Δ6. Η όψις
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη ο τρόπος της μιμήσεως είναι ο δραματικός: δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας. Πρόκειται για μίμησιν (α) που εκτελείται από πρόσωπα που δρουν κι όχι με απαγγελία (μίμησιν δρώντων) ή (β) όπου αυτοί που αναπαριστούν δρουν και δεν απαγγέλλουν (δρώντων τῶν μιμουμένων κι οὐ δι' ἀπαγγελίας τῶν μιμουμένων). Ο κόσμος τῆς ὄψεως (που αποτελεί την πρώτη εντύπωση και του πιο άσχετου ανθρώπου με τη θεατρική πράξη) είναι ένα από τα «κατά ποιόν» μέρη της τραγωδίας, το πρῶτον σε μια επαγωγική πορεία παρουσίασης (από τα αμέσως αντιληπτά στα λιγότερο αντιληπτά):
ἐπεὶ δὲ πράττοντες ποιοῦνται τὴν μίμησιν, πρῶτον μὲν ἐξ ἀνάγκης ἂν εἴη τι μόριον τραγῳδίας ὁ τῆς ὄψεως κόσμος (1449b31-33).
Η ὄψις είναι γενικά τα οπτικά στοιχεία της παράστασης (στο 1453b1-4 η ὄψις φαίνεται να αναφέρεται σε όλο το περιεχόμενο του ὁρᾶν). ειδικότερα είναι η σκευή των ηθοποιών και των χορευτών, όπως φαίνεται και στο 1450b20, όπου σχετίζεται με τον σκευοποιό (τον τεχνίτη δηλ., που κατασκευάζει τα μέσα με τα οποία παρουσιάζεται στη σκηνή ο ηθοποιός). Ο κόσμος τῆς ὄψεωςείναι η οργάνωση της παράστασης.
Ένα δράμα μπορεί να είναι αποτελεσματικό και χωρίς να παρασταθεί επί σκηνής, με τη βοήθεια μόνο της αναγνωστικής πράξης (1453b3-5 και 1462a17)· γι' αυτό ο Αριστοτέλης ασχολείται ελάχιστα με το θέμα της ὄψεως, την οποία θεωρεί ότι δεν ανήκει στις αρμοδιότητες του ποιητή ως κατασκευαστή μύθων, και όχι παραστάσεων. H ὄψις είναι: (α) ἀτεχνότατον, δεν ανάγεται δηλ. σε επιστημονική εξέταση και ρύθμιση και (β) είναι ἥκιστα οἰκεῖον τῆς ποιητικῆς, επειδή ένα δραματικό έργο μπορεί να πραγματώσει το τέλος του και χωρίς να παρασταθεί. Το ίδιο θα τονίσει και στο 1462a11. Το βάρος πέφτει στην αξία του λογοτεχνικού έργου· η δύναμις, η αποτελεσματικότητα της τραγωδίας έγκειται στην πρόκληση της οἰκείας ἡδονῆς, για την οποία και μόνο η ανάγνωση είναι αρκετή.
Η ὄψις, σημειώνει ο Αριστοτέλης, φαίνεται εντελώς ξένη στην ποιητική τέχνη: ανήκει στους ηθοποιούς και στον σκηνοθέτη. Αλλά και το αποτέλεσμα της τραγωδίας δεν εξαρτάται από την παράσταση: η απλή ανάγνωση αρκεί (Ποιητική 1450b17-21, 1453b7-8, 1462a10-12). Ωστόσο, ο Αριστοτέλης παραδέχεται ότι το θέαμα επιδρά σημαντικά στο κοινό (ἡ δὲ ὄψις ψυχαγωγικόν: Ποιητική 1450b17-18) και διαπιστώνει ότι αν η τραγωδία υπερέχει του έπους είναι, μεταξύ άλλων, γιατί το θέαμα είναι ένα αποτελεσματικό μέσο για την πρόκληση ευχαρίστησης (Ποιητική 1462a16: δι' ἦς αἱ ἡδοναὶ συνίστασθαι ἐναργέστατα). Δεν αγνοεί ούτε περιφρονεί το στοιχείο της παράστασης ως μέσου ολοκλήρωσης του θεατρικού έργου· γι' αυτό συμβουλεύει τον ποιητή να φανταστεί με τα μάτια της ψυχής του πώς θα παρασταθεί το έργο του (1455a22-32). Στο χωρίο 1459b24-26 γίνεται επίσης λόγος για τη σκηνοθεσία και τους ηθοποιούς, ενώ από το χωρίο 1460a14 πληροφορούμαστε ότι το έπος διαθέτει μεγαλύτερη ελευθερία από την τραγωδία, επειδή δεν βλέπουμε τη δράση των ηρώων. Αν με τα χωρία αυτά συνδυάσουμε την πληροφορία του τετάρτου κεφαλαίου ότι οι απαρχές της τραγωδίας τοποθετούνται στο πλαίσιο μιας δημόσιας παρουσίασης, της εκτέλεσης του διθυράμβου, και επιπλέον αναλογισθούμε ότι ο Σοφοκλής πρώτος εισήγαγε τη σκηνογραφία, συμπεραίνουμε ότι ο Αριστοτέλης δεν αδιαφόρησε για την ὄψιν. Φαίνεται, όμως, ότι η ροπή σκηνοθετών της εποχής του προς εντυπωσιασμό τον υποχρέωσε να θυμίσει ότι η σκηνοθεσία δεν είναι ούτε το πρωταρχικό ούτε το αποκλειστικό μέλημα του ποιητή (πρβ. 1453b7 κ.εξ.).