Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ελληνόγλωσσο έργο του |
Διονύσιος Σολωμός (1798-1857)
[Ο θάνατος του βοσκού *]
Νά μία βοσκούλα στο βουνό που κάθεται και κλαίει και τα παράπονα η σπηλιά γλυκά τα ματαλέει: Εψές μού απέθανε ο βοσκός, και τέσσεροι στον ώμο μου τον επήραν τέσσεροι στον ύστερό του δρόμο. 5 Βραχνόφωνα ο καλόγερος ανάδευε τα χείλα· του νεκροκρέβατου συχνά ετρίζανε τα ξύλα. Θυμούμαι που εκαθόμαστε αντάμα εκεί στη βρύση· ποιός απ’ εμάς, ελέγαμε, περσότερο θα ζήσει; Και λέγοντας: Ποιός απ’ εμάς περσότερο θα ζήσει; 10 ’φθύς κατ’ εμάς εβούιξε φριχτά το ι. Τότε ο ηγαπημένος μου εστέναξε απ’ τα στήθη, και του ’πα: Τί έχεις στην καρδιά; Κι αυτός δεν μ’ απεκρίθη. Δυστυχισμένη συντροφιά! Που το χαρούμεν’ άνθι της νιότης μας της τρυφερής ογλήγορα εμαράνθη. 15 Ω Θάνατε, λυπήσου με, λυπήσου με και φθάσε· ένα αναστέναγμα γλυκό μού φαίνεται πως θα ’σαι. Μου ’πανε πως μεσάνυχτα τον βάνουνε στο μνήμα κι εξέδωκα το ρούχο μου για το στερνό του εντύμα. Φωνάζω, σκούζω δυνατά στον τάφο του γειρμένη, 20 μα δεν ακούνε τες φωνές στον τάφο οι πεθαμένοι. Κείνοι που θα με θάψουνε, ακόμη αν μ’ αγαπούνε, ας βάλουνε τα χέρια μας νεκρά ν’ αγκαλιασθούνε. |
___ |
στ. 4 |
τέσσαροι τον πηγαίνανε στον ύστερο το δρόμο |
στ. 7-8 |
Αλίμονο, πόσες φορές εκάτσαμε στη βρύση
λέγοντας ποιός από τ’ εμάς περσότερο θα ζήσει! |
στ. 10 |
’φθύς κατ’ εμάς εβούιξε φριχτά το κυπαρίσσι |
* |
βούιζε εδώθε η καλαμιά, κείθε το κυπαρίσσι |
στ. 13 |
Δυστυχισμένη συμφορά, |
στ. 17-19 |
Μου ’πανε πως μεσάνυκτα σε βάνουνε στο μνήμα
και τσου ’δωκα το ρούχο μου για το στερνό σου ενδύμα. Φωνάζω, σκούζω δυνατά στον τάφο σου γερμένη |
στ. 21 |
Αυτοί που θα με θάψουνε κι αυτοί που μ’ αγαπούνε |
Σύμφωνα με τον Λ. Πολίτη, στο ίδιο σχεδίασμα ταιριάζουν και ακόλουθοι στίχοι, από νεανικό χφ του ποιητή στην Εθνική Βιβλιοθήκη (αρχείο Φ 95): |
Και ομπρός παγαίνοντας αργά
στου τάφου του το δρόμο μια κλαυθμηρή φυσηματιά μου τα ’ριπτε εις τον ώμο. |