Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ελληνόγλωσσο έργο του |
Διονύσιος Σολωμός (1798-1857)
[3]
Ενώ ακούεται το μαγευτικό τραγούδι της άνοιξης, οπού κινδυνεύει να ξυπνήσει εις τους πολιορκημένους την αγάπη της ζωής τόσον, ώστε να ολιγοστέψει η αντρεία τους, ένας των Ελλήνων πολεμάρχων σαλπίζει κράζοντας τους άλλους εις συμβούλιο, και η σβησμένη κλαγγή, οπού βγαίνει μέσ’ από το αδυνατισμένο στήθος του, φθάνοντας εις το εχθρικό στρατόπεδο παρακινεί έναν Αράπη να κάμει ό,τι περιγράφουν οι στίχοι 4-12.* |
«Σάλπιγγα, κόψ’ του τραγουδιού τα μάγια με βία, γυναικός, γέροντος, παιδιού, μη κόψουν την αντρεία.» Χαμένη, αλίμονον! κι οκνή τη σάλπιγγα γρικάει· αλλά πώς φθάνει στον εχθρό και κάθ’ ηχώ ξυπνάει; 5 Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται, κι η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται· και με χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο, τ’ αράθυμο, το δυνατό, κι όλο ψυχές γιομάτο, βαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα, 10 τον όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα· τέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν’ άστρο, τρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο. |
___ |
«Σήκω, καλή μου σάλπιγγα! και βρόντα χέρι χέρι· εδώ ’ναι κόρες άβγαλτες κι άπραγοι νέοι και γέροι». Χαμένη, αλίμονον! κι οκνή τη σάλπιγγα γρικάει· αλλά πώς φθάνει αντίπερα και την ηχώ ξυπνάει; Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα τ’ εχθρού γεννοβολιέται, κι η αναγελάστρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται· κι ελεύθερη, χαρούμενη, γύρου βαρεί και πέρα· ηχοποντεί στον άπειρο και καθαρόν αέρα. Και τέλος πάντων μακρινή σέρνει λαλιά σαν άστρο, μίσους λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο. |
στ. 1-2 |
«Σάλπιγγα, βάρει γλήγορα . . . . .
τα μάγια κόψ’ του τραγουδιού, μην κόψουν την ανδρεία.» |
στ. 5 |
Γέλιο στ’ εχθρού το στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται |
* |
Άσβεστο γέλιο στο πλατύ στρατόπεδο γρικιέται |
στ. 9-10 |
και βαρεί γύρου ελεύθερα τον καθαρόν αέρα,
μ’ ήχους πολλούς, πολλώ λογιώ, κι ώρα πολλή και πέρα. |
* |
κι ελεύθερη και πρόσχαρη γύρου βαρεί και πέρα
τρικύμισε κόσμος ηχοί τον ξάστερον αέρα. |
* |
πλημμύρα ηχοί τρικύμισαν τον ξάστερον αέρα |
* |
κόσμος ηχοί στον καθαρό, στον άπειρο αέρα |
στ. 11-12 |
τέλος βαρεί τρόμου λαλιά και χύνεται σαν άστρο |
* |
κι έξαφνα τέλος μακρινή λαλιά ’συρε σαν άστρο |
* |
του μάκρου τέλος η σκληρή σέρνει λαλιά σαν τ’ άστρο |
* |
τρόμου ψηλή χύνει λαλιά και βγάν’ ηχούς πολληώρα |
* |
χύνει κλαγγή χαρούμενη μακριά παντού σαν άστρο,
τέλος βαρεί τρόμου λαλιά ρητή κατά το κάστρο. |
* |
κι ηχοβολάει βροντόφωνα κατά το μαύρο κάστρο |
* |
κι ηχολογάει βροντόφωνα κατά το μαύρο κάστρο |