Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: _
46.747 εγγραφές [46631 - 46640]
ωμο- 1 [omo] & ωμό- [omó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει αναφορά σε κτ. που είναι ωμό, όχι ψημένο ή μαγειρεμένο: ~φάγος, ~φαγία. 2. δηλώνει αναφορά στον όχι ψημένο πηλό: ωμόπλινθος, ~πλινθοδομή.

[λόγ. < αρχ. ὠμο- θ. του επιθ. ὠμό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ὠμο-φάγος & μτφρδ.: ωμό-πλινθος < γαλλ. brique crue]

ωμο- 2 : α' συνθετικό σε σύνθετα λόγια ή επιστημονικά ονόματα· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται στον ώμο, αφορά τον ώμο: (ανατ.) ~πλάτη· ~πλατιαίος. (εκκλ.) ~φόριο.

[λόγ. < αρχ. ὠμο- θ. του ουσ. tμο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ὠμο-πλάτη]

ωμόμετρο το [omómetro] Ο40 : (τεχν.) όργανο για τη μέτρηση της αντίστασης ηλεκτρικού αγωγού σε ωμ.

[λόγ. ωμ -ο- + -μετρον μτφρδ. γερμ. Οhmmeter (-meter = -μετρο)]

ωμοπλάτη η [omopláti] Ο30 : το καθένα από τα δύο πλατιά λεπτά τριγωνικά οστά που βρίσκονται στο επάνω μέρος του σκελετού και πίσω από το θώρακα: Aριστερή / δεξιά ~. || το αντίστοιχο μέρος του σώματος: Έχω έναν πόνο στην ~.

[λόγ. < αρχ. ὠμοπλάτη]

ωμοπλινθοδομή η [omoplinθoδomí] Ο29 : (λόγ.) πλινθόκτιστη κατασκευή (τοίχος κτλ.).

[λόγ. ωμόπλινθ(ος) -ο- + δομή κατά το πλινθοδομή]

ωμόπλινθος η [omóplinθos] Ο36 : (λόγ.) πλιθί, ωμή πλίνθος.

[λόγ. ωμο- 1 + πλίνθος μτφρδ. γαλλ. brique crue]

ώμος ο [ómos] Ο18 : α. το μέρος του σώματος από τη βάση του λαιμού ως την άνω άρθρωση του βραχίονα: Δεξιός / αριστερός ~. Kρέμασε την τσάντα στον ώμο της. Aκούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. Tα πλούσια μαλλιά της σκέπαζαν τους ώμους της. Tι με νοιάζει; είπε, ανασηκώνοντας τους ώμους του με αδιαφορία. Παίρνω / φορτώνομαι / κουβαλώ κτ. στους ώμους μου. Σηκώνω* τους ώμους μου και ως έκφραση. || Mου βγή κε ο ~, λύθηκε η άνω άρθρωση του βραχίονά μου. || (μτφ.): Οι ώμοι των εργαζομένων δεν αντέχουν άλλους φόρους. (έκφρ.) χτυπούν οι φτέρνες* του στους ώμους. ΦΡ πήρε τα πόδια του στον ώμο, έφυγε τρέχοντας πολύ γρήγορα (συνήθ. για να αποφύγει κτ. κακό, από φόβο ή τρόμο). || (στρατ.) επ΄ ώμου, παράγγελμα για να τοποθετήσει ο οπλίτης το όπλο στον αριστερό του ώμο καθώς και η συγκεκριμένη θέση και ως ΦΡ τα παίρνω (όλα) επ΄ ώμου, φορτώνομαι με πολλές ευθύνες. β. το μέρος ενδύματος που αντιστοιχεί στον ώμο: Σακάκι λερωμένο στον ώμο.

[αρχ. tμος]

ωμός -ή -ό [omós] Ε1 : 1. (για κρέατα ή λαχανικά που τρώγονται μαγειρευτά, βραστά ή ψητά) που είναι ακόμα σε μια σχεδόν φυσική κατάσταση, που δεν τον έχουν βράσει ή ψήσει καθόλου ή αρκετά· (πρβ. άβραστος, άψητος): Ωμό κρέας / ψάρι. Ωμές πατάτες. Ωμά λαχανικά. ΦΡ (δεν τρώγεται) ούτε* ~ ούτε ψημένος. 2. (μτφ., για πρόσ. ή συμπεριφορά) που τον χαρακτηρίζει μια παντελής έλλειψη συναισθηματικής ή ηθικής καλλιέργειας, ανθρωπιάς, ευαισθησίας, ευγένειας, ηθικής κτλ.: ~ άνθρωπος· (πρβ. αγροίκος, άξεστος, σκληρός, απάνθρωπος, κυνικός). Ωμοί τρόποι· (πρβ. κυνικός). Ωμή απάντηση / άρνηση, χωρίς καμιά προσπάθεια δικαιολόγησης ή μετριασμού της δυσαρέσκειας που μπορεί να προκαλεί. Ωμή αλήθεια. Ωμή γλώσσα / περιγραφή, χωρίς καμιά προσπάθεια εξωραϊσμού, ωραιοποίησης. Ωμή παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, που γίνεται χωρίς καμιά έστω και υποκριτική προσπάθεια δικαιολόγησης. ωμά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2.

[αρχ. ὠμός]

ωμότητα η [omótita] Ο28 : α. η ιδιότητα ή ο τρόπος, ο χαρακτήρας του ωμού. β. (πληθ.) για εγκλήματα που διαπράττονται με τρόπο βάρβαρο και κτηνώδη, συνήθ. σε βάρος ενός πληθυσμού αδύναμου να αμυνθεί· βαρβαρότητες: Kαταγγέλθηκαν στον ΟHΕ οι ωμότητες των εισβολέων.

[λόγ. < αρχ. ὠμότης, αιτ. -ητα]

ωμοφάγος -ος -ο [omofáγos] Ε14 : (λόγ.) που τρέφεται με ωμό (άψητο) κρέας.

[λόγ. < αρχ. ὠμοφάγος]

< Προηγούμενο   1... 4662 4663 [4664] 4665 4666 ...4675   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες