Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ελληνόγλωσσο έργο του |
Διονύσιος Σολωμός (1798-1857)
Εις Μοναχήν
Προς την κυρά Άννα Μαρία Αναστασία Γουράτο Γεωργομίλα,
όταν εντύθηκε το αγγελικό σχήμα εις το μοναστήρι των Αγίων Θεοδώρου και Γεωργίου εις Κέρκυρα την 18 Απριλίου 1829 |
[1]
Από τον θρόνο τ’ Άπλαστου οι Αγγέλοι εκατεβήκαν, και μες στου μοσχολίβανου το σύγνεφον εμπήκαν, 5 να ιδούν που το κοράσιο κινάει στην εκκλησιά. [2] εψάλλανε με τα χρυσά τους χείλη, εκάνανε 10 κι αστράφτανε σαν ήλιοι και λόγια ετραγουδούσανε εγκάρδια και θερμά. [3] Ένας Άγγελος. Χαίρε, αδελφή! Μ’ αρέσουνε της όψης σου οι χλωμάδες· 15 εις τα περίσσια ανάμεσα κεριά και στες λαμπάδες κάλλιο από ρόδα πιάνουνε της Νύμφης του Χριστού. [4] Άλλος. Αφού τον θάνατο έκλαψες 20 της δόλιας σου μητέρας και του πατρός, σου απόμεινε μόνος Αυτός πατέρας· Άλλος. πάντα περνάει τα σπλάχνα του το δάκρυ του ορφανού.[5] Άλλος. 25 Γλυκό ’ναι της Παράδεισος να μελετάς τα κάλλη· Άλλος. πικρή ’ναι η φοβερότατη του κόσμου ανεμοζάλη· μόν’ εδώ φθάνει ο αντίλαλος, 30 δε φθάνει η τρικυμιά.[6] Άλλος. Εδώ ο Χριστός στα ονείρατα σ’ εσένα κατεβαίνει· Άλλος. εκεί ταράζουν άρματα και θρόνοι αιματωμένοι·Άλλος. 35 εδώ ευτυχία και θρίαμβος·Άλλος. εκεί ’ναι συμφορά.[7] Άλλος. Ο κόσμος ερωτεύτηκε στα μάτια, στη φωνή σου, τα μελετάει συχνότατα, 40 κι η αγγελική ψυχή σου φωνή και μάτια εγύρισε κατά τον Ουρανό. [8] Άλλος. Ο Πλάστης κατ’ εικόνα του τον άνθρωπο εποιούσε, Άλλος. 45 μες στα κρυφία της γνώσης του την Χτίση εμελετούσε, για να ’ναι του λιγόζωου ανθρώπου η κατοικιά.[9] Απάνου απάνου εχύθηκε 50 στην Άβυσσο, που εσειότουν και με τρομάρα εμούγκριζε, κι αφτί δεν εσωζότουν,— ο Πλάστης ολομόναχος αγρίκαε με χαρά. [10] Άλλος. 55 Έρως και Χάρος πάντοτε δουλεύουν εδώ κάτου, ώσπου ο Καιρός ο γέροντας να χάσει τα φτερά του. Άλλος. Φριχτή ’ναι η ώρα που άνθρωπος 60 βαριά ψυχομαχά.[11] Άλλος. Μη φοβηθείς να ’σ’ έρημη τότε από κάθε μάτι· ιδού ο Χριστός, που γέρνοντας στου πόνου το κρεβάτι, 65 σου σιάζει το προσκέφαλο και σε παρηγορά. [12] Άλλος. Ευτυχισμένο λείψανο, θέλει σου δώσει πάλι τον αρραβώνα ο ίδιος 70 οπού σου πήρε αγάλι την ώρα που απομείνανε τα στήθια σου νεκρά. [13] Άλλος. Τα κόκαλα εβαρέθηκαν στο μνήμα καρτερώντας 75 και τρίζουνε ακατάπαυτα την Κρίση αναζητώντας· Άλλος. ξύπνα, αδελφή! τη Σάλπιγγα την ύστερη αγρικώ.[14] Άλλος. Τα μάτια της αστράψανε 80 του τάφου από την κλίνη· κοιτάει! * πετιέται ολόχαρη και μες στο λάκκο αφήνει τους μόσχους του Μαϊάπριλου που δεν υπάρχει πλιο. [15] Όλοι οι Άγγελοι. 85 Τα μάτια της αστράψανε του τάφου από την κλίνη· κοιτάει! πετιέται ολόχαρη και μες στο λάκκο αφήνει τους μόσχους του Μαϊάπριλου 90 που δεν υπάρχει πλιο. |
[1829] |
___ |
Από το πρώτο σχεδίασμα: |
στροφή 11 |
Μη φοβηθείς να ’σ’ έρημη
στου πόνου το κρεβάτι· γιατί σ’ εσένα γέρνοντας ρίχνει ο Χριστός το μάτι, σου σιάζει το προσκέφαλο και σε παρηγορά. |
στροφή 12 |
Γλυκά κοιμήσου, λείψανο,
και θέλει λάβεις πάλι τον αρραβώνα που ο Χριστός σου πήρε αγάλι γάλι, την ώρα οπού το δάχτυλο απόμεινε νεκρό. |
στροφή 13 στ. 75-76 |
και τρίζουνε της Κρίσεως
την ώρα αναζητώντας. |
στροφή 14 στ. 81 |
Πηδάει, κινάει χαρούμενη. |