Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

[2]

Έργα και λόγια, στοχασμοί, —στέκομαι και κοιτάζω— λούλουδα μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το χορτάρι, κι άσπρα, γαλάζια, κόκκινα καλούν χρυσό μελίσσι. Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.— 5 Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια, και σα θολώσουν τα νερά, και τ’ άστρα σα πληθύνουν, ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι. «Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ’ Άγγλου! Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι· 10 κι αλιά! σε λίγο ξέσκεπα τα λίγα στήθια μένουν· αθάνατή ’σαι, που ποτέ, βροντή, δεν ησυχάζεις;» Στην πλώρη, που σκιρτά, γειρτός, τούτά ’π’ ο ξένος ναύτης. Δειλιάζουν γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε, και με λιβάνια δέχεται και φώτα τον καημό τους 15 ο σταυροθόλωτος ναός και το φτωχό ξωκλήσι. Το μίσος όμως έβγαλε και κείνο τη φωνή του: «Ψαρού, τ’ αγκίστρι π’ άφησες, αλλού να ρίξεις άμε.»

~

Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια, κι όταν θολώσουν τα νερά, κι όταν πληθύνουν τ’ άστρα, 20 ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι. Γέρος μακριά, π’ απίθωσε στ’ αγκίστρι τη ζωή του, το πέταξε, τ’ αστόχησε, και περιτριγυρνώντας: «Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ’ Άγγλου! Πέλαγο μέγ’, αλίμονον! βαρεί το καλυβάκι· 25 σε λίγην ώρα ξέσκεπα τα λίγα στήθη μένουν· αθάνατή ’σαι, που, βροντή, ποτέ δεν ησυχάζεις; Πανερημιά της γνώρας μου, θέλω μ’ εμέ να κλάψεις.»


___

στ. 7
Το πέλαο ξάφνου μακριά μουγκοβολά και σειέται.


στ. 8
Αχ! τ’ άλογο της Αραπιάς καλά χαλινωμένο,
και με του Τούρκου τ’ άρματα νους Ιταλού και Γάλλου.


στ. 9
Πέλαγο μέγα πολεμά το δόλιο καλυβάκι
*
Πέλαγο, μέγα πέλαγο βαρεί το καλυβάκι
*
Πέλαγο μέγα τ’ άτυχο βαρεί περιβολάκι


στ. 10
Σε λίγο μένουν άφραχτα τα λίγα στήθια πὄχει
*
Σε λίγο μένουν άσκεπα […]
*
Σε λίγην ώρα φαίνονται […]


στ. 11
Ακοίμητ’ είσαι, που ποτέ, βροντή, δεν ησυχάζεις;


στ. 12
Γειρτός στην πλώρη που σκιρτά, ο ξένος ναύτης λέει


στ. 14
Και δέχεται με λιβανιές […]


στ. 16-17
Το μίσος όμως έβγαλε την έχθρα της ψυχής του:
«Ψαρού, το δίχτυ π’ άφησες, να πας αλλού να ρίξεις».
*
Κι ο φθόνος είδε κι έριξε της αδικιάς το μίσος.
«Καλά ’καμες, περήφανη, σ’ εσέ να στέρξ’ ο κόσμος·
να ιδεί το δίχτυ π’ άφησες πως πας αλλού να ρίξεις».
*
Κι ο φθόνος εσαΐτεψε την αδικιά του μίσους:
«Δίχτυ, ψαρού περήφανη, να πας αλλού να ρίξεις».
*
Ψαρού πολύ περήφανη […]


στ. 21-22
Η γραφή του κειμένου είναι από το στόμα του ποιητή· εις τα χειρόγραφα: *
Ψαράς μακριά, π’ απίθωσε στ’ αγκίστρι τη ζωή του,
τ’ αστόχησε τρισεύγενα, κι εφώναξε σκωμένος: