Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

[6]

Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ

Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη, κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα, και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος. 5 Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα, χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη, και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους, κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους, τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια. 10 Έξ’ αναβρύζει κι η ζωή σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα. Αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ’ναι κι άσπρο, ακίνητ’ όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ’ ώς τον πάτο, με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα, που ’χ’ ευωδίσει τσ’ ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο. 15 Αλαφροΐσκιωτε καλέ, γιά πες απόψε τί ’δες· νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια! Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε, ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι, γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη, 20 μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι, κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.


___

στ. 1-4
Ο Έρωτας εχόρεψε με τον ξανθόν Απρίλη,
κι η φύσις όλη βρίσκεται μες στη γλυκιά της ώρα.
Εις τ’ ουρανού την πλατωσιά και στα κρυφά του βάτου
ανάκουστοι κιλαϊδισμοί και λιποθυμισμένοι.
*
Στου ροδισμένου . . . μες στον πυκνό κρυψιώνα
ανάκουστοι κιλαϊδισμοί και λιγοθυμισμένοι.
*
Και φέρνουν οι αέρηδες, χορτάτοι νεραντζάνθη,
ανάκουστους κιλαϊδισμούς και λιποθυμισμένους.
*
Σε γη, σε κύμα, σε γιαλό,
με ρόδο, με γιοφύλλι,
(πόδι, Κυρ Έρωτα, χρυσό)
τώρα που έστησες χορό
με τον ξανθόν Απρίλη.

Στη φράχτη μες τη φουντωτή
χαριτωμένη τώρα,
οπού δροσιές και μόσχους κλει,
κι η φύσις ηύρε την καλή
και τη γλυκιά της ώρα.
*
Δροσιές και μόσχους κλει κι αυτός
ο βάτος φουντωμένος
και μέσ’ ακούστηκε γλυκός
ανάκουστος κιλαϊδισμός
και λιποθυμισμένος.
*
Και βλέπω τα τρισεύγενα στήθη ανθισμένο βάτο,
που π’λάκια κλει π’ ακούν χαρά μες στη γλυκιά της ώρα,
και θά βγουν μ’ ήχους όμορφους και λιγοθυμισμένους.


στ. 5-9
Ενώ ’ξουθ’ ωραιότατα νερά χαριτωμένα
πέφτουνε μες στην άβυσσο . . . .
και χαίρονται το μόσχο της και δίνουν τη δροσιά τους
μ’ όλα τα πλουσιοπάροχα καλά της νερομάνας·
και τα νερά σπουδάζουνε και κάνουν σαν αηδόνια.


στ. 7
και παίρνουνε το μόσχο της για τη δροσιά π’ αφήνουν

Εις χωριστό χειρόγραφο ευρίσκονται οι εξής δύο στίχοι: *
Νεράκι π’ αηδονολαλείς και ρες μ’ ασπούδα στ’ άνθη,
σου δίνουνε το μόσκο τους για τη δροσιά π’ αφήνεις.


στ. 11-14
Αλλά στης λίμνης το νερό π’ ασάλευτό ’ναι κι άσπρο,
ασάλευτ’ όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ’ ώς τον πάτο,
με μικρόν ίσκιον έπαιξε χρυσή πεταλουδούλα,
που βώδισε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο.
*
που πέρασεν ευωδικιά νύχτα στον άγριο κρίνο
*
οπού ’χε στ’ αγριόκρινου τους μόσκους ξενυχτήσει
*
που μέσα στον αγριόκρινο γλυκά ’χε ξενυχτήσει*


στ. 11-14
Η αρχαιότερη μορφή των στίχων 11-14 εις τούτο το Γ΄ Σχεδίασμα ήταν: *
Λευκό βουνάκι πρόβατα που σειέται και βελάζει
και μες στης λίμνης τα νερά στρωτά, γλυκά, καθάρια,
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο.
*
στης έρμης λίμνης τα νερά ολόστρωτα καθάρια


στ. 15
Γιά πες, αλαφροΐσκιωτε, στη λίμνη απόψε τί ’δες
*
Εσύ ’σκιον έχεις αλαφρό, και πες απόψε τί ’δες


στ. 19
Στη λίμνη κλει κάτι λευκό διπλώνοντας το φεγγάρι
*
Κάτι λευκό κι ατάραχο τυλίζει το φεγγάρι


στ. 19-21
Εκεί που η λίμνη φούσκωσε στο στρογγυλό φεγγάρι,
συχνά το φως του φεγγαριού κάτι λευκό τυλίζει,
κι εβγήκε κόρη θεϊκιά και φεγγαροντυμένη.
*
σε κάτι απάνου ατάραχο, π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
εσυχνανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
κι όμορφη βγαίνει κορασιά ολόλαμπρη στο φως του.
*
κι όμορφη βγαίνει κορασιά και θεϊκιά στο φως του.
*
κι όμορφη βγαίνει κορασιά στημένη μες στο φως του.