Ε1. Η σκηνική εικόνα της τραγωδίας
Η αρχαία ελληνική τραγωδία διέπεται από μία αξιοσημείωτη ιδιοτυπία, την ενσωμάτωση των σκηνικών οδηγιών στο κείμενο. Από αυτή την άποψη δικαιούμαστε να κάνουμε λόγο για «σκηνοθεσία των λέξεων». Αυτό σημαίνει ότι συχνά περιγράφεται η έκφραση του προσώπου ενός ήρωα, η οποία δεν ήταν ορατή εξαιτίας του προσωπείου. Έτσι κάποιο πρόσωπο περιγράφεται ότι εισέρχεται στη σκηνή δακρυσμένο, ότι βαδίζει με αργό και τρεμάμενο βήμα εξαιτίας της γεροντικής του ηλικίας. Υπό αυτούς τους όρους είναι θεμιτό να προσδοκά κάποιος να συναντήσει στο δραματικό κείμενο στοιχεία που περιγράφουν την εξωτερική εμφάνιση των προσώπων. Καταρχήν είναι φυσική η διάκριση των δύο φύλων. Οι γυναίκες έχουν λευκή επιδερμίδα, μακριά μαλλιά συγκρατούμενα από κεφαλόδεσμο. Οι άντρες έχουν πιο σκούρη επιδερμίδα, ξανθά ή σπανιότερα, μαύρα μαλλιά, αν είναι νέοι, και άσπρα ή γκρίζα μαλλιά αν είναι ηλικιωμένοι, και φέρουν γενειάδα. Η διαφορά στο χρώμα του δέρματος είναι απολύτως δικαιολογημένη, αν λάβουμε υπόψη ότι οι άντρες γυμνάζονταν, συμμετείχαν σε αθλητικούς αγώνες ή στον δημόσιο βίο και πολεμούσαν, ενώ οι γυναίκες έμεναν τον περισσότερο καιρό κλεισμένες στο σπίτι. Φυσικά, διαφέρει και η ενδυμασία κατά φύλο αλλά και γεωγραφική περιοχή. Διαφορετικά είναι ντυμένη μια Σπαρτιάτισσα και μια Αθηναία ή κάποια που προέρχεται από ξένη χώρα. Τα ηλικιωμένα άτομα συνήθως στηρίζονται σε βακτηρία, ενώ τα τυφλά πρόσωπα καθοδηγούνται από συνοδό, αν και σε ακραίες περιπτώσεις απαντούν εμφανίσεις όπως του τυφλωμένου Πολυμήστορα στην ευριπίδεια Εκάβη, ο οποίος βγαίνει από το αντίσκηνο περπατώντας στα τέσσερα και προχωρώντας ψηλαφητά.
Η τραγωδία αποφεύγει να εξειδικεύει τις πληροφορίες για τα ρούχα και τα υποδήματα και χρησιμοποιεί γενικούς όρους, όπως πέπλοι και αρβύλη. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν κάνει ποτέ ιδιαίτερο λόγο για δωρικό πέπλο ή ιωνικό χιτώνα, για θεσσαλική ή αρκαδική ενδυμασία, ενώ από τα ρούχα των ξένων περιγράφονται συχνότερα τα αιγυπτιακά, τα φρυγικά και, σπανιότερα, τα θρακικά. Το χρώμα των ρούχων είναι λευκό, μαύρο, κίτρινο και πορφυρό. Από υποδήματα παράλληλα με την αρβύλην μνημονεύονται και τα σαντάλια. Οι Πέρσες καλύπτουν το κεφάλι με τιάρα (περσική λέξη), και οι Περσίδες με μίτρα. Περσικό υπόδημα είναι η εύμαρις. Τα ρούχα διακρίνουν τις κοινωνικές τάξεις: τον βασιλιά από τον χωρικό, τον ελεύθερο από τον δούλο, τον ιερέα από τον έμπορο. Το σκήπτρο χαρακτηρίζει τον βασιλιά και τον ιερέα.
Από τα όπλα ξεχωρίζουν το ξίφος, το τόξο και η ασπίδα με το δόρυ. Εκτός από τους θνητούς, τόξο κρατούν ο Απόλλων και η Άρτεμη, ενώ ξίφος ο Θάνατος. Το στεφάνι χρησιμοποιείται σε εορταστικές εκδηλώσεις, σε συμπόσιο, σε περιπτώσεις νίκης, ως κόσμημα της νύφης και σε νεκρώσιμα συμφραζόμενα. Συχνά εμφανίζονται πρόσωπα σε πένθος, οπότε έχουν κομμένα (και ενδεχομένως βρώμικα) μαλλιά και φορούν μαύρα ρούχα, που μπορεί να είναι σκισμένα σε ένδειξη μεγάλης θλίψης. Η εμφάνιση ρακένδυτων ηρώων προσιδιάζει στον Ευριπίδη και προκάλεσε το σκώμμα του Αριστοφάνη στους Αχαρνείς (437 κ.ε.), αλλά ήδη ο ηττημένος Ξέρξης στους Πέρσες του Αισχύλου υποθέτουμε ότι εμφανίζεται ρακένδυτος.
Αίμα φαίνεται ότι υπάρχει κάτω από τα μάτια του προσωπείου που φέρει ο Οιδίπους και ο Πολυμήστωρ οι οποίοι έχουν πρόσφατα τυφλωθεί. Αιματοβαμμένα είναι τα χέρια του μητροκτόνου Ορέστη, ενώ αιμόφυρτα εμφανίζονται και άτομα που έχουν σκοτωθεί πρόσφατα. Ραντισμένα με το αίμα του Αγαμέμνονα στην ομώνυμη τραγωδία του Αισχύλου είναι τα ρούχα της Κλυταιμήστρας. Θύρσο, τύμπανα, μίτρα και νεβρίδα έχουν οι μαινάδες στις Βάκχες του Ευριπίδη, ενώ ο Διόνυσος παρουσιάζεται με λευκή επιδερμίδα, μακριά μαλλιά και ποδήρη ενδυμασία, δηλαδή με γυναικόμορφη εμφάνιση.
Τερατόμορφα πλάσματα εμφανίζονται στις σωζόμενες τραγωδίες, όπως το Κράτος και η Βία ή η κερασφόρος Ιώ στον Προμηθέα Δεσμώτη, οι Ερινύες στις αισχύλειες Ευμενίδες και η Λύσσα στον ευριπίδειο Ηρακλή.
Από τα σκηνικά αντικείμενα ιδιαιτέρως συχνή είναι η παρουσία του βωμού που συνήθως συνοδεύεται από άγαλμα κάποιου θεού. Η παρουσία του είναι ευεξήγητη, αν αναλογιστούμε ότι πολλά έργα και των τριών τραγικών είναι δράματα ικεσίας. Ο ικέτης κρατά ένα κλαδί ντυμένο με μαλλί, το οποίο αποθέτει πάνω στον βωμό και το αποσύρει, όταν η ικεσία του γίνει δεκτή. Αγάλματα θεών κοσμούν τη θύρα ενός παλατιού, όπως το άγαλμα της Αφροδίτης και της Άρτεμης στον Ιππόλυτο του Ευριπίδη.
Συχνή είναι επίσης η παρουσία ενός τάφου. Στους Πέρσες του Αισχύλου το φάντασμα του Δαρείου εμφανίζεται στην κορυφή του τύμβου του ύστερα από την εκτέλεση ενός κλητικού ύμνου. Στον πρόλογο των αισχύλειων Χοηφόρων ο Ορέστης αποθέτει μια πλεξούδα από τα μαλλιά του στον τάφο του πατέρα του, ενώ η Ηλέκτρα επικεφαλής του Χορού φέρνει χοές. Κοντά στον τάφο θα εκτελεστεί ο μεγαλειώδης κομμός που εκτείνεται σε δέκα στροφικά ζεύγη. Στην Ελένη του Ευριπίδη η ομώνυμη ηρωίδα έχει καταφύγει στον τάφο του Πρωτέα, επιχειρώντας να αποφύγει τον γάμο με τον Θεοκλύμενο. Στον πρόλογο των Βακχών ο Διόνυσος μνημονεύει τον τάφο της κεραυνόπληκτης μητέρας του, της Σεμέλης, ο οποίος ακόμη καπνίζει. Οι προσφορές στον τάφο, όταν τελούνται επί σκηνής, είναι αναίμακτες. Για αιματηρή θυσία στον τάφο της Άλκηστης κάνει λόγο ο Ηρακλής, αλλά ο τάφος της ηρωίδας βρίσκεται στον εξωσκηνικό χώρο, όπως συμβαίνει με τον τάφο του Αγαμέμνονα (Σοφοκλή Ηλέκτρα) ή της Κλυταιμήστρας (Ευριπίδη Ορέστης).
Άρρωστοι βρίσκονται πάνω σε φορείο-κλίνη, όπως ο ετοιμοθάνατος Ηρακλής στις σοφόκλειες Τραχίνιες, η Φαίδρα στον Ιππόλυτο και ο Ορέστης στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη. Στην Άλκηστη του Ευριπίδη πρέπει να χρησιμοποιείται κάποιο ανάκλιντρο, όπου οι θεράπαινες αποθέτουν την ετοιμοθάνατη ηρωίδα, καθώς αυτή χάνει σταδιακά τις δυνάμεις της.
Πάνω σε άρμα εισέρχονται στη σκηνή η Άτοσσα στους Πέρσες, ο Πελασγός στις Ικέτιδες και ο Αγαμέμνων με την Κασσάνδρα στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου. Στις ευριπίδειες Τρωάδεςσε άρμα βρίσκεται η Ανδρομάχη με τον μικρό Αστυάνακτα, η Κλυταιμήστρα επισκέπτεται πάνω σε άρμα την αγροικία της Ηλέκτρας στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη και μαζί με την Ιφιγένεια και τον μικρό Ορέστη το στρατόπεδο των Ελλήνων στην Αυλίδα στην Ιφιγένεια την εν Αυλίδι.
Σακίδια ταξιδιού μνημονεύονται στις Χοηφόρες του Αισχύλου και στην Ηλέκτρα του Ευριπίδη. Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για τον Ορέστη και τον Πυλάδη που φτάνουν από τη Φωκίδα στο Άργος. Χαρακτηριστική είναι η τεφροδόχος υδρία η οποία υποτίθεται ότι περιέχει την τέφρα του Ορέστη που έχασε τη ζωή του σε αγώνα αρματοδρομίας στους Δελφούς. Συνταρακτικός είναι ο θρήνος της σοφόκλειας Ηλέκτρας που αγκαλιάζει την άδεια υδρία. Υδρία μεταφέρει στο κεφάλι της η Ηλέκτρα στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, η οποία συμπεριφέρεται σαν δούλη. Σε αγγεία μεταφέρονται οι χοές, ενώ σε κιβώτιο παραδίδει η Δηιάνειρα τον χρισμένο με το δηλητήριο του Νέσσου χιτώνα ή η Μήδεια τα επικίνδυνα ρούχα που θα σκοτώσουν τη Γλαύκη και τον πατέρα της. Τέλος, ουσιαστική σημασία έχουν οι επιστολές στον Ιππόλυτο και την Ιφιγένεια την εν Ταύροις, γιατί στο πρώτο δράμα η επιστολή της Φαίδρας οδηγεί τον Θησέα στην κατάρα και τον επακόλουθο θάνατο του γιου του, ενώ στο δεύτερο στην αναγνώριση ανάμεσα στα δύο αδέρφια. Στα συμφραζόμενα αυτά αξίζει να τονίσουμε ότι μερικές φορές η σκηνική εικόνα δεν συμπίπτει με τη φραστική εκδήλωσή της, αλλά απαντά στο κείμενο αργότερα. Έτσι, στους Πέρσες του Αισχύλου μόνο με τη δεύτερη είσοδο της βασίλισσας πληροφορούμαστε ότι την πρώτη φορά είχε εμφανιστεί πάνω σε άρμα. Στην Άλκηστη του Ευριπίδη ο Απόλλων εκτελεί την προλογική ρήση κρατώντας τόξο, το οποίο καταγράφεται αργότερα στο κείμενο, όταν ο Θάνατος διαμαρτύρεται για την παρουσία του τόξου (35). Ο θεός μάλιστα δεν αποκλείεται να φορά λευκό ρούχο, κάτι που δεν συνάγεται από το κείμενο, αλλά δικαιούμαστε να το υποθέσουμε εξ αντιθέτου, αφού στο κείμενο αναφέρεται ρητά ότι ο Θάνατος είναι μαυροντυμένος.
Ο Αισχύλος ενδιαφέρεται για το εντυπωσιακό θέαμα. Ο Αγαμέμνων εισέρχεται στο παλάτι πατώντας έναν πορφυρό τάπητα που τον οδηγεί στο ματωμένο ένδυμα μέσα στο οποίο η Κλυταιμήστρα τον ακινητοποιεί και τον σκοτώνει. Το πορφυρό χρώμα προοικονομεί το αίμα που άφθονο θα ρεύσει από τις πληγές του και θα ραντίσει τα ρούχα της δολοφόνου του. Αυτό το ματωμένο ένδυμα-παγίδα θα επιδείξει ο Ορέστης μετά τη μητροκτονία, για να δικαιολογήσει την πράξη του. Οι Ερινύες έχουν φριχτή μορφή που κάνει την Ιέρεια στις Ευμενίδες να πεταχτεί έντρομη έξω από τον ναό. Παράλληλα εμφανίζεται το φάντασμα της Κλυταιμήστρας, που επιχειρεί να αφυπνίσει τις Ερινύες, για να συνεχίσουν το καταδιωκτικό τους έργο. Στο τέλος του έργου μετατρέπονται σε Ευμενίδες, και αυτή η μεταβολή πρέπει να αποτυπωνόταν στην εξωτερική εμφάνισή τους, ενώ ο Απόλλων και η Αθηνά αποπνέουν σε ολόκληρο το δράμα ολύμπια ηρεμία και εκπροσωπούν μια νέα αντίληψη που βασίζεται στη θεσμική αντιμετώπιση των προβλημάτων. Δεν είναι, επομένως, συμπτωματική η παρατήρηση του αρχαίου Βίου του Αισχύλου που επισημαίνει την τάση του ποιητή προς το θέαμα. Ο Ευριπίδης, αντίθετα, επικεντρώνει την προσοχή του στον κοινωνικό παράγοντα, στη διάκριση πλούσιου και φτωχού, ελεύθερου και δούλου. Η Ηλέκτρα στην ομώνυμη τραγωδία του εγκαταλείπει το παλάτι, όπου κατοικεί στις Χοηφόρες του Αισχύλου και στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή, και ζει σε μια φτωχή αγροικία παντρεμένη με έναν αγρότη, που την αντιμετωπίζει με αρχοντική ευγένεια, αλλά δεν την απαλλάσσει από τα ψυχολογικά, κοινωνικά και οικονομικά της προβλήματα.
Από τη μεγαλειώδη εξωτερική σκηνοθεσία του Αισχύλου μεταβαίνουμε στη λιτή σκηνοθεσία και την έμφαση στις διεργασίες του ψυχικού κόσμου στον Ευριπίδη. Ο Ορέστης των Χοηφόρων δεν αμφισβητεί την εντολή του Απόλλωνα, και αρκεί η σύντομη υπενθύμισή της από τον Πυλάδη την κρίσιμη στιγμή, για να εκτελεστεί η μητροκτονία. Στην Ηλέκτρα του Ευριπίδη οι Διόσκουροι επικρίνουν την εντολή του Απόλλωνα, και τα δύο αδέρφια παρουσιάζονται συντετριμμένα και προβληματισμένα από την πράξη τους. Τα σκισμένα ρούχα του Ξέρξη στους αισχύλειους Πέρσες αποτελούν απτό δείγμα της έσχατης ταπείνωσης και της υπερβολικής θλίψης του, ενώ τα φτωχά αγροτικά ρούχα της Ηλέκτρας στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη αφενός μαρτυρούν την κοινωνική και οικονομική υποβάθμισή της, αφετέρου αντιπαρατίθενται με τα πολυτελή ενδύματα της συζυγοκτόνου και μοιχαλίδας Κλυταιμήστρας. Ο Ευριπίδης διακρίνει το είναι από το φαίνεσθαι, την εξωτερική εμφάνιση από τον εσωτερικό κόσμο, με αντιπροσωπευτικότερο δείγμα αυτής της τάσης την Ελένη, όπου η πραγματική Ελένη παρέμεινε αγνή στην Αίγυπτο, ενώ ο Πάρης μετέφερε στην Τροία ένα είδωλό της, το οποίο προκάλεσε εκατόμβες θυμάτων και από τις δύο αντίπαλες πλευρές. Και στον Ηρακλή η Ίρις παρουσιάζεται ως υπερασπίστρια της ζηλότυπης Ήρας, ενώ σπλαχνική εμφανίζεται η δυσειδής Λύσσα. Τέλος, εξυμνούνται τα αγαθά της απλής ζωής, ενώ η σοφία και η σύνεση δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των ευγενών, αλλά χαρακτηρίζουν και τους δούλους.