Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Γιώργος Σεφέρης

Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)

© Άννα Λόντου
Εκδ. Ίκαρος

Το άλογο της Μολδοβλαχίας

(Σχεδίασμα του Μαθιού Πασκάλη)

Ένα λοφίο μια λόγχη ένα δέντρο· στην άλλην όχθη το άλογο. Ανάμεσα κυλάνε σάρκες και αρώματα γυναικών άντρες μαζί με τις σάρκες, μήτε πρόσχαροι μήτε κατηφείς 5 αποφασισμένοι όχι αποφασιστικοί, αποφασισμένοι από τους άλλους από τους δυο βασιλιάδες ίσως — τον έναν που κατοικεί το μπρούντζινο αποτύπωμά του 10 τον άλλον που κατοικεί το σάρκινο αποτύπωμά του — από τους δυο βασιλιάδες ίσως ή το άλογο με το βάραθρο της κοιλιάς τόσο ανάλαφρα υψωμένο πάνω στα τέσσερα πόδια 15 που μας εξαπατούν νυχοπατώντας. Το φοβερό δε φαίνεται ποτέ· δε φαίνεται το μέγα αγκίστρι που ψαρεύει από το κοκκινωπό βάθρο· όταν προσέξεις αντικρίζεις το χαμό· το γαντζουρωτό σπέρμα 20 που τινάζεται από τα φριχτά αχαμνά του βαριά σαν αδιάφορο κανόνι σ’ αρχοντικό της Ύδρας, σπόρο θανάτου που καρφώνει αλάθευτα τον όποιον σημαδέψει και τον σέρνει καθώς ο Αχιλλέας τον Έκτορα 25 ανάσκελα μέσα στη σκόνη χλωμό γυμνό ντροπιασμένον μέσα στις κεντητές ρεκλάμες που ανάβουν και σβήνουν μέσα στους κουρασμένους μηρούς των γυναικών αυλάκια του έρωτα τελματωμένα· 30 μέσα στα πυρωμένα λάστιχα και τους αχνούς των αυτοκινήτων καθώς βαραίνει η ζέστη κι οι στολές παρουσιάζουν όπλα κι οι μικρές μπρούντζινες σάλπιγγες μείναν ανάερες— τον φέρνει σίγουρα στην κοιλιά του αλόγου με την τερατώδη απόφυση του νεκρού βασιλιά στη ράχη και τα ρουθούνια του που ανοιγοκλούν ανασαίνοντας αηδία.

35 Τελετή αθόρυβη ανάκουστη προσφορά στον άνθρωπο που κρατούσε τη σφαίρα και το σκήπτρο προσφορά στ’ άλογο μέσα στον άνθρωπο που χλιμιντρά και ματώνει τα νύχια και δε χορταίνει μήτε τώρα που ο αναβάτης μετάλλαξε τον ύπνο τελετή χωρίς ιερατικό βάδισμα μήτε δαυλούς μήτε ιερουργίες 40 αλλά με τα καθημερινά φερσίματα, τα μικροσκοπικά παθήματα και τις απρόσωπες χαρές μας, με τη συνηθισμένη ρυτίδα στο μέτωπο καθώς σηκώνεις το τηλέφωνο που σημαίνει με το κουρασμένο μάτι και την ξεβιδωμένη χειραψία όταν συναπαντήσεις κάποιον άρρωστη πομπή με την τάξη του πρόσκαιρα σκηνοθετημένου κόσμου.

Βουκουρέστι, 19. 5. 1939