Έλα δω, μωρέ Παυλάκη,
να σου κάμω ένα κανάκι, *
τες αγκάλες μου ν’ ανοίξω
σαν αδέλφι να σε σφίξω.
5 Έλα δω, καλό παιδί,
έλα, νά κι ένα φιλί.
Είσαι αλήθεια ένα καμάρι,
μα από σέ θέλω μία χάρη,
να μ’ αφήσεις να πάω νά βρω
10 κάτω εδώ κανένα φάβρο *
να μου κάμει ένα αντικλείδι
να το δώσω του Ροΐδη
να έρχεται το μεσημέρι
και με το ίδιο του το χέρι
15 να σηκώνει όσ’ άσπρα * θέλει,
τίποτσι * να μην τον μέλει.
Πίστεψέ μου, είναι καλό,
τώρα μου ήλθε στο μυαλό.
Κι έτσι δα μά την αλήθεια,
20 τόμου * τέτοια έχει βοήθεια,
το συρτάρι δε θα σέρνει
το ταμπάκο να σου παίρνει,
κι έτσι πλια δε θέλει πάει
τους αρρώστους να κοιτάει.
25 Ξέρεις τί έκανε ο καημένος
τόμου * ήτον πικραμένος;
Βγαίνοντας από το σπίτι
έτρεχε στου Καντακίτη,
που ’τανε ένα του ανιψίδι
30 οπού το ’λεγε Αγκιρίδι
που ’θελε να του πεθάνει
κι επολέμαε να το γιάνει.
Και ανεβαίνοντας τες σκάλες,
βλέποντας κάτι κρεμάλες: *
35 «Κρίμας, κρίμας, mò da vero,
puh, non valgono più un zero— *
είναι σάπιες — νιάνκα, * εφέτο
δεν εκάμετε κουφέτο… *
Καλημέρα, καλημέρα,
40 α, για μένανε είναι εσπέρα!
Ναι, ο δετόρος * ο Ροΐδης,
ναίσκε, * εμπόρουνε να πάρει
εις το χέρι του φανάρι.
Α, δε βλέπω, α, δεν είναι άλλο,
45 τα παπούτσια μου να βάλω.
Νιάνκα, * ετούτα τα γυαλιά
δε μου κάνουνε καλά.
Όχι, δεν έχουνε φως —
κάλλιο να ’μουνα τυφλός!
50 Ήτανε του Μαρτελάου,
"βρε δετόρο, νά", μου κάνει,
ναι, ο καημένος, πριν πεθάνει.
Βρε, πώς πάει το παιδί;
Να του δίνετε ζουμί.
55 Το ζουμί, τόμου * είν’ καλό,
είναι σαν το γιατρικό.
Μωρέ πες μου, σαν τί ακούς;
— Ακούω πόνους τρομερούς.
— Ho capito. Molto bene! *
60 Μη πικραίνεσαι, καημένε,
πες πως σου ’ρθε ξαφνικό.
Και μ’ ετούτο; Εγώ ’μαι δω!
Μα ποιανού να λάχει; Εσένανε!
Αρρωστίες * μου λες εμένανε;
65 Αρρωστίες κακά κουρούπια! *
Μωρές έχετε κουνούπια!
Σας το λέω πως θε να τὄρθουνε,
γιατί είναι ανιψιός μου,
ούλα τα κακά του κόσμου!
70 Γιά, το πόλσο * να σου ιδώ,
φέρ’ το, μάτια, πίλιο * εδώ,
το προσκέφαλο πλιο κει
βάλ’ του ν’ αντισηκωθεί.
Αδρεφή, να μη φοβάται,
75 νά τον, πώς il polso batte. *
Φέρτε, φέρτε του ζουμί,
grasso un po’ per dir cosi». *
Του το φέρνουν σε φλετζάνι *
και φωνή ο Ροΐδης βγάνει:
80 «Τί του φέρετε εδώ; Θέλει
να το βάλτε σε σκουτέλι!» *
Και με κάτι θεοφωνές *
το ’πε τέσσερες φορές.
«Finalmente, bravi cari, *
85 αμή πώς θε να σπεράρει; *
Βάλ’ το, μάτια, βάλ’ το κάτου,
θα το πιούμε στην υγειά του!
Γεια σου! Α, εσύ θα γιατρευτείς» —
και το τσούχνει * παρευθύς.
90 Κι όταν έκαμε γλου γλου
στην κοιλιά του του γιατρού,
απ’ την καμερούλα βγαίνει
και τσι σκάλες κατεβαίνει
δίνοντα λυπητερά
95 των κρεμάλων * μία ματιά.
Και παγαίνοντας εμπρός
κειος εμίλειε μοναχός:
«Με χαρτί και καλαμάρι
να του δείξω εγώ του φλάρη!»
100 Κι ότι τέτοια λόγια αρχίζει
καλά οπίσω του γυρίζει
και πάει κάτω από το σπίτι
και φωνή τέτοια ασηκώνει
που επροβάλανε οι γειτόνοι.
105 «Ζαχαρένια, έβγα εδώ,
κάτι έχω να σου πω».
Και προβαίνει η Ζαχαρένια.
«Τζόγια * μου μαλαματένια,
να του πεις του μασκαρά, *
110 να κουκουλωθεί καλά».
|