Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ελληνόγλωσσο έργο του |
Διονύσιος Σολωμός (1798-1857)
[Η δέηση της Μαρίας και το όραμα του Λάμπρου]
[Το Εσπέρας της Λαμπρής][25]1 Και προβαίνει η Μαρία λίγη να πάρει δροσιά στα σωθικά τα μαραμένα· είναι νύκτα γλυκιά, και το φεγγάρι δε βγαίνει να σκεπάσει άστρο κανένα· 5 περίσσια, μύρια, σ’ όλη τους τη χάρη, λάμπουν άλλα μονάχα, άλλα δεμένα· κάνουν και κείνα Ανάσταση που πέφτει του ολόστρωτου πελάου μες στον καθρέφτη. 2
«Τα μαλλιά σέρνω στα λιγνά μου στήθη· 10 δένω σταυρό τα χέρια· Ουράνια, θεία! Πέστε Εκεινού που σήμερα αναστήθη να ελεηθεί τη μαύρη τη Μαρία. Μέρα είναι Αγάπης· Άδης ενικήθη· καίονται τα σπλάχνα, καίονται τα στοιχεία· 15 και η πυρκαϊά του Κόσμου αναγαλλιάζει και κατ’ Αυτόν τη σπίθα της τινάζει. 3
»Ο Ουρανός Αλληλούια ηχολογάει· κατά την γην ερωτεμένος κλίνει· ζει του νερού και η στάλα οπού κολλάει 20 στο ποτήρι· Αλληλούια εγώ κι εκείνη· όταν η Πύλη ακούστηκε να σπάει, τί χλαλοή στον κάτου κόσμο εγίνη; Χαίρεται μέσα η άβυσσο και ασπρίζει· ο περασμός του Λυτρωτή σφυρίζει.» 4
25 Στην εκκλησίαν ωστόσο ο Λάμπρος μένει, όπου ανθρώπου πνοή δεν αγρικιέται. Απ’ ένα εις άλλο στοχασμό πηγαίνει· είναι ο νους του έρμος κόσμος που χαλιέται. Μέσ’ από το στασίδι αγάλι βγαίνει, 30 και οχ την ψυχή του ο στεναγμός πετιέται· μόνον οι σκόρπιες δάφνες που εμυρίζαν εκεί που αυτός επερπατούσε ετρίζαν. 5
Και το πρόσωπο γέρνει ωσάν τη δειάφη και χαμηλά τούτα τα λόγια ρίχτει: 35 «Κουφοί, ακίνητ’ οι Αγίοι, καθώς και οι τάφοι· είπα κι έκραξα ώς τ’ άγριο μεσανύχτι. Άντρας (κι η μοίρα ό,τι κι α θέλει ας γράφει) του εαυτού του είναι Θεός, και δείχτει στην άκρα δυστυχία· μες στην ψυχή μου 40 κάθου κρυμμένη, απελπισιά, και κοίμου.» 6
Πάει για νά βγει στη θύρα αργά, και ανοίγει, λεπτή φωνή τού λέει, .Εις την άλλη πηδάει, και φωνή ολίγη και παρόμοια, του λέει, .45 Από την τρίτα πολεμάει να φύγει, και μία τρίτα τού λέει, .Αυτοκίνητες πάντα ανοιγοκλειούνε οι τρεις θύρες και αχό δεν προξενούνε. 7
Και ιδού τρία σαν αδέλφια έρμα και ξένα, 50 που έν’ αγιοκέρι σβημένο βαστούσαν, όπου στρίψει, όπου πάει, τ’ απελπισμένα γοργά πατήματά του ακολουθούσαν. Λιγδερά και πλατιά κι όλα σχισμένα τα λαμπριάτικα ρούχα οπού φορούσαν. 55 Στα μπροστινά, στα πισινά στασίδια, όλο σιμά του σειούνται τα ξεσκλίδια. 8
Ποτέ δεν τα ’χει εις τη φυγή του ανάρια· εδώ εκεί, μπρος οπίσω, απάνου κάτου. Βαρούν όμοια την πλάκα οχτώ ποδάρια, 60 τρέχουν ίσια, κι ακούονται τα δικά του. Να φύγει μία στιγμή τ’ Άδη τα χνάρια σπρώχνει μάταια μακρίο το πήδημά του, σαν τ’ άστρο που γοργά το καλοκαίρι χύνεται πέντε δέκα οργιές αστέρι. 9
65 Έτσι ενωμένοι εκάμανε τριάντα φορές την εκκλησιά που βοή στέρνει. Σα να ’χε μέσα θυμιατά σαράντα, μυρωδιά λιβανιού τη συνεπαίρνει. Πάντα με βία το τρέξιμο, και πάντα 70 ο ζωντανός τ’ αραχνιασμένα σέρνει· σκύφτουν, πολύ κρυφομιλούν, και σειέται το βαμπάκι, που λες και ξεκολλιέται. 10
Αχ! ποίος είδε τα χέρια να σηκώνει η Παναγία, τα μάτια της να κλείσει; 75 Αχ! ποίος είδε το Πάσχα αίμα να ιδρώνει ο Χριστός, και παντού να κοκκινίσει; Τί συφορά την εκκλησιά πλακώνει, οπού την ίδια μέρα είχε βροντήσει από τόσες χαρές και ψαλμωδίες, 80 που ’χε αντιλάμψει από φωτοχυσίες! 11
Βρίσκεται στ’ Άγιο Βήμα, ανατριχιάζει, και πέφτει ομπρός τους γονατιστός χάμου. Με τρομάρα κοιτάει και τους φωνάζει: «Σας γνωρίζω· τί θέλτε; Είστε δικά μου. 85 Του καθενός το πρόσωπο μου μοιάζει· αλλά πέστε τί θέλτε έτσι κοντά μου; Συχωράτε και πάψτε. — Αμέτε πέρα· δεν είναι ακόμα Παρουσία Δευτέρα. 12
«Ω κολασμένα, αφήτε μου τα χέρια.» 90 Χείλη με χείλη τότε εκολληθήκαν. Όσα εδώσαν φιλιά, τόσα μαχαίρια στου δυστυχή τα φυλλοκάρδια εμπήκαν. Αφού στον κόσμο ελάμψανε τ’ αστέρια, τέτοιου τρόμου φιλιά δεν εδοθήκαν. 95 Φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι· μέσα του επήε το νεκρικό βαμπάκι. 13
Στέκει σα μάρμαρο ώσπου ξημερώνει, κι είναι φευγάτοι οι πεθαμένοι νέοι. Την τρομασμένη κεφαλή ψηλώνει 100 και βαριά νεκρολίβανα αναπνέει. Τέλος πάντων τα μάτια άγρια καρφώνει στες δάφνες, και πολληώρα έπειτα λέει: «Σύρε, σημείο χαράς», και φουχτωμένο με τα δυο, το χτυπάει στο Σταυρωμένο. 14
105 «Κόλαση; Την πιστεύω· είναι τη· αυξάνει, κι όλη φλογοβολάει στα σωθικά μου. Απόψε Κάποιος που ό,τι θέλει κάνει μὄστειλε από το μνήμα τα παιδιά μου. Χωρίς να τη γνωρίζω εχθές μου βάνει 110 τη θυγατέρα αισχρά στην αγκαλιά μου. Δε λείπει τώρα πάρεξ να χαλάσει τον Εαυτό του, γιατί μ’ έχει πλάσει.» 15
Σηκώνεται και παίρνει την πεδιάδα, σχίζει κάμπους και δάση, όρη, λαγκάδια· 115 στα μάτια του είναι μαύρη η πρασινάδα, τα νερά και τα δέντρα είναι μαυράδια· χύνεται με μεγάλη ογληγοράδα, και γύρου ας είναι, ό,τι θωρεί, σκοτάδια. Κι ακόμη λέει πως κυνηγιέται, ακόμα 120 τα βαμπάκια του χάρου ακούει στο στόμα. 16
Έτσι ο φονιάς που κρίματα έχει πλήθια, εάν φθάσει να του κλείσει ύπνος το μάτι, βγαίνουν μαζί και του πατούν τα στήθια οι κρυφά σκοτωμένοι, αίμα γιομάτοι. 125 Μεγαλόφωνα κράζοντας βοήθεια γυμνός πετιέται οχ το ζεστό κρεβάτι, κι έχει τόση μαυρίλα ο λογισμός του, που με μάτια ανοιχτά τούς βλέπει ομπρός του. |
___ |
στροφή 1 |
στ. 1 |
Στέκει στο παραθύρι ως για να πάρει |
στ. 7-8 |
και τ’ άστρα τ’ ουρανού εις τη γαλήνη
το πέλαο καθαρόστρωτο αναδίνει. |
στροφή 6 |
Θέτω εδώ όχι ως άλλη γραφή, αλλά δυσκολευόμενος πού αλλού να τες θέσω αρμοδιότερα, τες εξής στροφές, οι οποίες ίσως δεν εγράφθηκαν ειμή ως δοκιμήν μέτρου. * |
Φωνούλα με πίκρα με κράζει· εκοίταξα απάνου και κάτου· πετιέται κρεβάτι θανάτου, κλειούν θύρες, ανοίγουν, χωρίς ν’ ανοίξει, να κλείσει κανείς. |
Ανοίγοντας, κλειώντας, οι θύρες καμιά δεν εκάναν αντάρα· με πιάνει μεγάλη τρομάρα· «Αχ!» κάνει το στόμα να πει, και βγαίνει χαμένη φωνή. |
Παγαίνει το πόδι στη θύρα που κλειέται και πλια δεν ανοίγει· ξετρέχει στην άλλη να φύγει, και κλειέται, και φθάνει μ’ ορμή στην τρίτα, και κλειέται κι αυτή. |
στροφή 9 * |
Κι ενώ το στόμα ανοιγοκλεί
που μου έσταξε φαρμάκι, στα χείλη του αναδεύοτουν το νεκρικό βαμπάκι. |
στροφή 15 * |
Γιατί ενώ περπατεί και παραδέρνει
όπου δεν είν’ παρά νερά, κλωνάρια, ο παραλογισμός του ομπρός τού φέρνει τ’ άθλια του κρίματός του απομεινάρια. |