Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

[Η πρωτοχρονιά *]

Έντονε! * μαμουριασμένος, * στα γραψίματα γειρμένος… Βρ’ άφησέ τα, τ’ άχερα! Κάμε στρόμπες. * Έλα δα! 5 Σπούδαξε, να σε στιμάρουνε! * Βλέπω γω πώς με τρατάρουνε! * Τρέχα λάουρες * να πάρεις, να πετιέται ο Ταβουλάρης στα πλιο όμορφα που λες, 10 να σου κάνει δυσκολιές, ή να κάνει χα χα χα το παιδί του Μεσαλά! Μοναχό να τ’ απαντήξω! Στον ακούτη * θα του σφίξω, 15 να του πω την κακή μέρα του· ας γελάει με τον πατέρα του· που ’ναι κόντες αφ’ τη Μάνη κι έχει χέρια για να κάνει… χα χα χα… ανανοήθηκα· 20 νά, στην ώρα που εγεννήθηκα. Έσμπλαξα * και τον Τερτσέτη να κοιτάζει το Γρασσέτη, τόμου * σπάω το λάρυγγά μου λέοντας τα σπροπόζιτά * μου· 25 το Γρασσέτη να κοιτάει και να του χαμογελάει. Νά, τσου φίλους που εγκαινιάστηκα! * Και πουρ * δεν εξεκουτιάστηκα· * γιατί, πίστεψέ μου, εγώ, 30 τόμου * ιδώ γέλιο κρυφό, τόμου * ιδώ κρυφή ματία, μπαίνω πάντα σ’ υποψία. Αγκαλά μου, εγώ τα φταίω· «Πες μας βέρσα.». * Κι εγώ λέω. 35 «Ε Dottore! μπρε, να ζεις, πες μας πρόζες.» Κι εγώ ευθύς. «Πες μας κι άλλα, Dottor caro Μπρε ’χω κάψα και κατάρρο. * «Θα μας πεις, δεν είν’ το caso 40 Και λέω τόσο που βραχνιάζω, και ξυπνάω μες στην αυγή… Α! α! γύρευε φωνή! Όρσε, * με το ρετσιτάρισμα, * στο λαρύγγι τέτοιο χάρισμα!! 45 Χου, χου, ακούς; Απομονή… Και για μήνες. Μα πες τί για φωτίκι εις πλερωμή μου, τί μου δίνουνε οι νουνοί μου; Με φορτώνουν οι sciocconi 50 και παινούνε το Μαρόνη! Τί παινέσματα! Μαχαίρι, να παινάς τέτοιο χρυσάφι! (Αγκαλά μου ο Θεός το ξέρει και για κείνους πόσα γράφει.) 55 Ε! αποφάσισα· θα σκάψω, όσα έχω να τα θάψω, καμιά νύχτα σκοτεινή, να μη λάχει και τα ιδεί ο Αντώνης, ή με σμπλάξει * 60 il mio Nume και τ’ αδράξει· κι ας γυρεύει στο ταβλί μου, όποιος θέλει, ή στην αυλή μου! Τα τρουπώνω! * Κι ας του πει του Τερτσέτη, αν είν’ καλή, 65 της αυλής μου τα κρυφά του κοκόρου η κουτσουλιά. *

Μά το Θέο, Τούρκος θα γένω· με τσιμπούκι θε να βγαίνω, θα φορέσω και σαρίχι, * 70 για να ιδώ αν αλλάξω τύχη. Τί πιλιό * να ραγιονάρω * με του Σάρτζη το ρεπάρο! * Πού πουλιό * μου εγώ να ρίχνω βέρσα ολούθε και να δείχνω 75 κάθε μέρα το hic, hoc, haec! Θε να λέω: Σελάμ-Αλέκ! Είναι αδειανοί στο φόρο να μου λένε: Σιορ Δοτόρο· είμαι ο Ισούφ· Μπέη παιδί· 80 δεν το ξέρεις; του Μουφτή. Είμαι Μπέης, να σε χαρώ· δε με βλέπεις τί φορώ; Από εννιά χρονών και πρίχου * ξέρω το Αλκοράν * ξεστίχου· * 85 και φαρσί * το ξέρω· νά, θες να ιδείς; Αμάν Αλλά· Κι άλλα κι άλλα, ένα σωρό, που βαριούμαι να σ’ τα πω.

Δεν μπορούνε να με ιδούνε· 90 και τί τσὄκαμ’ ας το πούνε. Τί να κάμω! Δίκιο έχουνε… Ούλοι ξέρουν τα κακά μου· ποιός δεν ξέρει τη γενιά μου; Κειο το ξέρει κάθε μπάμπαλο, * 95 που εγώ είμαι ένα σκυλί· είμαι με τον Eliogabalo πάντα μου φιλί-κλειδί. * Ο Τιμπέριος ξάδερφός μου τόμου * έρχεται ομπρός μου 100 μ’ αγκαλιάζει αδερφικά και λιγώνει από χαρά. Κάθε νύχτα μήπως πέφτω; Πάντα προβατώ * και κλέφτω· έχω ψεύτικα κλειδία 105 για να γδένω μαγαζία, και πετάω, πριν πάω σπίτι, ένα αφτί ή καμιά μύτη· ω! έχω πάθος, έχω λύσσες, για να αβελενάρω * βρύσες. 110 Γιαμά * ρώτα το Nerone (buon compagno e buon padrone) ρώτα τόνε αν ποτέ έμεινε χωρίς εμέ! Να ’χε λείψω έμνεσκε in aria· 115 α! με τάιζε κουκουνάρια! Θέλει το ’χετε ακουστά,— εγώ του ’πα, του ’πα: Α! Πρέπει, Νέρωνα, τση μάνας σου τα μυαλά να τση πετάξεις, 120 και το Σένεκα να σφάξεις… Ας τ’ αφήσουμε, γιατί είναι η μέρα η σημερνή.

Σου ’πανε πολλοί τα κάλαντα; Ώρα δείπνου επήα στην Κλάδαινα 125 —ότι εφέρναν την απλάδαινα— * και γυρίζοντας απάντησα ταμπουράδες, μαντολιά, και κιτάρες * και βιολιά· κάπου κάπου άκουα per via 130 και καμία σιδεροστία· * μ’ ένα σίδερο σονάρουνε, * τα βρομόπαιδα το ζάρουνε· * παίρνουν όβολα ωστόσο, κι εγώ παίρνω un catriosso.

135 Εγώ πάω να κάμω βίζιτες; Να ’χω φτώχεια, να ’χω πόνους, και ν’ ακούω: Σε πολλούς χρόνους. Vale a dir: Dottor, να ζήσεις κι από πείνα να ψοφήσεις. 140 Ξέρω γω εκείνοι οι Άρχοντες το τί θέλανε να κάνω· το γιατρό τον τσαρλατάνο! * Τσαρλατάνος; * α! δε γένουμαι. Ξέρεις τί του αποκραίνουμαι 145 οποιανού με κονσουλτάρει; * «Έχω tormini.» — Χαμπάρι. * «Έχω βάρος στο κεφάλι.» — Εκειό το ’χουν άλλοι κι άλλοι. «Σιορ * Dottore, έχω θέρμη· 150 τί να κάμω; Γιατί σκιάζομαι.» — Τί να κάμεις; Σε θιαμάζομαι! Με την κάψα ξεθυμαίνεις· θα περάσει, κι έτσι γιαίνεις. «Μου ’πεσε και ο Κωσταντής 155 — Τον εσήκωσες ευθύς; «Μπα!» — Ben, έκαμες το χρέος σου· μη συγχύζεσαι, στο θέο σου. «Μου έρχεται να πέσω χάμου· έχω μες στα σωθικά μου, 160 έχω σαν ένα σουγλί.» —Μη σου καίεται καρφί. «Αμή τούτ’ η λουλαμάρα, * που με φέρνει, στο ταβλί μου να κοιμούμαι πάντα;» — Κοίμου· 165 ας περάσει οπότε θέλει· Κοίμου ώς αύριο· τί σε μέλει; — Alle corte, — η γιατρική είναι semplice πολύ· σου το λέω χωρίς μπαρμπούτα: * 170 αν σου σκαρφιστεί, σε τούτα μέτρα αλλιώτικα να πάρεις, δεν είσαι γιατρός, μα Τσάρης. * Συφορά σου και μαυρίλα σου κάλλιο να ’σουνα στο μνήμα σου. 175 Όποιος θέλει τα μυστήρια να ξαγγλίσει, * έχει ντελίρια. * Εδώ ας έλθουνε οι γιατροί να μου πούνε, αν είν’ καλοί, τί ’ναι κειο π’ ακούω μέσα μου 180 πάντα τόμου * κομπονέρω· * γιατί ακόμα δεν το ξέρω. Ένα Βζιτ μες στα μυαλά, κι όξω επίθετα … αποκειά! Βζιτ, και βγαίνει λέξη, γιε μου, 185 που δεν άκουσα ποτέ μου· Βζιτ, και πράματα καινούρια που μερτάρουνε * κουλούρια· Βζιτ, κι η πένα πράμα ρέει που κάνει άνθρωπο και κλαίει· 190 Βζιτ, και λόγον νοστιμεύεσαι, που αφ’ τα γέλια ξεκουτιένεσαι· * Βζιτ, κι η πένα ομπρός, ομπρός, και τελειώνεται ο χορός. Στέκω λίγο… γιαμά παίρνω 195 στουμπωμένο * το κουιντέρνο * από Βζιτ, και το κοιτάζω, και πατόκορφα * θαυμάζω· μπρε, τί είν’ τούτ’ η μπατόστα; * Ετρελάθηκα de posta! 200 Τί μπαράκα * βλέπω δω που δεν έχει τελειωμό! Πρέπει εδώ, για ν’ αγρικήσουνε, εξαρχής να ξενυχτήσουνε! Πρίχου * γράψω, εγώ δεν είχα 205 εις το νου μου μία τρίχα! Όξω ένα ανεμοστρόφουλο από Βζιτ μες στα μυαλά, γιαμά βλέπω εδώ ολοστρόγγυλα τούτα τα πολλά κακά! 210 Τα ξαναδιαβάζω πάλι, και με gorga έτσι μεγάλη, που ξανακουφαίνω δα ούλη μου τη γειτονιά! Κι αφού είδα και ξαναείδα 215 που δε λείπει μία κουκκίδα, * τα μπουρσώνω, * αντιποδάω * για το Νιόνιο, κι ας πεινάω.

Ούλοι οι γιατροί του κόσμου τώρα ας έλθουνε —μα ομπρός μου!— 220 να ’λθουνε να μ’ ονοράρουνε * και το Βζιτ ν’ αναλιτσάρουνε. * Να εκουνιόντανε για να ’ρθουνε! Και να μην ξημερωθώ, α δεν ήθελα τσου πω: 225 Πριν τσι σκάλες ανεβείτε, να μου προβεντεριστείτε, * για ν’ ακούστε… τί τηράζετε; Tromba acustica χρειάζεται. Έτσι γε… Sior Cullen, στρώσου· 230 Sior Morgagni, ανασκουμπώσου· Signor Scarpa, Βζιτ che è? Quando sentesi, e perchè? Μίλειε, δεν είσαι μαρμότα· * και αν ορίζεις, βήξε πρώτα. 235 Sior Cottugno; Signor Valles; Signor Zimmerman; Sior Wit; Signor Gall, μες στσι καρκάλες * έσμπλαξες * κανένα Βζιτ; Όρσε * τώρα!… η γιατρική 240 μαζωμένους έχει εκεί ούλουτση τσου διαλεχτούτση· τί αποκραίνουνται; Παπούτσι. * Παίρνουν τα σαράντα όρατα, * φεύγουνε με τα μετσίλια * 245 ούλοι, σαν να μη τσου μίλεια. Concludiamo: η φλυαρία per gli effetti μοναχά, — sulle cause, —τσιμουτία,— * ούτε λίγα, ούτε πολλά. 250 Μη γυρεύεις τί ’ναι Βζι· oh! gli effetti, Signor si. Από Βζιτ το Passio βγαίνει, Βζιτ, και βγαίνει η Mottoneide μ’ ένα φάσκελο * all’ Eneide· 255 από Βζιτ, με τσι κορόνες βγαίνουν οι ντισερτατσιόνες, * κι ευθύς πάνε και κουρνιάζουνε, * σίου σίου, καμαρωτά, στο Demostene κοντά. 260 Με το Βζιτ πετιέται tutto il sonetto στο χαρτί, ξάφνου ξάφνου come un rutto, που για νά βγει δεν αργεί. Το Βζιτ τα ’χει γεναμένα 265 όσα έχω καμωμένα· ούλα μου είν’ του Βζιτ παιδία, ούλα, μά την Παναγία! Μη le cause — γιατί χάνεσαι· σου τα λέω, γιατί τα αισθάνεσαι· 270 τέτοια ας λένε, αν ορίζουνε· γιατί αλλιώς, μου φλυαρίζουνε. Μα σε σκότισα· σηκώνου κάπου κάπου. Και του χρόνου.

[1824]

___

στ. 2
Στα γαμόπιστα * γειρμένος…

στ. 3
Βρ’ άφησέ τα, τα σκατά …

στ. 6
Βλέπω γω με κογιονάρουνε *

στ. 49
Με φορτώνονται οι coglioni

στ. 126
Και γυρίζοντας απάντεχνα

στ. 132
Τα βρομόπαιδα τα ζάρουνε *

στ. 205
Εις το νου μου ούτε μία τρίχα

στ. 206
Όξω ένα ανεμοστρούφουλα


Ο [γιατρός] Ροΐδης πηγαίνει να εύρει τον ποιητή την πρώτη του χρόνου 1824· τον βλέπει όπου γράφει, και απ’ αυτό παίρνει αφορμή να μιλήσει, καθώς έκανε πάντα, για τον εαυτό του. Φαίνεται ότι εκείνη την ημέρα ο Ροΐδης εις την ομιλία του εσυγκεφαλαίωσε όλα του τα παράξενα ιδιώματα· όθεν η φαντασία του Σολωμού έλαβε ζωντανήν εντύπωση κι εμόρφωσε τούτη τη σάτιρα, η οποία είναι συνοπτική εικόνα του Ροΐδη. *