θάλασσα εβόγκησε, αναβράζει. Γλαν… γλαν… πάλε το σήμαντρο… Η σκύλα τον αρπάζει… Τα κόκαλά του ετρίξανε… αιμάτωσε το κύμα… εχάθηκε… Τί κρίμα!

[1859*]