Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ελληνόγλωσσο έργο του |
Διονύσιος Σολωμός (1798-1857)
[Η Άνοιξη του Μεταστάσιου]
Già riede primavera
Col suo fiorito aspeto |
Απ’ την άνοιξη που εγύρισε ουρανός και γης ευφράνθη, με το χόρτο και με τ’ άνθι παίζει ο ζέφυρος τερπνά. και το χόρτο πρασινίζει, μόν’ σ’ εμένα δε γυρίζει της καρδιάς η σιγαλιά. Ήλιου αχτίνα καθαρότατη του βουνού τα χιόνια λιώνει, που το νέο του ξεφυτρώνει πράσιν’ έντυμα λαμπρό. Το σιγό το κυματάκι εις τες άκρες του φλοισβίζει και το ανθοδροσοστολίζει με τ’ ακοίμητα νερά. Το ισχυρό το δέντρο, που είδανε σταθερό καιροί και χρόνοι, τα κλωνάρια ξελαφρώνει απ’ τα χιόνια τα οκνηρά. Παντού, ιδού, ξυπνούν και τρέμουν άνθια χίλια από το χώμα, που είν’ απείραχτα εις το χρώμα απ’ τ’ αλέτρια τα σκληρά. Νά, το χιλιδόνι εγύρισε, που το πέλαο περνάει, κι εδώ πάλι οικοδομάει τη γλυκιά του τη φωλιά· κι εκεί που με τη φτερούγα τρέχει ογλήγορα και λάμνει, προσοχή καμιά δεν κάμνει εις οποίον το κυνηγά. Η βοσκούλα ερωτεμένη πάει στο ρεύμα να κοιτάξει, για να βάλει ωραία σε τάξη τα ξανθά της τα μαλλιά. Να βοσκούν βγαίνουν τα πρόβατα· τώρα πλέον δε μνέσκουν άλλοι, ή ψαράδες στ’ ακρογιάλι, ή διαβάτες στην οικιά. Ως και ο ναύτης, που γυμνότατος στην πατρίδα του εσυνάχθη, γιατί ο μαύρος εταράχθη από φουσκοθαλασσιά, βλέποντας σιγό το κύμα λύει το πλοίον και δε φοβάται και ουδέ πλέον ξαναθυμάται πως εφούσκωσε φριχτά. |
[Pietro ] |