Β5. Η ρήση
Ρήση καλείται ο συγκροτημένος, συνεκτικός και, κατά κανόνα, εκτενής λόγος σε αντιπαράθεση προς τη μεμονωμένη λέξη ή τη στιχομυθία, δηλαδή την κατά στίχο συνομιλία των υποκριτών. Ο όρος απαντά ήδη στην αρχαία λογοτεχνία, και ειδικότερα στην τραγωδία, ενώ ο ρήτορας Θεμίστιος χρησιμοποιεί τη λέξη με την τεχνική της σημασία, όταν δίνει την πληροφορία ότι στον Θέσπη οφείλονται ο πρόλογος και η ρήση (ενν. της τραγωδίας). Η ρήση είναι ενταγμένη σε κάποια σκηνή και, παρά την αρχιτεκτονημένη δομή της, δεν είναι απόλυτα αυτόνομη, αλλά σχετίζεται με τα προηγούμενα ή τα επόμενα. Η ελάχιστη έκτασή της είναι πέντε ή έξι στίχοι που παρουσιάζουν κάποια διάρθρωση. Έτσι, δεν αποτελεί ρήση η τετράστιχη απειλή του Φέρητα στην ευριπίδεια Άλκηστη ότι οι συγγενείς της ηρωίδας θα λάβουν από τον Άδμητο εκδίκηση (730-733). Αντίθετα, μπορούν να θεωρηθούν ρήση οι στίχοι 700-706 από τις Χοηφόρες του Αισχύλου, όπου ο Ορέστης εκφράζεται αντιθετικά ως φορέας της είδησης του υποτιθέμενου θανάτου του απευθυνόμενος προς την Κλυταιμήστρα: «Θα προτιμούσα να σου φέρω κάποια καλή είδηση, αλλά και τη δυσάρεστη πρέπει να την αναγγείλω» (πρβ. Σοφοκλή Οιδίπους Τύραννος 842-847, όπου ο Οιδίπους επιχειρεί να υπολογίσει τον αριθμό των ληστών που επιτέθηκαν στον Λάιο). Από την άλλη πλευρά, δεν είναι πάντοτε βέβαιο αν χωρία με τον ελάχιστο αριθμό στίχων αποτελούν πάντοτε ρήσεις. Το πρόβλημα γίνεται αμέσως αντιληπτό σε περιπτώσεις όπως η τετραπλή αντίδραση της Άτοσσας στην αγγελική ρήση, αντίδραση που κυμαίνεται από 2 το λιγότερο έως 9 το περισσότερο στίχους κάθε φορά (Αισχύλου Πέρσες). Παρόμοια ολιγόστιχα χωρία απαντούν σε συγκεκριμένες θέσεις: (α) Όταν ένας υποκριτής εισέρχεται στη σκηνή κατόπιν προτροπής ή προσταγής ή όταν ο Χορός ή ένας ευρισκόμενος στη σκηνή υποκριτής αναγγέλλει την είσοδο ενός νέου προσώπου. Στις περιπτώσεις αυτές ακολουθεί μια στιχομυθία ή, σπανιότερα, μια ρήση (Ευριπίδη Άλκηστη 606-610) είτε ένα αμοιβαίο (Ευριπίδη Ανδρομάχη 820-824). Η πρακτική αυτή απαντά συχνά στον Ευριπίδη. (β) Όταν ένας υποκριτής αποχωρώντας ανακοινώνει τον στόχο ή το σχέδιο για το οποίο εγκαταλείπει τη σκηνή. Σπανιότερα οι εναπομείναντες στη σκηνή σχολιάζουν την αποχώρηση ενός προσώπου. Ένα πρόσωπο που εισέρχεται στη σκηνή συνήθως αρχίζει με μια εκτενή ρήση ή συζητά σε στιχομυθία, χωρίς να χρησιμοποιεί προηγουμένως μια σύντομη μεταβατική ενότητα 5 ή 6 στίχων. Αντίθετα, παρόμοιες ενότητες απαντούν στη μετάβαση από τη ρήση σε στιχομυθία (Αισχύλου Πέρσες 226-231) ή αντιστρόφως, από τη στιχομυθία σε ρήση (Αισχύλου Χοηφόρες 535-539). Άλλοτε παρόμοιες ενότητες συνδέουν δύο ρήσεις (Αισχύλου Χοηφόρες 264-268) ή δύο στιχομυθίες (Αισχύλου Ικέτιδες 328-332). Η σύντομη ενότητα συνδέεται σπανιότερα με ένα αμοιβαίο (Αισχύλου Επτά επί Θήβας 677-682). Στον Ευριπίδη συναντούμε εκτενείς αγγελικές ρήσεις, όπως στον Ίωνα (107 στίχοι), στις Φοίνισσες και τις Βάκχες (110 στίχοι), ενώ στον Αισχύλο η εκτενέστερη αγγελική ρήση απαντά στους Πέρσες (80 στίχοι) και στον Σοφοκλή στην απατηλή αγγελική ρήση του Παιδαγωγού στην Ηλέκτρα(84 στίχοι). Οι αγγελικές ρήσεις στη Μήδεια, τον Ηρακλή, την Ελένη, την Ιφιγένεια την εν Ταύροις και τον Ορέστη αριθμούν πάνω από 90 στίχους. Γενικά παρατηρείται μια αυξητική τάση στον αριθμό των στίχων, καθώς από τον Αισχύλο προχωρούμε στις ρήσεις του Σοφοκλή και έπειτα στον Ευριπίδη. Οι λιγότερες ρήσεις απαντούν στις αισχύλειες Ικέτιδες (17), ενώ οι περισσότερες στην ευριπίδεια Ελένη (33). Βέβαια, στις μετρήσεις αυτές δεν έχει συνυπολογιστεί η έκταση του κάθε δράματος.
Η κατηγοριοποίηση των ρήσεων σε συγκεκριμένους τύπους είναι δύσκολο εγχείρημα, γιατί δεν είναι δυνατόν να εξευρεθούν μονοσήμαντα και ομοιογενή κριτήρια για όλες τις περιπτώσεις. Οι αγγελικές και οι προλογικές ρήσεις, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ρήσεις πληροφοριακού χαρακτήρα, αλλά και εδώ παρατηρείται το φαινόμενο οι πρώτες να έχουν ως αποδέκτη τα δραματικά πρόσωπα, ενώ οι δεύτερες τους θεατές, ιδιαίτερα μάλιστα όταν εκφωνούνται με άδεια τη σκηνή. Τρίτος τύπος είναι ενδεχομένως οι ρήσεις προτροπής, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν διαταγές, εντολές, συμβουλές, ικεσία ή προσευχή, ενώ ένας τέταρτος τύπος είναι η στοχαστική ρήση. Εδώ ανήκουν ρήσεις με κάποια επιχειρηματολογία, όπως συμβαίνει στον αγώνα λόγων (βλ. το δοκίμιο για το επεισόδιο), σκέψεις για κάποιο θέμα, π.χ. τι σημαίνει να χάνει κάποιος τη σύζυγό του, ή στοχασμοί που οδηγούν στη λήψη κάποιας απόφασης. Στην τελευταία περίπτωση μάλιστα εισάγονται συνήθως με το τυπικό ερώτημα: τί δράσω; (οπότε ακολουθούν οι προσφερόμενες εναλλακτικές εκδοχές). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι στοχαστικές ρήσεις στα δράματα του Ευριπίδη υπερτερούν έναντι των δύο άλλων μειζόνων ομοτέχνων του, κάτι που δικαιολογεί απόλυτα τον χαρακτηρισμό του ως από σκηνής φιλοσόφου.
Τα πρόσωπα που εκφωνούν ρήσεις είναι οι πρωταγωνιστές ήρωες, πρόσωπα κατώτερης κοινωνικής τάξης και θεοί (στον πρόλογο ή στην έξοδο ως από μηχανής θεοί, βλ. τα δοκίμια για τον πρόλογο και τη διαμόρφωση του τέλους μιας τραγωδίας), ενώ ο κορυφαίος του Χορού σπάνια αναλαμβάνει παρόμοιο ρόλο (π.χ. Αισχύλου Πέρσες 215-225).
Η κλασική μορφή μιας ρήσης αποτελείται: (α) από την εισαγωγή, όπου ο ομιλητής αυτοσυστήνεται (αν είναι άγνωστο πρόσωπο), προσφωνεί τον αποδέκτη της ρήσης και αναφέρει περιληπτικά το θέμα, (β) το κύριο τμήμα, όπου αναπτύσσεται το θέμα με λεπτομέρειες ή επιχειρήματα, και (γ) τον επίλογο ή την ανακεφαλαίωση, η οποία συνοψίζει το θέμα και καταλήγει σε κάποια προτροπή, ευχή, επιθυμία ή γνωμικό. Σημειώνεται ότι από την έκταση της κάθε ρήσης εξαρτάται η πληρότητα των παραπάνω στοιχείων.
Ως προς τη θέση των ρήσεων στο πλαίσιο του δράματος είναι αναμενόμενο οι πρόλογοι να περιέχουν όχι μόνο πληροφοριακές ρήσεις για το παρελθόν που εκβάλλει στο κρίσιμο παρόν ή έκθεση των εξωσκηνικών γεγονότων στις αγγελικές ρήσεις αλλά και προτρεπτικές ρήσεις, όπως προσευχές (Αισχύλου Χοηφόρες, Ευμενίδες στην αρχή, Επτά στην τρίτη σκηνή του προλόγου), ενώ οι στοχαστικές ρήσεις απαντούν στο εσωτερικό του έργου, και ειδικότερα σε σκηνές λήψης κάποιας απόφασης με επιλογή ανάμεσα σε περισσότερες εκδοχές ή στις ρήσεις του αγώνα λόγων (βλ. το δοκίμιο για το επεισόδιο). Στο τέλος του έργου μπορεί να εμφανίζεται ο από μηχανής θεός, ο οποίος προβαίνει σε κάποια προτροπή/εντολή ή εκθέτει προφητεύοντας μελλοντικά (εξωδραματικά) γεγονότα.
Η ρήση είναι ενταγμένη στο πλαίσιο κάποιας σκηνής, και αυτό συνεπάγεται την επικοινωνία της με το περιβάλλον. Έτσι στην ευριπίδεια Ηλέκτρα 774-858 ο άγγελος προχωρεί κατευθείαν στο θέμα, γιατί η εισαγωγή έγινε με την προηγούμενη στιχομυθία. Αντίστροφα, στον Ιππόλυτο 288-310 η ρήση δεν ολοκληρώνεται, αλλά μεταβαίνει στην επόμενη στιχομυθία. Άλλοτε πάλι η ρήση αποτελείται από δύο ανεξάρτητα τμήματα, ενώ μεσολαβεί κάποιο σημαντικό γεγονός που εκτρέπει τη ροή της σκέψης του ομιλητή. Στον αισχύλειο Αγαμέμνονα 1-39 ο Φύλακας διηγείται τις ταλαιπωρίες που υφίσταται περιμένοντας το φωτεινό σήμα που θα αναγγείλει την πτώση της Τροίας (1-21). Στους στίχους 22-24 εμφανίζεται το σήμα, και ο Φύλακας εκδηλώνει τη χαρά του για την επιστροφή του βασιλιά (25-39). Στις αισχύλειες Ευμενίδες η Ιέρεια ετοιμάζεται να μπει στον δελφικό ναό του Απόλλωνα (1-33). Ωστόσο, μετά την είσοδό της, εξέρχεται έντρομη και περιγράφει το απροσδόκητο θέαμα που αντίκρισε: τον Ορέστη περιστοιχισμένο από τις κοιμώμενες Ερινύες (34-63). Στον Σοφοκλή η διπλή ρήση δεν προκαλείται από ένα εξωτερικό γεγονός, αλλά πηγάζει από τον ίδιο τον δραματικό χαρακτήρα. Στον Αίαντα 430-480 ο ήρωας συνέρχεται από τη μανία και θρηνεί για την άστοχη πράξη του, τη δολοφονία των ζώων αντί των αρχηγών του στρατού (430-456: θρήνος) και στη συνέχεια σκέφτεται πώς να αντιδράσει στη συμφορά που τον έπληξε (457-480: στοχασμός).
Η ρήση αξιοποιεί τεχνικές της αφήγησης, όπως είναι π.χ. η επιβράδυνση, η κλιμάκωση, η απαρίθμηση διαφόρων εκδοχών για τη λήψη μιας απόφασης, η λεπτομερέστερη ανάπτυξη και δικαιολόγηση της εκδοχής που προκρίνεται, η κυκλική σύνθεση, η αντίθεση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν («άλλοτε … τώρα όμως»). Η πιο περίπλοκη τεχνική συνίσταται στη διατύπωση μιας άποψης με τρόπο τεθλασμένο, αρχικά κρυπτικό, έπειτα αρνητικά διατυπωμένο και, τέλος, θετικά διατυπωμένο. Αυτή η τεχνική απαντά στην Αντιγόνη του Σοφοκλή (683-723): ο Αίμων επιχειρεί με τον προσήκοντα σεβασμό απέναντι στον πατέρα του να τον πείσει να ανακαλέσει τη θανατική ποινή της Αντιγόνης. Αρχίζει προσεκτικά και στη συνέχεια δίνει δίκαιο στον πατέρα του, αλλά παρατηρεί ότι και ο θηβαϊκός λαός ενδέχεται να έχει δίκαιο, όταν θρηνεί την τύχη της ηρωίδας. Τέλος, καταλήγει στη θετική διατύπωση: «μην επιμένεις πεισματικά στην απόφασή σου. Ακύρωσε την, ακούοντας τη συμβουλή ενός νεοτέρου» (718 κ.ε.).
Μέτρο των ρήσεων είναι το ιαμβικό τρίμετρο, όπως είναι άλλωστε αναμενόμενο, γιατί, σύμφωνα με την παρατήρηση της αριστοτελικής Ποιητικής (4ο κεφάλαιο), το μέτρο αυτό πλησιάζει στον μέγιστο βαθμό την καθημερινή ομιλία. Ωστόσο, δεν απουσιάζουν παραδείγματα χρήσης του τροχαϊκού τετραμέτρου. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Σοφοκλής αποφεύγει τη χρήση του συγκεκριμένου μέτρου, που απαντά μία μόνο φορά στο σωζόμενο έργο του, την έξοδο του Χορού στον Οιδίποδα Τύραννο, όπου προσδοκάται, κατά κανόνα, το αναπαιστικό μέτρο (βλ. το δοκίμιο για τη διαμόρφωση του τέλους μιας τραγωδίας). Τροχαίοι απαντούν σε ρήσεις των Περσών και του Αγαμέμνονα του Αισχύλου, ενώ στον Ευριπίδη χρησιμοποιούνται σε όψιμα έργα του, όπως στον Ηρακλή, τιςΦοίνισσες, τον Ορέστη και τις Τρωάδες. Στην τελευταία τραγωδία μάλιστα παρουσιάζεται το φαινόμενο το ίδιο πρόσωπο να μεταβαίνει από τους τριμέτρους σε τετραμέτρους. Συγκεκριμένα, η Κασσάνδρα, ύστερα από τον προσβλητικό λόγο της για τον Οδυσσέα που εκφέρεται σε ιαμβικούς τριμέτρους (424-443), οδηγούμενη προς τα ελληνικά πλοία, θρηνεί και αποχαιρετά την Τροία σε τροχαϊκούς τετραμέτρους (444-461).
Η χρήση της γλώσσας συχνά συμβάλλει στην ηθογράφηση των προσώπων. Στον Αισχύλο αυτό συμβαίνει σπανιότερα, καθώς ο ποιητής προσδίδει μεγαλύτερη βαρύτητα στις καταστάσεις παρά στα πρόσωπα. Στον Σοφοκλή, αντίθετα, τα παραδείγματα είναι περισσότερα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του φύλακα του νεκρού σώματος του Πολυνείκη στην Αντιγόνη, ο οποίος έχει αναλάβει τρομοκρατημένος την υποχρέωση να μεταφέρει στον Κρέοντα τη δυσάρεστη είδηση ότι το πτώμα, συμβολικά έστω, έχει ταφεί. Αναβάλλει συστηματικά την ανακοίνωση της δυσάρεστης είδησης, επιχειρώντας να παρουσιάσει όσο γίνεται πιο ανώδυνα το συμβάν, για να μην επισύρει την οργή του βασιλιά και τη συνακόλουθη τιμωρία. Αντίθετα, όταν, σε μια δεύτερη ρήση, συνοδεύει την Αντιγόνη ως υπεύθυνη της ταφής, υπογραμμίζει με έμφαση την είδηση περιμένοντας και την αντίστοιχη επιβράβευση. Στον Ευριπίδη ο ήρωας περιγράφει τον εαυτό του αναλυτικότερα και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Η Μήδεια, για παράδειγμα, αυτοχαρακτηρίζεται έξυπνη και διαθέτει την αυτοσυνειδησία της ψυχικής της κατάστασης, όταν παραδέχεται ότι η οργή της ξεχειλίζει και είναι ισχυρότερη από τη νηφάλια σκέψη.
Τέλος, αξίζει να σημειωθούν ορισμένες αξιοπρόσεκτες παραλληλίες. Στον σοφόκλειο Αίαντα 348-429 το αμοιβαίο ανάμεσα στον ομώνυμο ήρωα και τον Χορό θίγει με λυρικό και θρηνητικό τρόπο τρία θέματα που επαναλαμβάνονται, με νηφάλιο και λογικό τρόπο αυτή τη φορά, στην επόμενη ρήση: η επονείδιστη πράξη της σφαγής των ζώων αντί των αρχηγών του στρατού, το αναμενόμενο σκώμμα του Οδυσσέα, ο θάνατος ως μοναδική διέξοδος. Κάτι ανάλογο, με αντίστροφη όμως φορά, απαντά στην αρχή της Ιφιγένειας την εν Ταύροις. Η Ιφιγένεια αφηγείται στην εκθετική ρήση της το όνειρο της προηγούμενης νύχτας και το ερμηνεύει εσφαλμένα, πιστεύοντας ότι ο Ορέστης είναι νεκρός. Ακολουθεί ένα αμοιβαίο, όπου επαναλαμβάνεται το ίδιο θέμα, ο θάνατος του Ορέστη, αλλά τώρα η έκφραση είναι λυρική-θρηνητική: η αδερφή μοιρολογεί τον νεκρό αδερφό της σε μια γεμάτη πάθος συναισθηματική έκρηξη. Το ίδιο αποτέλεσμα προκύπτει από τη θεματική σύναψη ενός στασίμου με μια ρήση. Στις σοφόκλειες Τραχίνιες ο Χορός εκφράζει τους φόβους του για την τύχη του Ηρακλή (94-140), και η Δηιάνειρα στη ρήση της αιτιολογεί το βάσιμο των φόβων αυτών (141-177). Άλλοτε πάλι δύο αγγελίες δομούνται παράλληλα: στη σοφόκλεια Αντιγόνη ο Φύλακας του πτώματος του Πολυνείκη κομίζει στον Κρέοντα την είδηση της ανεξήγητης ταφής την πρώτη φορά, ενώ τη δεύτερη συνοδεύει τον δράστη, που δεν είναι άλλος παρά μια συγγενής του βασιλιά, η Αντιγόνη.