Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ελληνόγλωσσο έργο του |
Διονύσιος Σολωμός (1798-1857)
Κεφάλαιον [6]
Το μέλλοντα γενάμενο παρόν. Η κακία είναι το τέλος
1. Και εκοίταξα τριγύρου και δεν έβλεπα τίποτες και είπα: 2. Ο Κύριος δε θέλει να ιδώ άλλο. Και γυρίζοντας το πρόσωπο οπού ήταν οι πλάτες μου εκίνησα για να πάω στον Αϊ-Λύπιο. 3. Αλλά άκουσα να τρέμει η γη αποκάτου από τα πόδια μου, και πλήθος αστραπές εγιόμοζαν τον αέρα πάντα αυξαίνοντας τη γοργότητα και τη λάμψη. Και εσκιάχθηκα, γιατί η ώρα ήτανε κοντά στ’ άγρια μεσανύχτια. 4. Τόσο που έσπρωξα ομπρός τα χέρια μου καθώς κάνει ο άνθρωπος οπού δεν έχει το φως του. 5. Και ευρέθηκα οπίσω από έναν καθρέφτη, ανάμεσα σ’ αυτόνε και στον τοίχο. Και ο καθρέφτης είχε τον ψήλο του δώματος. 6. Και μια φωνή δυνατή και ογλήγορη μου εβάρεσε την ακουή λέγοντας: 7. Ω Διονύσιε Ιερομόναχε, το μέλλοντα θε να γίνει τώρα για σέ παρόν. Ακαρτέρει και βλέπεις εκδίκησιν του Θεού. 8. Και μία άλλη φωνή μού είπε τα ίδια λόγια τραυλίζοντας. 9. Και αυτή η δεύτερη φωνή ήτανε ενού γέρου που απέθανε και είχα γνωρίσει. Και εθαύμαξα γιατί ήταν η πρώτη φορά που άκουσα την ψυχή του ανθρώπου να τραυλίζει. Και άκουσα ένα τρίτο μουρμουρητό που εφαινότουνα μία φυσηματιά μες στον καλαμιώνα, όμως δεν άκουσα λόγια. 10. Και εκοίταξα ανάερα για να ξανοίξω πούθεν εβγαίνανε αυτές οι φωνές, και δεν είδα παρά τους δύο χοντρούς και μακρίους πέρονους που εβγαίνανε από τον τοίχο, στους οποίους ακουμπούσε ο καθρέφτης δεμένος από τη μέση. 11. Και αναστενάζοντας βαθιά, καθώς κάνει ο άνθρωπος οπού βρίσκεται γελασμένος, αγρίκησα μυρωδία από λείψανο. 12. Και εβγήκα αποκεί και εκοίταξα τριγύρου και είδα. 13. Είδα αντίκρυ από τον καθρέφτη στην άκρη της κάμερας ένα κρεβάτι, και κοντά στο κρεβάτι ένα φως. Και εφαινότουνα πως δεν ήτουνα μες στο κρεβάτι τίποτες, και απάνου ήτανε πολλή μύγα κουλουμωτή. 14. Και απάνου στο προσκέφαλο είδα σα μία κεφαλή ακίνητη * σαν εκείνες που κάνουνε στα χέρια και στα στήθια οι πελαγίσοι με το βελόνι. 15. Και είπα μέσα μου: Ο Κύριος μού έστειλε ετούτη τη θωριά για σύμβολο σκοτεινό της θέλησής του. 16. Για τούτο εγώ, παρακαλώντας θερμά τον Κύριον να καταδεχτεί να με βοηθήσει για να καταλάβω αυτό το σύμβολο, εσίμωσα το κρεβάτι. 17. Και κάτι αναδεύτηκε μες στα σεντόνια τα λερωμένα και ξεντερολοϊσμένα και αιματωμένα. 18. Και κοιτάζοντας καλύτερα στην εικόνα του προσκέφαλου εταραχτήκανε τα σωθικά μου, γιατί από ένα κίνημα που έκαμε με το στόμα εγνώρισα τη γυναίκα της Ζάκυθος που εκοιμότουνα σκεπασμένη από το σεντόνι ώς το λαιμό, όλη φθαρμένη από το τηχτικό. |
___ |
5. |
τον ψηλό της κάμερας |
6. |
μου εβάρεσε στο δεξί μου αφτί |
8. |
Και μια άλλη φωνή όμως λεπτή μού εμουρμούρισε στο ζερβί μου αφτί |
9. |
ενού γέρου που εγνώριζα, όμως Και άκουσα ένα κάποιο μουρμουρητό |
* |
μία πρώτη φωνή μου φάνηκε πως ήτανε το ίδιο λεπτή ωσάν φυσηματιά στον καλαμιώνα, και ήτανε ενός νηπίου που εγνώριζα |
11. |
Και μην ξανοίγοντας τίποτες αναστέναξα βαθιά |
* |
αναστενάζοντας βαθιά και επήρα ένα |
13. |
μέσα τίποτες |
14. |
στα χέρια τους και στα στήθια τους |
15. |
ετούτη τη θέα |
17. |
Και ανανοήθηκα πως κάτι αναδεύτηκε |
* |
που ήτανε λερωμένα |