Επίθετα και υποστάσεις της θεάς
Στη θεά αποδίδονταν διάφορα επίθετα, τα οποία μαρτυρούν τις υποστάσεις και τις ιδιότητές της αλλά τις σχέσεις της με άλλα πρόσωπα του μύθου. Τα πιο γνωστά επίθετα είναι τα εξής:
Α. Πότνια θηρών, Ελαφηβόλος, Ταυροπόλος (ἡ λατρευομένη ἐν Ταύροις ή ἡ θηρεύουσα ταύρους ή ἡ ὀχουμένη ἐπὶ ὀχήματος συρομένου ὑπὸ ζεύγους ταύρων), Χιτώνη (φοροῦσα τὸν δωρικὸν χιτῶνα κατά το κυνήγι) (Εικ. 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61, 62, 63, 64, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 72)
Β. Αγραία και Αγροτέρη (=κυνηγός), Κυνηγέτις, Κεδρεάτιδα (στον Ορχομενό), Καρυάτιδα (στις Καρυές της Λακωνίας), Ορθία (στη Λακωνία και την Αρκαδία εἰς τὸν βωμὸν αὐτῆς οἱ κακῶς κλέπτοντες τῶν Σπαρτιατῶν παῖδες καὶ ἁλισκόμενοι ἐμαστιγοῦντο), Λυγοδέσμα (=περιτυλιγμένη διὰ λύγων, θάμνου ή δέντρου που έμοιαζε με την ιτιά) (Εικ. 73, 74, 75, 76, 77, 78, 79, 80, 81, 82, 83, 84, 85, 86, 87, 88, 89, 90, 91, 92, 93, 94, 95, 96, 97, 98, 99, 100, 101, 102, 103, 104, 105, 106, 107, 108, 109, 110, 111, 112, 113, 114, 115)
Γ. Αλφειαία και Αλφειούσα (Εικ. 116, 117, 118, 119, 120, 121, 122, 123)
Δ. Ιοχέαιρα (=ἡ χέουσα, ἐκτοξεύουσα βέλη), Τοξία, Εκαέργα και Εκατηβόλος (από το ἑκάς = μακράν), Δαφνία, Πυθία, Δελφινία, Χρυσηλάκατος (ἡ ἔχουσα βέλος χρυσοῦν), Κορυθαλία (=δάφνη ἐστεμμένη· ενίοτε ταυτίζεται με την εἰρεσιώνη = κλαδί ελιάς ή δάφνης πεπλεγμένος ἐρίοις καὶ ἔχων προσκρεμαμένους παντοειδεῖς καρποὺς που το κρεμούσαν πάνω από την πόρτα του σπιτιού μέχρι το επόμενο έτος, οπότε και το άλλαζαν) (Εικ. 124, 125, 126, 127, 128, 129, 130, 131, 132, 133, 134, 135, 136)
Ε. Αγνή, Καλλίστη, Κουροτρόφος, Λοχεία ή Λεχώ (Εικ. 137)
Στ. Σώτειρα, Ηγεμόνη/Ηγουμένη, Αγοραία, Βουλαία, Αριστοβούλη, Επιπυργιδία
Ζ. Σελασφόρος, αμφίπυρος (ὡς φερούσης πυρσὸν ἐν ἑκατέρᾳ χειρὶ). (Εικ. 72, 138, 139, 140, 141, 142)
Η. Μια ακόμη κατηγορία επιθέτων προέρχεται από τους τόπους της λατρείας της σε κορυφές, λίμνες, πηγές, ποτάμια (π.χ. Ακρία, Θερμία, Ιμβρασία, Λιμναία, Λιμνάτιδα, Ορτυγία, Ποταμία, Παραλία κτλ.). (Εικ. 143, 144, 145)
Θ. «Άρτεμη Μέλισσα». «Σελήνην τε οὖσαν γενέσεως προστάτιδα Μέλισσαν ἐκάλουν», παραδίδει ο νεοπλατωνικός Πορφύριος (Περὶ τοῦ ἐν Ὀδυσσείᾳ τῶν νυμφῶν ἄντρου, 18.7-8), ενώ μέλισσαι αποκαλούνταν οι ιέρειες στους Δελφούς (Πίνδ., Π. 4.60), καθώς και της Δήμητρας, της Άρτεμης και της Κυβέλης. Επιπλέον, στις δύο όψεις νομισμάτων από την Έφεσο (4ος αι. π.Χ.), όπου υπήρχε ο εμβληματικός ναός της θεάς, παριστάνονταν ελάφι και μέλισσα, ενώ αλλού η ίδια η θεά παριστάνεται με στοιχεία μέλισσας. (Εικ. 146, 147)
Κάποια από τα επίθετα και τους προσδιορισμούς της θεάς (π.χ. κατηγορία Α) δείχνουν ότι η Άρτεμη είναι μια θεά της φύσης με κυριαρχία στο σύνολο του ζωικού βασιλείου. Ειδικά η σχέση της με τα ελάφια καταδεικνύεται από μύθους που τη συσχετίζουν με τον Ηρακλή, τον Ακταίωνα, την Ιφιγένεια, ενώ εικαστικές και φιλολογικές πηγές τη συσχετίζουν με τη μέλισσα και δικαιολογούν τη μεταγενέστερη και δευτερογενή επωνυμία «Άρτεμη Μέλισσα» (Θ). Άλλα (π.χ. κατηγορία Β) την υποδεικνύουν ως δενδρίτι, σε σχέση δηλαδή με τα δένδρα, παραπέμποντας στην αρχέγονη δενδρολατρεία. Έτσι, στον Ορχομενό της Αρκαδίας προσονομαζόταν Κεδρεάτιδα, επειδή το ξόανό της ήταν τοποθετημένο σε μεγάλο κούφιο κορμό κέδρου, ενώ στις Καρυές, στα σύνορα Αρκαδίας και Λακωνίας, λατρευόταν ως Καρυάτιδα από τις καρυδιές της περιοχής· ως Ορθία και Λυγοδέσμα λατρευόταν στη Σπάρτη, γιατί το ξόανό της είχε βρεθεί ανάμεσα σε λυγαριές και, καθώς αυτό μεγάλωνε, το έζωσαν γύρω τριγύρω για να το κρατήσουν όρθιο. Επίθετα από την κατηγορία Γ και αρκετά από την Η τη συνδέουν με το υγρό στοιχείο, προϋπόθεση της γονιμότητας, ενώ άλλα (κατηγορία Δ) με τον Απόλλωνα, τη μαντική τέχνη αλλά και τον θάνατο που προκαλεί, κυρίως στις γυναίκες -λέων γυναιξί την αποκαλεί η Ήρα υπονοώντας τον θάνατο που προκαλεί στις γυναίκες, κυρίως στις επίτοκες και στις λεχώνες. Η πέμπτη κατηγορία (Ε) τη συνδέει με την παρθενία αλλά και με τη δυνατότητα, μια και είναι αιωνίως παρθένος, να γίνεται μητέρα ανά πάσα στιγμή· γι' αυτό και συνδέεται με τα προγαμιαία τελετουργικά διάβασης των κοριτσιών από την παιδική ηλικία στην ηλικία της υπάνδρου γυναικός αλλά και με τελετουργικά θανάτου των λεχώνων. Η έκτη κατηγορία των επιθέτων (Στ) τη συνδέει με την πολιτική πράξη της συνέλευσης στην Αγορά, προκειμένου να ληφθούν αποφάσεις, και με τα «κοπάδια» των ανθρώπων που μετακινούνται, δηλαδή τους αποίκους, πόσο μάλλον που ως κυρίαρχη της φύσης στέλνει ζώα ως χρησμοδοσία για την εγκαθίδρυση οικισμών ή ιερών· για παράδειγμα, ένας λαγός υπήρξε ἡγεμών τῆς ὁδοῦ για τους ιδρυτές της λακωνικής πόλης Βοιαί (Παυσ. 3.22.12).
Προστάτιδα του κυνηγιού και των κυνηγών, η Άρτεμη ζει τη νομαδική ζωή των προστατευομένων της περιδιαβαίνοντας κυρίως τα βουνά της Αρκαδίας και της Λακωνίας, περιοχές όπου λατρευόταν ιδιαίτερα. Ελέγχει τις θύελλες και έτσι καθυστερεί την έναρξη της εκστρατείας των Ελλήνων στην Τροία, καθηλώνοντας τα πλοία τους στην Αυλίδα. Βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση, όπως οι άνεμοι και τα νερά, ανάμεσα στα αγρίμια, κοντά στις ζωές των ανθρώπων αλλά μακριά από αυτούς, στο μεταίχμιο και το όριο κόσμων και ζωών αλλά και φάσεων ζωής. Σταδιακά, από θεά της φύσης και των κυνηγών μετατράπηκε σε θεά των ποιμνίων (κοπαδιών και αποίκων) και των ποιμένων (βοσκών και οικιστών), επομένως της οργανωμένης ζωής και της πολιτικής, εγγύηση της οποίας αποτελεί η θυσιαστική τελετουργία. (Εικ. 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61)
Από πολύ μικρή πήρε άδεια από τον Δία για να παραμείνει ελεύθερη από τα δεσμά του γάμου, που σημαίνει ότι διατηρούσε μέσα της τη δυνατότητα να γίνει ανά πάσα στιγμή μητέρα -εξού και οι απεικονίσεις της ως πολύμαστος. (Εικ. 148, 149, 150, 151, 152, 153, 154) Έτσι, η Άρτεμη ήταν ὡραία, καλλίστη, γιατί ανταποκρινόταν στους κανόνες της ελληνικής γλυπτικής, αλλά και γιατί είχε δώδεκα μαστούς, κάτι που της έδινε τη δυνατότητα να θρέφει το σύνολο της ζωής, ήταν δηλαδή ιερή. Και από τη στιγμή που ήταν ιερή, ήταν και ωραία. Ως «πολύμαστος» και «πότνια θηρών» συνδέεται στενά με κάθε έμβιο ον, άνθρωπο ή ζώο, τη ζωή και τον θάνατό του, και γι' αυτό της αποδόθηκε και το επίθετο Κουροτρόφος.
Θεωρούνταν θεά εκδικητική, προφανώς γιατί δεν εξευμενιζόταν εύκολα, ούτε και συγχωρούσε τους παραβάτες των νόμων του κυνηγιού και της θυσίας, που διατάρασσαν την ισορροπία της φύσης και της κοινωνικής/πολιτικής ζωής· ή τους υβριστές, για παράδειγμα, τον Αγαμέμνονα, τον Ακταίωνα, τη Νιόβη, τον Τιτυό, τον Ωρίωνα, τον Οινέα, την Καλλιστώ, τον Βουφάγο· ή όσους προσέβαλλαν την αγνότητά της. Αντίθετα όσοι την τιμούσαν απολάμβαναν την εύνοιά της, όπως ο Ιππόλυτος ή οι Λήμνιες γυναίκες που σκότωσαν όλους τους άνδρες, έχαναν όμως την εύνοια της Αφροδίτης.[1] (Βλ. Οι μεγάλοι τιμωρημένοι και Οι ευνοημένοι της θεάς)
Η ταύτιση της Σελήνης με την Άρτεμη είναι μεταγενέστερη επινόηση και ίσως να σχετίζεται με την εισαγωγή στο ελληνικό πάνθεο της θρακικής θεότητας Βενδίδας (Εικ. 155, 156, 157, 158, 159, 160) που προΐσταται του φεγγαριού, της μαγείας και των άγριων ζώων. (Πρβλ. τον ορφικό ύμνο στη Σελήνη) Ενίοτε, ταυτίζεται με την Εκάτη, πόσο μάλλον που εμφανίζεται αμφίπυρος, κρατώντας δηλαδή πυρσούς και στα δυο χέρια. (Εικ. 138, 139, 140, 141, 142) (Πρβλ. την προσευχή της τροφού προς τη θεά στην τραγωδία Φαίδρα του Σενέκα.)