Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005)
© Νόρα Αναγνωστάκη & Ανέστης Αναγνωστάκης
Εκδ. Νεφέλη
V
Φτάνεις κι εσύ κάποτε να πιστέψεις πως σάπισαν όλα τα περάσματα πως αμείλιχτοι φύλακες στέκονται ορθοί σε κάθε γωνιά. Πολλές φορές η νύχτα ξέρει να σου μιλά σα μια θανάσιμη ηδονική φίλη μα συ δε θες να την ακούς, ζητάς μια λάμπα, τίποτε άλλο από μιαν ελάχιστη λάμπα, μια λάμπα τόσο ταπεινή μέσα σε τούτο σκοτάδι. Έστω λοιπόν, θα περιμένουμε εδώ τα ξημερώματα —μπορούμε στη ζωή μας δυο φορές να ξαναρχίσουμε— χωρίς όλο τούτο το φορτίο των αδέσποτων λέξεων να βαραίνει το μυαλό μας, χωρίς όλους αυτούς τους σεμνούς ανθρώπους τόσο βέβαιος απόλυτα ο καθείς για τον εαυτό του, διστάζοντας τί να προσφέρουνε στον άλλο: ένα σπαθί ή ένα άνθος, χωρίς αυτούς τους τυφλούς χιμαιρικούς υπαίθριους ρήτορες που βλέπουνε τα χρόνια τους αδιάφοροι να φεύγουνε σαν τους τροχούς μιας πανάρχαιας άμαξας βαριάς. Ήρθανε, άλλοτε, τόσοι, αιχμαλωτίζοντας το θάνατο με μια λαχανιασμένη χειρονομία δίχως να κρατούν μαζί τους παρά μια σφαίρα μοναδικιά για το δικό τους κορμί. Γυναίκες που τα μαρτυρικά τους δάκρυα δεν μπόρεσαν να σβήσουνε πάνω στο μάρμαρο ποτέ τις χαρακιές της προσφοράς τους. Η γνώριμη πικρή μυρουδιά του κλεισμένου από χρόνια δωμάτιου, του μουχλιασμένου δωμάτιου, μια νύχτα μια νύχτα πια χωρίς επιστροφή. Πολλοί μάς μίλησαν επίσης για την Για των καιρών το βαρυσήμαντο Έπρεπε βέβαια κι εσύ πια να διαλέξεις Αυτό που λέμε μια συνέπεια μια ακεραιότητα Κάτι το ανθρώπινο με μια οποιαδήποτε τελείωση Ξεχνώντας τί μοιράζουμε κάθε καινούρια στιγμή. Άλλοι μάς είπανε να γονατίσεις έστω μια φορά Σ’ αυτό, ας πούμε, που καθορίστηκε αναχώρηση Μπροστά σ’ ένα κρεβάτι σε μια γύμνωση Σε μια φωτιά μπροστά χαμηλωμένη. Μα αλήθεια πες μου εσύ, πώς να νικήσεις Ετούτο το κουρέλι με το σχήμα της καρδιάς σου Ετούτο τον καπνό που αντιστέκεται στον άνεμο Εσύ που μόνο το ’ξερες πόσες φορές Μετρήσαμε στις ίδιες πλάκες τα βαριά μας βήματα Βουλιάξαμε τα πόδια μας στην ίδια σάπια λάσπη Βρήκαμε ένα θλιμμένο κυπαρίσσι Πίσω από μια γλυκιά μορφή παιδιού Εσύ μονάχα θα τραβήξεις τις κουρτίνες Πίσω τους τα ψυχρά ηδονισμένα ομοιώματα Βαμμένα αξιοθρήνητα γελοία Χτυπούνε τα δυο χέρια τους σε πίδακα χαράς. Εγκατάλειψη. Πόσο το καταλάβαμε στο τέλος Καλά, για την ηθοποιία της βραδιάς Για την απέραντη φτήνια και την κούραση Κάποιας φυματικής ονειροπόλησης Μόλο που ήτανε κι αυτό στο κάτω κάτω μια αναχώρηση Πέρα απ’ το καθιερωμένο και το νόμιμο Εγκατάλειψη με τη συναίσθηση της αδιάκοπης στιγμής Για μια ηδονή που δε γνωρίζει μεταμέλεια Για μιαν απάνθρωπη φυγή Πέρα από κάθε όργιο σκέψεων Ή αντικρουομένων διαθέσεων. Σάπισαν όλα τα περάσματα φύλακες βλοσυροί σε κάθε πόρτα. Σκέφτομαι τις σουβλερές κρύες κραυγές που καρφώνουν στα φέρετρά τους τους νεκρούς, τη χαλασμένη αγνότητα μιας γυναίκας που ξόδεψε ασυλλόγιστα τον παιδικό έρωτά της, ό,τι μπορούσες να πιστέψεις στην πιο χιμαιρική σου ασυνέπεια, μα τί είναι τούτο που ’χουμε ονομάσει ανεπανόρθωτο; Ίσως υπάρχει πάντα η διαφυγή, απομακρύνοντας τα βήματα του γυρισμού, όταν όλοι οι φίλοι σου έχουνε πεθάνει ανεξήγητα από μιαν άγνωστην αρρώστια, ίσως υπάρχει πάντα να σημάνει μια αναχώρηση πέρα από κάθε καθιέρωση και πίστη. (Και ποιός να μας προσέξει, ποιός και να μας λογαριάσει στη θέση που καθόμαστε;). |