Καταγωγή - Περιγραφή
Στην Οδύσσεια, σε μια ωραία παρομοίωση της Ναυσικάς με την Άρτεμη, ο ποιητής περιγράφει τη θεά ως εξής:
Πώς η τοξεύτρα η Άρτεμη στο όρη κατεβαίνει
ή στον πανύψηλο Ταΰγετο ή στον Ερύμανθο,
για να χαρεί με κάπρους και μ' ελάφια ωκύποδα·
οι Νύμφες αγροδίαιτες, κόρες του Δία που κρατάει αιγίδα,
τη συντροφεύουν παίζοντας μαζί της,
βλέπει και χαίρεται βαθιά η Λητώ πως υπερέχουν
μέτωπο και κεφαλή της κόρης, αναγνωρίζεται εύκολα
σ' όλες ανάμεσα, κι ας είναι όλες τους ωραίες·
(Οδ. 102-109, μετ. Δ.Ν. Μαρωνίτης)
Αντίστοιχη είναι η παρομοίωση της Διδώς με τη θεά στην Αινειάδα από τον Βιργίλιο:
Όπως στους όχτους του Ευρώτα ή πάνω στις κορφές
του Κύνθου η Άρτεμη σέρνει τον χορό, και την ακολουθούν
χίλιες νεράιδες των βουνών από δω κι από κει
περικυκλώνοντάς την· εκείνη τη σαϊτοθήκη κρεμάει
στον ώμο και βαδίζοντας ξεπερνάει όλες τις θεές
στο μπόι· της Λητώς την καρδιά πλημμυρίζει
κρυφή χαρά· τέτοια ήταν η Διδώ…
(Βιργ., Αιν. 1. 497-503, μετ. Θ.Δ. Τασόπουλος)
Στα αποσπάσματα δίνεται η καταγωγή της θεάς -ο πατέρας Δίας, η μητέρα Λητώ-, η εξωτερική της εμφάνιση, οι τόποι που συχνάζει, τα όπλα της, οι συνοδοί της. Αντίστοιχα, στην τέχνη απεικονιζόταν ως πανέμορφη, κομψή νέα (καλλίστη είναι ένα από τα επίθετά της), συνήθως με κοντό χιτώνα, κρατώντας στο χέρι της το τρομερό τόξο και έχοντας κρεμασμένη στην πλάτη της τη φαρέτρα με τα φαρμακερά βέλη. (Εικ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37)
Γεννήθηκε πρώτη στο ιερό νησί της Δήλου, όπου είχε καταφύγει η Λητώ για να αποφύγει τη ζήλια και το θυμό της Ήρας. Στη συνέχεια βοήθησε τη μητέρα της να φέρει στον κόσμο τον αδελφό της Απόλλωνα. Ανήκει και αυτή στο δωδεκάθεο του Ολύμπου και λατρευόταν ως θεά του κυνηγιού, προστάτιδα των βουνών και των δασών, αλλά και της αγνότητας και των τοκετών. Είναι αγαπημένο παιδί του πατέρα της και σε αυτόν προστρέχει, δαρμένη από την Ήρα, προσβεβλημένη και απεκδυμένη από τα όπλα της, για να παρηγορηθεί και να προστατευθεί, ενώ η μητέρα της περιμαζεύει τα διασκορπισμένα βέλη και το τόξο της (Ιλ., Φ 479-544). (Εικ. 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47, 48, 49, 50)
Ο Παυσανίας καταγράφει και μιαν άλλη εκδοχή για την καταγωγή της Άρτεμης: «Ότι η Άρτεμη είναι θυγατέρα της Δήμητρας και όχι της Λητώς, που είναι και των Αιγυπτίων εκδοχή, το παρουσίασε πρώτος στους Έλληνες ο Αισχύλος, ο γιος του Ευφορίωνα» (8.37.3), αν και ο ίδιος ποιητής στους Επτά επί Θήβας την αποκαλεί Λατογένεια κούρα (στ. 148), κόρη της Λητώς. Μια άλλη αιγυπτιακή παράδοση που διασώζει ο Ηρόδοτος (2.156), από την οποία μάλιστα θεωρεί ότι επηρεάστηκε ο Αισχύλος, θέλει την Άρτεμη κόρη του Διόνυσου και της Ίσιδας και τη Λητώ τροφό των παιδιών, της Άρτεμης και του Απόλλωνα, που τα έσωσε από τον Τυφώνα κρύβοντάς τα στη λεγόμενη πλωτή νήσο σε μια λίμνη, «βαθιά και πλατιά», στο «Σεβεννυτικό στόμιο του Νείλου, δεξιά καθώς ανεβαίνουμε το ποτάμι». Στην αιγυπτιακή θεολογία η Δήμητρα ήταν η Ίσιδα, ο Απόλλωνας ο Ώρος και η Άρτεμη η Βούβαστις. Πάντως, στην ελληνική εκδοχή του μύθου της η Άρτεμη πήρε μέρος στη Γιγαντομαχία και σκότωσε τον Αιγαίωνα και, με τη βοήθεια του Ηρακλή, τον Γρατίωνα, συμβάλλοντας έτσι στην εγκαθίδρυση της βασιλείας του Δία. (Εικ. 51, 52, 53, 54)