Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ελληνόγλωσσο έργο του |
Διονύσιος Σολωμός (1798-1857)
22.
Εχαμογέλασε γλυκά στον πόνο της ψυχής μου, κι εδάκρυσαν τα μάτια της, κι εμοιάζαν της καλής μου. Εχάθη, αλιά μου! αλλ’ άκουσα του δάκρυου της ραντίδα στο χέρι, που ’χα σηκωτό μόλις εγώ την είδα.— 5 Εγώ από κείνη τη στιγμή δεν έχω πλια το χέρι, π’ αγνάντευεν Αγαρηνό κι εγύρευε μαχαίρι· χαρά δεν του ’ναι ο πόλεμος· τ’ απλώνω του διαβάτη ψωμοζητώντας, κι έρχεται με δακρυσμένο μάτι· κι όταν χορτάτα δυστυχιά τα μάτια μου ζαλεύουν, 10 αργά, κι ονείρατα σκληρά την ξαναζωντανεύουν, και μέσα στ’ άγριο πέλαγο τ’ αστροπελέκι σκάει, κι η θάλασσα να καταπιεί την κόρη αναζητάει, ξυπνώ φρενίτης, κάθομαι, κι ο νους μου κινδυνεύει, και βάνω την παλάμη μου, κι αμέσως γαληνεύει· 15 τα κύματα έσχιζα μ’ αυτό, τ’ άγρια και μυρωδάτα, με δύναμη που δέν ειχα μήτε στα πρώτα νιάτα, μήτε όταν εκροτούσαμε, πετώντας τα θηκάρια, μάχη στενή με τους πολλούς ολίγα παλικάρια, μήτε όταν τον μπομπο-Ισούφ και τσ’ άλλους δύο βαρούσα 20 σύρριζα στη Λαβύρινθο π’ αλαίμαργα πατούσα. Στο πλέξιμο το δυνατό ο χτύπος της καρδιάς μου — κι αυτό μου τ’ αύξαιν’, — έκρουζε στην πλεύρα της κυράς μου. |
Αλλά το πλέξιμ’ άργουνε, και μου τ’ αποκοιμούσε, ηχός, γλυκύτατος ηχός, οπού με προβοδούσε. 25 Δεν είναι κορασιάς φωνή στα δάση που φουντώνουν, και βγαίνει τ’ άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουν, και τον κρυφό της έρωτα της φύσης τραγουδάει, του δέντρου και του λουλουδιού που ανοίγει και λυγάει· δεν είν’ αηδόνι κρητικό που παίρνει τη λαλιά του 30 σε ψηλούς βράχους κι άγριους όπ’ έχει τη φωλιά του, κι αντιβουίζει ολονυχτίς από πολλή γλυκάδα η θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά η πεδιάδα, ώστε που πρόβαλε η αυγή και έλιωσαν τ’ αστέρια, κι ακούει κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέρια· 35 δεν είν’ φιαμπόλι το γλυκό οπού τ’ αγρίκαα μόνος στον Ψηλορείτη όπου συχνά μ’ ετράβουνεν ο πόνος κι έβλεπα τ’ άστρο τ’ ουρανού μεσουρανίς να λάμπει και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κι οι κάμποι· κι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδα 40 κι εφώναζα: ω θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα! Κι άπλωνα κλαίοντας κατ’ αυτή τα χέρια με καμάρι· καλή ’ν’ η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι. Λαλούμενο, πουλί, φωνή, δεν είναι να ταιριάζει, ίσως δε σώζεται στη γη ήχος που να του μοιάζει· 45 δεν είναι λόγια· ήχος λεπτός δεν ήθελε τον ξαναπεί ο αντίλαλος κοντά του. Αν είν’ δεν ήξερα κοντά, αν έρχονται αποπέρα· σαν του Μαϊού τες ευωδιές γιομίζαν τον αέρα, γλυκύτατοι, ανεκδιήγητοι 50 μόλις είν’ έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο Χάρος. Μ’ άδραχνεν όλη την ψύχη, και νά μπει δεν ημπόρει ο ουρανός, κι η θάλασσα, κι η ακρογιαλιά, κι η κόρη· με άδραχνε, και μ’ έκανε συχνά ν’ αναζητήσω τη σάρκα μου να χωρισθώ για να τον ακλουθήσω. 55 Έπαψε τέλος κι άδειασεν η φύσις κι η ψυχή μου, που εστέναξε κι εγιόμισεν ευθύς οχ την καλή μου· και τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένη, την απιθώνω με χαρά, κι ήτανε πεθαμένη. |
___ |
στ. 1-4 |
Χαμογελά κι εδάκρυσε στον πόνο της ψυχής μου,
και εις τέτοιο σχήμα εφάνηκε πως μοιάζει της καλής μου. Όμως εγίνηκ’ άφαντη οχ του πελάου την άκρη, κι αγρίκησα στο χέρι μου που μου έσταξ’ ένα δάκρυ. |
στ. 9-12 |
Οπότε νύχτα αργά πολύ κι ύπνος σκληρός πλια ζωντανά τα ξαναφέρνει ομπρός μου· κι η θάλασσα που μέσα της τ’ αστροπελέκι σκάει, με τη φωνή του λιονταριού την κόρη μού ξυπνάει. |
στ. 15 |
Και τα νερά ’σχιζα μ’ αυτό τα μυριομυρωδάτα |
στ. 22 |
Και στο κεφάλι το χρυσό βαρεί το καρδιοχτύπι |
στ. 23 |
Αλλά το δεινό πλέξιμο γλυκά μ’ αργοπορούσε |
στ. 22-23 |
Εδώ ήθελε να θέσει ο ποιητής μίαν παρομοίωση, της οποίας έχομε τους εξής στίχους· αυτοί όμως δεν ευρίσκονται εις το ύστερο σχεδίασμα: * |
Πάει σαν αλάφι πὄφυγε του κυνηγού τα βέλη,
και φεύγει κι από τ’ ανθηρά κρεμάμενα κλωνάρια, κι από τον μαύρον ίσκιο του σε ρεύματα καθάρια. |
στ. 34 |
Κι ακούει κι αυτή και πέφτουν της οι κρίνοι από τα χέρια. |
Κατόπι τούτου του στίχου ευρίσκονται σβημένοι οι εξής: * |
Και τότε απλώνει, φεύγοντας, τα πράσινα φτερά του,
και χάνεται όπως χάνονται όλα τα πάντα κάτου. |
στ. 37-38 |
Κι ο ήλιος μεσουρανίς ανάβρυζε λαμπράδες,
και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα, οι πεδιάδες. |
στ. 41 |
Κι εκοίταα κι έκλαια κι άπλωνα τα χέρια με καμάρι |
* |
Κι απλώνω κλειώντας θλιβερά τα χέρια με καμάρι |
στ. 44 |
Εδώ ήθελε κατ’ αρχάς ο ποιητής να προσθέσει: * |
Ήταν εντύπωση ανεκδιήγητη, οποίαν κανείς ίσως δεν εδοκίμασε, ειμή ο πρώτος άνθρωπος, όταν επρωτοανάπνευσε, και ο ουρανός, η γη και η θάλασσα, πλασμένα γι’ αυτόν, ακόμη εις όλη τους την τελειότητα, αναγαλλιάζανε μέσα εις την ψυχή του— |
Γλυκιά ζωή, που το πουλί μισοπλασμένο ακόμα
είχε πρωτύτερα αισθανθεί με τον κιλαϊδισμό του, και τον αέρα εχτύπουνε με το ζεστό φτερό του· κι ο αέρας ο αμόλυντος, το δέντρο που ’χε ανθίσει, το καρτερούσαν ν’ ανεβεί να πρωτοκιλαϊδήσει,— |
Έως οπού εις τη μέθη του νοός και της καρδιάς του, τον έπιασε, σύμβολο του θανάτου, ο ύπνος, όθεν αυτός έμελλ’ έπειτα να ξυπνήσει, και να ευρεθεί σιμά του, |
της ομορφιάς βασίλισσα και να γενεί δική του. |
στ. 57-58 |
Έφθασα τέλος στο γιαλό την αρραβωνιασμένη,
σφίγγω την μες στην αγκαλιά, κι ήτανε πεθαμένη. |