Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)
© Άννα Λόντου
Εκδ. Ίκαρος
Γράμμα στον Rex Warner
πάροικο του Storrs, Connecticut, U.S.A.
για τα εξήντα του χρόνια
Τον καιρό που συναντηθήκαμε έλεγες το κυνήγι της αγριόχηνας στο Δεσποτάτο των ερμαφροδίτων· εκεί το γήπεδο του ποδόσφαιρου 5 είχε γνωρίσει την αδιάντροπη σφαγή. Γύριζα από ένα καλλιμάρμαρο στάδιο όπου ο θεληματικός μαραθωνοδρόμος λαβωμένος έβλεπε τη σφενδόνη ν’ αρμενίζει στο αίμα. Έτσι σ’ ένιωσα και γίναμε φίλοι. 10 Πηγαίναμε σ’ έναν τόπο ρημαγμένο από τον πόλεμο ώς και τις κούκλες των παιδιών τις είχαν σακατέψει. Το φως ταχύ και δυνατό δάγκωνε κι απολίθωνε τα πάντα. Περπατούσαμε ανάμεσα 15 σε ποδήλατα και χαρταετούς βλέπαμε τα χρώματα μα η κουβέντα μας παραστρατούσε σ’ εκείνη την ανεπούλωτη φρίκη. Πέρασαν χρόνια και σε ξαναβρήκα στα χώματα με την πλούσια βλάστηση 20 όπου παραμονεύει κάποτε ο φαρμακερός κισσός και τα μελετηρά παιδιά μαθαίνουν να συλλαβίζουν τα σοφά βιβλία και το λαβύρινθο του έρωτα. Πάντα μνημόνευες τον Όμηρο και τη γενιά του. 25 Σ’ ένα τεράστιο δέντρο ο σκίουρος, σπασμωδική περισπωμένη, σκαρφάλωνε ολοένα πιο ψηλά και τον εκοίταζες γελώντας. Ζωή μας είναι πάντα ο αποχωρισμός 30 κι η πιο δύσκολη παρουσία. Τώρα σε ξανασυλλογίζομαι εδώ στην πολυπλόκαμη μητρόπολη. Όλα τηλεόραση δύσκολα γγίζεις κάτι από κοντά. 35 Μέσα στη ζέστη της ηλεχτρικής νύχτας σε μιαν αράγιστη μοναξιά βυθού οι φωταγωγημένοι ουρανοξύστες δείχνουν τα τζάμια τους γυαλιστερά σαν το πετσί μεγάλου κήτους 40 καθώς τινάχτηκε στον αφρό. Ο πολύχρωμος λαός που τους γέμιζε ο άμετρος συνωστισμένος λαός έφυγε τέτοιαν ώρα γι’ άλλες χαρές και γι’ άλλα καρδιοχτύπια. 45 Τους άδειασε, δεν απόμεινε ψυχή σαν τις φωλιές εκείνου του σπουργίτη που επονομάζεται φιλέταιρος —Philetaerus Socius—, τις πολυκύτταρες· τις βλέπεις στην αγκαθερή ακακία 50 ή στο μουσείο, αν τις γυρέψεις. «Λελύπημαι ἐπὶ τῇ κολοκύνθῃ» μουρμούριζε ο προφήτης Ιωνάς κοιτάζοντας τη μεγάλη Νινευή. Τούτος ο λόγος φέρνει το μυαλό 55 σε ξυπνημένα ονείρατα που μάζεψε στο μεροκάματό του: Ταύροι και άλογα μ’ ορθάνοιχτο στόμα και γλώσσα ξαφνικό πουνιάλο. Ένας απόδημος Θεοτοκόπουλος ωσάν το βάραθρο της ανάστασης 60 μιλώντας μια λαλιά ακατάληπτη για όλους. Κι αυτός ο γλύπτης που έβλεπε κόκκινο τον ουρανό και πάλευε με τον αδηφάγο χώρο 65 που γριτσάνιζε το άγαλμα μέσα στα χέρια του μικρό κι ακόμη πιο μικρό και πιο λιγνό ώς το τίποτε. Βουλιάξανε βαθιά τα χρόνια που το παλικάρι ο Μεγακλής με το παγουράκι του αθλητή κρεμασμένο στο ζερβί του χέρι 70 κρατώντας στα τρία του δάχτυλα έναν καρπό της ροδιάς πήγε να τον προσφέρει τρυφερά στην Περσεφόνη. * Τώρα τα εξήντα σου και δεν μπορώ 75 να σου χαρίσω τίποτε παρά τούτο τ’ ανώφελο τιτίβισμα. Ωστόσο λέω πως μ’ έζωσαν και με παρακινούν πυκνό κοπάδι τα φιλέταιρα σπουργίτια. Νέα Υόρκη, Ν. Υ., Ιούνιος 1965 –
Princeton, N. J., χειμώνας 1968
|