Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαία Ελληνική Τραγωδία

του Δανιήλ Ιακώβ

Γ3. Η μονωδία

Ο όρος μονωδία δηλώνει στην τραγωδία την εκτέλεση από έναν υποκριτή μιας λυρικής ενότητας με κάποια έκταση και σχετική αυτονομία, αλλά συχνά το επίθετο «μονωδικός» χρησιμοποιείται ως αντώνυμο του «χορικός», για να δηλώσει δηλαδή την ωδή που εκτελείται από ένα άτομο και όχι από Χορό. Ο όρος απαντά ήδη στον Αριστοφάνη, όχι όμως στην ίδια την τραγωδία, ενώ ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του δεν ασχολείται αναλυτικά με το θέμα. Το λυρικό μέτρο ανήκει, ασφαλώς, στα κριτήρια που προσδιορίζουν μια μονωδία, αλλά η ακριβής οροθέτησή της δεν είναι πάντοτε εφικτή. Στον Ιππόλυτο 1347 κ.ε., για παράδειγμα, εισέρχεται στη σκηνή ο θανάσιμα τραυματισμένος ήρωας και αρχίζει έναν θρήνο χρησιμοποιώντας βαδιστικούς αναπαίστους. Από τον στίχο 1370 κ.ε. απαντούν λυρικοί ανάπαιστοι που χαρακτηρίζουν το γεμάτο πάθος άσμα του. Ωστόσο, ο θρήνος έχει αρχίσει νωρίτερα, και, επομένως, δεν ενδείκνυται να διαχωρίσουμε τα δύο μέρη που συναποτελούν τη μονωδία.

Τα πρόσωπα που εκτελούν τη μονωδία είναι, κατά κανόνα, πρωταγωνιστικά, αν και στον Ορέστη της ομώνυμης τραγωδίας του Ευριπίδη ή στη Δηιάνειρα των σοφόκλειων Τραχινίων δεν αποδίδεται μονωδικός ρόλος. Αντίθετα, ο Πολυμήστωρ στην Εκάβη και ο Φρύγας δούλος στον Ορέστη, αν και ανήκουν στα δευτερεύοντα πρόσωπα, εκτελούν μια μονωδία. Από την άλλη πλευρά, ο ποιητής διαθέτει τη δυνατότητα να ενσωματώνει μονωδίες σε αμοιβαία, όπως συμβαίνει στη σοφόκλεια Αντιγόνη με την ομώνυμη ηρωίδα, γεγονός που περιορίζει τον αριθμό των αυτόνομων μονωδιών (βλ. το δοκίμιο για το αμοιβαίο). Η μονωδία εκφράζει έντονο πάθος, και για τον λόγο αυτόν φορέας της είναι κατά βάση οι γυναίκες, μολονότι, σε μικρότερο βαθμό, δεν αποκλείονται και άντρες, π.χ. ο Ιππόλυτος. Σε αντίθεση με το στάσιμο, όπου απαντούν στοχασμοί και γνωμικά, η μονωδία υπογραμμίζει το ήθος του φορέα της, όπως την ευσέβεια του Ίωνα στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, τη βακχική συμπεριφορά της Κασσάνδρας στις Τρωάδες ή τη γενναιότητα της Πολυξένης στην Εκάβη. Πάντως, κύριο θεματικό χαρακτηριστικό της μονωδίας είναι ο θρήνος. Η Πολυξένη στην Εκάβη και η Ιφιγένεια στην Ιφιγένεια την εν Αυλίδι θρηνούν πριν από τη θυσία τους, ενώ η Ευάδνη στις Ικέτιδες δηλώνει ότι επιθυμεί να πεθάνει στη νεκρική πυρά του συζύγου της. Συγκλονιστική είναι η μονωδία της Κασσάνδρας στις Τρωάδες, η οποία ψάλλει έναν υμέναιο, γνωρίζοντας προκαταβολικά ότι είναι προορισμένη να πεθάνει, όταν φτάσει στο Άργος, ενώ αξιοπρόσεκτη είναι η μονωδία του Φρύγα δούλου στον Ορέστη, γιατί στην ουσία υποκαθιστά μια αγγελική ρήση και εμφανίζεται να έχει κωμικά στοιχεία.

Η μονωδία μπορεί να συνοδεύεται από κίνηση, και μάλιστα όχι πάντοτε φυσιολογική. Η Εκάβη στην ομώνυμη τραγωδία εξέρχεται από το αντίσκηνο στηριγμένη στη βακτηρία της και πιθανόν υποβασταζόμενη από άλλες αιχμάλωτες, ενώ ο τυφλωμένος Πολυμήστωρ άδει περπατώντας στα τέσσερα. Αντίθετα, ο Ηρακλής στο τέλος των Τραχινίων εκτελεί τη μονωδία υποφέροντας από αφόρητους πόνους πάνω σε ένα φορείο, οπότε εκφράζει τον πόνο με έντονες χειρονομίες, ενώ ο Ίων στη μονωδία της πρώτης εμφάνισής του διώχνει με ζωηρές κινήσεις τα πουλιά για να μη λερώσουν τον ναό του Απόλλωνα. Η γερόντισσα Ιοκάστη στις Φοίνισσες βγαίνει από το παλάτι για να υποδεχθεί τον Πολυνείκη. Προχωρεί με τρεμάμενο βήμα, φορώντας πένθιμα ρούχα και έχοντας κουρεμένο το κεφάλι της. Αγκαλιάζει και φιλά τον γιο της. Η Ηλέκτρα στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη εμφανίζεται μεταφέροντας μια υδρία στο κεφάλι της, ενώ η Κασσάνδρα στις Τρωάδες εισέρχεται ορμητικά στη σκηνή σαν μαινάδα, κρατώντας αναμμένους γαμήλιους πυρσούς.

Για τη μουσική που συνόδευε τη μονωδία δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Συνήθως το συνοδό μουσικό όργανο ήταν ο αυλός ή η λύρα (η Ιφιγένεια χαρακτηρίζει τον μονωδικό θρήνο της για τον υποτιθέμενο θάνατο του Ορέστη στην Ιφιγένεια την εν Ταύροις 146 ως άλυρον), ενώ στα ψευδοαριστοτέλεια Προβλήματα (922a) μαρτυρείται ως κατάλληλος ήχος για το τραγούδι των υποκριτών ο υποδώριος και ο υποφρύγιος τρόπος. Ότι εκτός από τη μουσική υπήρχε και όρχηση συνάγεται από τα κείμενα, όπως η γαμήλια μονωδία της Κασσάνδρας στις Τρωάδες ή η μονωδία της Ιοκάστης στη συνάντηση της με τον Πολυνείκη στις Φοίνισσες. Σήμερα αυτό που έχει απομείνει είναι μόνο το λυρικό μέτρο, ενώ όροι όπως μέλος ή θρήνος δεν συμβάλλουν στον ακριβέστερο προσδιορισμό του μουσικού τόνου.

Οι μονωδίες μπορεί να είναι αστροφικές ή στροφικά δομημένες, οπότε απαρτίζονται, κατά κανόνα, από ένα στροφικό ζεύγος. Μόνο στην ευριπίδεια Ηλέκτρα απαντούν δύο στροφικά ζεύγη (112 κ.ε.), ενώ στην Εκάβη η στροφή που άδει η ηρωίδα ακολουθείται από ένα αμοιβαίο ανάμεσα στην ίδια και την Πολυξένη, και η αντιστροφή άδεται από την Πολυξένη. Συνήθως ύστερα από μια αναπαιστική εισαγωγή ακολουθεί μια αστροφική μονωδία, μολονότι ο Ευριπίδης στο όψιμο έργο του συνδυάζει στροφικό ζεύγος με αστροφικό συμπλήρωμα, το οποίο μπορεί να εκληφθεί και ως επωδός. Στον Ίωνα (82 κ.ε.) μάλιστα μετά την αναπαιστική εισαγωγή ακολουθεί ένα στροφικό ζεύγος, και στη συνέχεια η μονωδία γίνεται αστροφική. Αλλά και τα αστροφικά άσματα δεν σημαίνει ότι είναι απλά. Μπορούν να παρουσιάζουν πλούσια μετρική ποικιλία και περίτεχνη δομή, όπως η μονωδία του τυφλωμένου Πολυμήστορα στην Εκάβη.

Η μονωδία τόσο από άποψη δομής (αστροφική, στροφικά δομημένη ή μικτή) όσο και από άποψη γλώσσας παραπέμπει στο λυρικό ιδίωμα των στασίμων. Ωστόσο, τα ελεγειακά δίστιχα της Ανδρομάχης στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη είναι αναμενόμενο να χρησιμοποιούν επικούς γλωσσικούς τύπους, λογότυπους, τυπικά επίθετα και ανάλογη σύνταξη. Αντίθετα, η μονωδία της Εκάβης στις Τρωάδες έχει λυρικό χαρακτήρα. Από την άλλη πλευρά, είναι εύλογο το ύφος και η αντίστοιχη επιλογή των λέξεων να διαφέρουν ανάλογα με το περιεχόμενο της μονωδίας. Διαφορετικό είναι το λεξιλόγιο ενός θρήνου, μιας προσευχής, μιας ικεσίας κ.τ.λ. Έτσι, στη διατύπωση ενός αιτήματος είναι φυσικό να αφθονούν οι προστακτικές που το εκφράζουν, ενώ σε έναν θρήνο η συσσώρευση ερωτήσεων μαρτυρεί το αδιέξοδο ή την απόγνωση που νιώθει ο φορέας του, ο οποίος απευθύνει τον λόγο του προς κάποιον θεό, σε αντικείμενο (π.χ. στη μονωδία του Φιλοκτήτη η αποστροφή αφορά το τόξο του άρρωστου ήρωα που έχει περάσει σε ξένα χέρια) ή σε έναν νεκρό (αποστροφή του Πηλέα στον νεκρό Νεοπτόλεμο στην Ανδρομάχη 1181, όπου μάλιστα το άψυχο σώμα επιμερίζεται με αποστροφή προς το στόμα, το γένι και τα χέρια του νεκρού). Επιφωνήματα πόνου και απελπισίας συχνά διαρθρώνουν τη μονωδία σε επιμέρους ενότητες.

Από τεχνική άποψη μια μονωδία μπορεί να αποτελεί τη βάση ή την ολοκλήρωση ενός αμοιβαίου (βλ. το δοκίμιο για το αμοιβαίο), γιατί η μετάβαση από αμιγώς λεκτικά μέτρα του υποκριτή σε λυρικά μέτρα της μονωδίας είναι δυσκολότερη. Απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι πολύ σπάνια από λεκτικά μεταβαίνουμε αδιαμεσολάβητα σε λυρικά μέτρα (στον Σοφοκλή μάλιστα δεν απαντά κανένα παρόμοιο παράδειγμα). Αντίθετα, ο Χορός επικοινωνεί με τον άδοντα υποκριτή, και ειδικότερα στον Ορέστη η μονωδία τουΦρύγα δούλου συνδέει, κατά ιδιόρρυθμο τρόπο ύστερα από134 στίχους, τη στροφή με την αντιστροφή τουΧορού. Όταν υπάρχουν ιαμβικά τρίμετρα πριν ή ύστερα από τη μονωδία, τότε αυτά άδονται από τον Χορό. Μια αξιοσημείωτη εξαίρεση επιβεβαιώνει αυτόν τον κανόνα: στον Ιππόλυτο η μονωδία του τραυματισμένου ήρωα συνδέεται με τρίμετρα της Άρτεμης, ο Ευριπίδης όμως επιχειρεί με αυτόν τον τρόπο να δείξει την οικειότητα και τη στενή σχέση ανάμεσα στη θεά και τον προστατευόμενό της. Μια μονωδία μπορεί να αρχίζει μετά την έξοδο ενός ή περισσοτέρων υποκριτών (π.χ. η μονωδία της Εκάβης στις Τρωάδες αρχίζει μετά την αποχώρηση του Ποσειδώνα και της Αθηνάς) ή να γίνεται διαχωρισμός της μονωδίας από τον ιαμβικό τρίμετρο, όταν υπάρχει επικοινωνία ανάμεσα στον σκηνικό και τον εξωσκηνικό χώρο, όπως στην απόπειρα δολοφονίας της Ελένης στον Ορέστη (1301-1310).

Τύποι της μονωδίας είναι οι εξής: (α) ένα δραματικό πρόσωπο εκτελεί μια μονωδία με την είσοδό του στη σκηνή, είτε αυτή είναι εξαρχής άδεια είτε μένει άδεια μετά την αποχώρηση ενός ή περισσότερων υποκριτών. Συνδυασμό των δύο προηγούμενων περιπτώσεων συναντούμε στην αρχή ενός δράματος (Σοφοκλή Ηλέκτρα, Ευριπίδη Εκάβη, Ηλέκτρα, Ίων), (β) μετά την εκτέλεση της μονωδίας του ο υποκριτής εγκαταλείπει τη σκηνή, όπως η Ελένη στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, (γ) με την ολοκλήρωση της μονωδίας αρχίζει η πάροδος του Χορού (Σοφοκλή Ηλέκτρα, Ευριπίδη Ανδρομάχη, Εκάβη, Τρωάδες, Ελένη, Ηλέκτρα, Ίων), και (δ) μετά τη μονωδία εισέρχεται ένα νέο πρόσωπο, όπως η Πολυξένη που εμφανίζεται όταν η Εκάβη ολοκληρώνει τη μονωδία της στην Εκάβη του Ευριπίδη.

Η μονωδία είναι το νεότερο δομικό δημιούργημα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Απαντά συνήθως στην αρχή και το τελευταίο τρίτο του δράματος. Στον Αισχύλο και τον Σοφοκλή περιορίζεται κυρίως στο πλαίσιο του αμοιβαίου, ενώ αυτονομείται στο έργο του Ευριπίδη.