Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)
© Άννα Λόντου
Εκδ. Ίκαρος
Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους
Δεν έχει ασφοδίλια, μενεξέδες, μήτε υάκινθους· πώς να μιλήσεις με τους πεθαμένους. Οι πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τη γλώσσα των λουλουδιών· γι’ αυτό σωπαίνουν 5 ταξιδεύουν και σωπαίνουν, υπομένουν και σωπαίνουν παρὰ δῆμον ὀνείρων, παρὰ δῆμον ὀνείρων. * Αν αρχίσω να τραγουδώ θα φωνάξω κι α φωνάξω— Οι αγάπανθοι προστάζουν σιωπή 10 σηκώνοντας ένα χεράκι μαβιού μωρού της Αραβίας ή ακόμη τα πατήματα μιας χήνας στον αέρα. Είναι βαρύ και δύσκολο, δε μου φτάνουν οι ζωντανοί· πρώτα γιατί δε μιλούν, κι ύστερα γιατί πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς 15 για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω. Αλλιώς δε γίνεται, μόλις με πάρει ο ύπνος οι σύντροφοι κόβουνε τους ασημένιους σπάγγους και το φλασκί των ανέμων αδειάζει. Το γεμίζω κι αδειάζει, το γεμίζω κι αδειάζει· 20 ξυπνώ σαν το χρυσόψαρο κολυμπώντας μέσα στα χάσματα της αστραπής, κι ο αγέρας κι ο κατακλυσμός και τ’ ανθρώπινα σώματα, κι οι αγάπανθοι καρφωμένοι σαν τις σαΐτες της μοίρας 25 στην αξεδίψαστη γης συγκλονισμένοι από σπασμωδικά νοήματα, θα ’λεγες είναι φορτωμένοι σ’ ένα παμπάλαιο κάρο κατρακυλώντας σε χαλασμένους δρόμους, σε παλιά καλντερίμια, οι αγάπανθοι τ’ ασφοδίλια των νέγρων: 30 Πώς να τη μάθω ετούτη τη θρησκεία; Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι η αγάπη έπειτα έρχεται το αίμα κι η δίψα για το αίμα που την κεντρίζει 35 το σπέρμα του κορμιού καθώς τ’ αλάτι. Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι το μακρινό ταξίδι· εκείνο το σπίτι περιμένει μ’ ένα γαλάζιο καπνό μ’ ένα σκυλί γερασμένο 40 περιμένοντας για να ξεψυχήσει το γυρισμό. Μα πρέπει να μ’ αρμηνέψουν οι πεθαμένοι· είναι οι αγάπανθοι που τους κρατούν αμίλητους, όπως τα βάθη της θάλασσας ή το νερό μες στο ποτήρι. Κι οι σύντροφοι μένουν στα παλάτια της Κίρκης· 45 ακριβέ μου Ελπήνωρ! * Ηλίθιε, φτωχέ μου Ελπήνωρ! Ή, δεν τους βλέπεις; —«Βοηθήστε μας!»— Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη. Τράνσβααλ, 14 Γενάρη 1942
|