Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Το όνειρο

Εις την ώρα που σκιασμένος και παράξενα ντυμένος βγαίν’ ο κλέφτης για να κλέψει κι ο φονιάς για να φονέψει — 5 σ’ άλλους τόπους εννοώ κλεψιές, φόνους, κι όχι εδώ — είδα έν’ όνειρο μουρλό, και θα το διηγηθώ.

Μες στο νου μου η ψεσινή, 10 η περίφημη θανή, μίαν εντύπωση είχε αφήσει, π’ ο καιρός δε θα τη σβήσει· και στον ύπν’ ο λογισμός μου την ξανάφερεν ομπρός μου. 15 Στ’ όνειρό μου αγρίκαα πάλι τον παπά Τσετσέ να ψάλλει, με την τάξη τσ’ Εκκλησίας· όμως έκαν’, εξαιτίας τ’ όνειρού μου του μουρλού, 20 τη φωνή του κουνουπιού.— Πλήθος έβλεπα λαμπάδες και καπίτολα· * οι παπάδες, τα φελόνια φορεμένα, ποιος καινούρια, ποιος σχισμένα, 25 σοβαρά περιπατώντας, τη λιρόνα * μελετώντας, ξαστοχούν τον πεθαμένο κι έχουν το κερί σβημένο. Έκαναν φωνές και γέλια 30 τα παιδιά με τα βατσέλια· * κι ο καπνός του μοσχολίβανου από τα λιβανιστήρια έμπαινε στα παρεθύρια. Πολλοί ανθρώποι ακολουθούσαν 35 και περίλυπα ετηρούσαν, γέρνοντας τες κεφαλές τους και μιλώντας για δουλειές τους. Αλλά στα καμπαναρία δεν είν’ τέτοια αδιαφορία· 40 Οι καμπάνες πλερωμένες έκαναν σαν βουρλισμένες. Κι αφού είδα, ένα προς ένα, ούλα εκειά που ’χα ιδωμένα, τρέχει τ’ όνειρο και μπαίνει 45 μέσα στη Φανερωμένη.

Ήτανε στην εκκλησία λίγο φως και πολλή ερμία· και κοντά στο ξυλοκρέβατο ξάφνου αγρίκησα να βγει 50 ένα σκούξιμο μακρύ. Ότι ελόγιασα πως θα ’ναι από τόσους ένας κάνε που ελυπήθηκε και σκούζει… νά σου ο ίσκιος του Κουτούζη! 55 Καθώς πάντα εσυνηθούσε, όμορφα ρούχα φορούσε, κι έδειχνε καμαρωτά το καπέλο του στραβά. Εις το πονηρό του χείλο, 60 πὄσκιαζεν οχθρό και φίλο, έβλεπα με θαυμασμό που ’χε ακόμα το πικρό, το συνηθισμένο γέλιο, ξαστοχώντας το Βαγγέλιο· 65 ετριγύρισε κομμάτι εις του Χάρου το κρεβάτι· αλλά βλέποντας εκεί το καπέλο, το σπαθί, που ’ν’ σημεία της αρχοντιάς, 70 εσταμάτησ’ ο παπάς· και καλά κοιτάζοντάς τα κι όμορφα σηκώνοντάς τα εις την κάσα τα χτυπάει και τ’ ακόλουθ’ αρχινάει 75 το κορμί του συχνοσειώντας και τα λόγια αργοπορώντας:

— «Καλά κάμαν και σ’ τα βάλανε εδώ πάνου, όταν σ’ εβγάλανε! Μά το ναις, οπού σου πρέπει, 80 εις την ύστερή σου σκέπη, μπρος στον κόσμο να κρατείς τα σημάδια της τιμής! Μ’ αυτά τα ίδια εγώ σε είδα που κυρίευες την πατρίδα· 85 το θυμούμαι (οϊμένανε!)… Επειδή δε μ’ απομένανε, εκαθόμουνα ο φτωχός εις τη γάτα μου ομπρός, κάνοντάς της χάιδια χίλια, 90 και σαν ν’ άκουε της εμίλεια: Μωρή γάτα, τί σου φαίνουνται τέτοια πράματα; Απομένουνται; Να ’ν’ ο Γιάννης εις το σπίτι, με τον άλλο ξεκληρίτη, * 95 στην καθίγλα * να προσμένουν ούλους τσ’ άρχοντες που μπαίνουν και ξανοίγουν, ενώ σκύφτουνε με τα ταπεινά κεφάλια, πλεζονιές * και κατρογυάλια; * 100 Νιάι μου, να σε χαρώ, έχω πίκρα και καημό να τους βλέπω τσου καημένους κυριακάτικα ντυμένους στες καθίγλες * να καθίζουν 105 και τα ρούχα τους να χρίζουν!— Τέτοια τση ’λεγα· αλλά τώρα, οπού σ’ εύρηκε η κακηώρα, * πες, ποιά στόματα σ’ εκράξαν και ποιά στήθη αναστενάξαν; 110 Α δε σ’ έκλαψαν, εγώ σαν παπάς τσου συχωρώ. Ω! φωνάξετε, Καιροί, που τον είδατε κριτή, τί καλό ’χει γεναμένο, 115 κι ευθύς φεύγω και σωπαίνω!» — Έτσι λέοντας μεγαλώνει τη φωνή του και θυμώνει: «Μα καλό ’ναι πλούσιος να ’σαι, και ποτέ να μη θυμάσαι 120 πως στους δρόμους αϊλογάνε κάποιοι μαύροι που πεινάνε; Όταν έπλασαν τα χέρια, που σκορπίσανε τ’ αστέρια, του θνητού τα σωθικά, 125 (και τα πλάσανε καλά), πρώτ’ απ’ όλα τ’ άλλα πάθια τσου έχουν βάλει τη Συμπάθεια· και την έδιωξες εσύ, σαν τη χήρα τη φτωχή, 130 απ’ τη νιότη σου την πρώτη, για να βάλεις τη Σκληρότη· αυτή σὄλεε να ζητάς το ψωμί της φτωχουλιάς, και το διάφορο να θες 135 τρεις και τέσσερες φορές. Κι ο φτωχός, αποριμένος, σ’ εσέ ’ρχότουν τρομασμένος, για να πει με το θλιμμένο χείλο: Το ’χω πλερωμένο! 140 Και στα πόδια σου να ρίξει κλάψες μύριες, και να δείξει τ’ αχαμνά τα γερατειά του, τη γυναίκα, τα παιδιά του, και του ρούχου τα ξεσκλίδια· 145 και του αμόλαες κερατίδια! * Κι έτσι δα, με τέτοιους φόνους, για σαράντα πέντε χρόνους, παντελώς δεν είναι θάμα, μήτε αλλόκοτο το πράμα, 150 αν εσύφθασες να κρύψεις, απ’ τους φόβους για να λείψεις, το σωρό του χρυσαφιού σου και στες τράβες * του σπιτιού σου. Μα της φτώχειας η κατάρα, 155 δυστυχότατη τρομάρα, θα πλακώσει την ψυχή σου σαν η πλάκα το κορμί σου. Κοίτα αν είν’ Δικαιοσύνη εκεί πάνου, για να κρίνει! 160 Δεν ηθέλησε ν’ αφήσει το κορμί σου να ψοφήσει εισέ δρόμο ή σε καλύβα, μα στην κάμαρη του Σκλίβα! Εκεί σὄμενε να φθάσεις, 165 και το λογικό να χάσεις,— το παλιό το σπίτι αφήνοντας, εις τ’ οποίο κάποιος εμπήκε, που πουλιό του δεν εβγήκε. (Σκάψε, Ρώμα, για να ιδείς 170 μη τα κόκαλά του βρεις).— Εκεί, ενώ σ’ αυτό το σπίτι εκοπίαζες με τη μύτη, κάνοντας σαν τα παιδάκια, όταν φκιάνουν φουσουνάκια, 175 σου σηκώναν κάποιοι τσάφοι * το κλεμμένο το χρυσάφι· εκεί εστέκαν, ενώ σὄβγαινε του θανάτου ο γογγυσμός, τον αγρίκουναν, κι ετρέμανε 180 μη δεν ήτανε ο στερνός. Κάνε εμπόρειες απ’ το βιο σου, έπειτ’ απ’ το θάνατό σου και της φτωχουλιάς ν’ αφήσεις και τα στόματα να κλείσεις. 185 Αλλά ο Διάολος εφάνηκε στο πλευρό σου αδερφικάτα, * όταν έγραφες τη διάτα· και το χέρι σου τηρώντας και σκληρά χαμογελώντας, 190 ετραγούδουνε: Ω φτωχοί, που γυρεύετε ψωμί, κάθε λύπη τώρα αφήστε και σε λίγο θα πλουτίστε· γραικοί σκλάβοι, ακαρτερείτε· 195 γιατ’ ευθύς θα λυτρωθείτε· τες καδίνες * θα πετάξτε, εις τη Ζάκυνθο ν’ αράξτε, εις το μνήμα του να ορμήστε και την πλάκα να φιλήστε.— 200 Κι έτσι μ’ όλο σου τ’ ασήμι μνέσκεις άκλαφτο ψοφίμι· όπως έζησες πεθαίνεις κι εκεί μέσα ο ίδιος μένεις, με ξεμυτερά * τα νύχια 205 μαθημένα στα προστύχια· * θέλω να σε ιδώ, σκυλί!

Κι έτσι λέοντας, το σπαθί, το καπέλο, του πετάει, και στην κάσα ευθύς χουμάει· 210 ο παπάς εκεί γειρμένος και στα χείλα του αφρισμένος πολεμάει να την ανοίξει· κι ότι αρχίνησε να τρίξει, εγώ πὄλεα μην ορμήσει 215 και το λείψανο χτυπήσει, τρέχω γλήγορα κοντά για να πω: Μωρέ παπά! είναι ο μαύρος πεθαμένος! Αλλά εξύπνησα ιδρωμένος.

___

Οι στίχοι 21-28 βρίσκονται μετά τους στίχους 29-33 και οι στίχοι 116-117 μετά τον στ. 113 στο χφ. Μάργαρη, από το οποίο προέρχονται και οι παρακάτω παραλλαγές που σημειώνονται στην έκδοση του Λ. Πολίτη.

στ. 6
Για τους φόνους

στ. 34
λίγοι ανθρώποι

στ. 62
να ’χει ακόμα το πικρό

στ. 103-140
κυριακάτικα αλλαμένους
μες στσι λέρες * να καθίζουν

στ. 117
τη φωνή του και σιμώνει

στ. 136
κι ο φτωχός ο αποριμένος

στ. 164
Εκεί σὄμελλε

στ. 176
το κλεμμένο σου χρυσάφι

στ. 201
άκλαφτο έμεινες ψοφίμι